Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης σύγκρουσης Ισραήλ – Χαμάς. Με βάση την προηγούμενη θητεία του (2017-2021) και τις πρόσφατες προεκλογικές δηλώσεις, ο Τραμπ θα ευνοήσει δυναμικά μέτρα κατά των ιρανικών απειλών, ισχυρή υποστήριξη της ασφάλειας του Ισραήλ και πιθανή συνέχιση του πλαισίου «Συμφωνιών του Αβραάμ», με στόχο την περιφερειακή ομαλοποίηση. Σε αντίθεση με την πρώτη του θητεία, η σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν αναδεικνύεται ως περιφερειακή κρίση ασφάλειας.
Αναπροσανατολισμός πολιτικής απέναντι στο Ιράν
Κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, η κυβέρνησή του υλοποίησε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» κατά του Ιράν, αποχωρώντας από την πυρηνική συμφωνία του 2015, επιβάλλοντας αυστηρές οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν και σε ξένες εταιρείες και ιδιώτες που συναλλάσσονται με αυτό, περιορίζοντας σημαντικά τις οικονομικές δυνατότητες και την επιρροή του στην περιοχή. Ο Τραμπ ανέφερε συχνά «αυξημένες προκλήσεις ασφαλείας στην περιοχή» υπό την κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν, ως απόδειξη της ανάγκης για πιο σκληρή αμερικανική στάση, υποστηρίζοντας ότι η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση του Ιράν −συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξής του σε ομάδες όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ− θα είχε μετριαστεί υπό το καθεστώς του και επέκρινε την κυβέρνηση Μπάιντεν για την άρση ορισμένων κυρώσεων. Κατήγγειλε την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις μετά την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ τον Οκτώβριο, αποκαλώντας εκείνη και τον Μπάιντεν «εξαιρετικά ανίκανους» και προειδοποιώντας ότι «οδηγούν [τις ΗΠΑ] στο χείλος του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου». Ωστόσο, διατείνεται πρόθυμος να συνάψει συμφωνία με το Ιράν, ώστε να το αποτρέψει από την ανάπτυξη πυρηνικών. Ενώ το Ιράν έχει αρνηθεί ισχυρισμούς για εμπλοκή στις αμερικανικές εκλογές, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Τραμπ απείλησε να το «καταστρέψει» εάν απειλούσε προεδρικό υποψήφιο, επικαλούμενος «σοβαρές απειλές». Αυτή η σκληρή στάση, σε συνδυασμό με την προτίμησή του για τιμωρητικά μέτρα αντί της πολυμερούς διπλωματίας, υποδηλώνει ότι η πολιτική του θα επικεντρωθεί στην ανανέωση της απομόνωσης του Ιράν, που −όπως υποστηρίζει− είναι απαραίτητη για την περιφερειακή σταθερότητα.
Ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής Τραμπ για τη Μέση Ανατολή ήταν η αταλάντευτη υποστήριξή στο Ισραήλ. Στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ έλαβε πρωτοφανή μέτρα ενίσχυσης των δεσμών ΗΠΑ – Ισραήλ, όπως η μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ (αναγνώρισή της ως πρωτεύουσα του Ισραήλ) και η επικύρωση της κυριαρχίας του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν. Διέκοψε τη χρηματοδότηση της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών (UNRWA) που βοηθά τους παλαιστίνιους πρόσφυγες και αποχώρησε από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (UNHRC) λόγω «υπερβολικής στοχοποίησης» του Ισραήλ. Εισήγαγε ένα ειρηνευτικό σχέδιο Ισραήλ – Παλαιστίνης που επικρίθηκε από παλαιστίνιους ηγέτες, καθότι ευνοούσε σε μεγάλο βαθμό το Ισραήλ και υπονόμευε την παλαιστινιακή διεκδίκησή επί της Ιερουσαλήμ. Αυτές οι κινήσεις αντανακλούσαν αλλαγή στην πολιτική των ΗΠΑ, που έθεσε την ισχυρή άνευ όρων υποστήριξη στο Ισραήλ πάνω από τις παραδοσιακές διπλωματικές ισορροπίες.
Ο ρόλος του Τραμπ στη διαμεσολάβηση των Συμφωνιών του Αβραάμ −συμφωνιών εξομάλυνσης μεταξύ Ισραήλ και πολλών αραβικών κρατών, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και του Μπαχρέιν− εδραίωσε περαιτέρω τη φυσιογνωμία του ως φιλοϊσραηλινού ηγέτη, αφού θεωρήθηκαν ως στρατηγική κίνηση προώθησης της περιφερειακής ειρήνης με την ενίσχυση των δεσμών Ισραήλ και όσων αραβικών κρατών ευθυγραμμίζονται κατά του Ιράν. Στην προεκλογική εκστρατεία του, ο Τραμπ εξέφρασε ενδιαφέρον για επέκταση τους, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να συμπεριλάβει το Ιράν, χωρίς λεπτομέρειες για το πώς θα επιτευχθεί αυτό. Με την τρέχουσα κλιμάκωση μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, ο Τραμπ αναμένεται να δώσει προτεραιότητα στη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη του Ισραήλ, ενισχύοντας τις ενέργειές του εναντίον της Χαμάς, αποτρέποντας ταυτοχρόνως παρέμβαση άλλων περιφερειακών παραγόντων, όπως το Ιράν. Οι πολιτικές του μπορεί να περιλαμβάνουν πίεση των συμμάχων του Κόλπου, ώστε να λάβουν πιο σταθερή στάση εναντίον της Χαμάς και παρόμοιων ομάδων, τις οποίες θεωρεί άμεσες απειλές τόσο για τα συμφέροντα του Ισραήλ, όσο και των ΗΠΑ.
Αντίκτυπος στην ευρύτερη περιφερειακή δυναμική
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του ως προέδρου, η εξωτερική πολιτική του Τραμπ στη Μέση Ανατολή έδωσε έμφαση στην αντιτρομοκρατία, την αντίθεση σε ριζοσπαστικές ομάδες και την ισχυρή στρατιωτική παρουσία για τη διατήρηση της επιρροής των ΗΠΑ. Θα επιδιώξει να ενισχύσει αυτές τις προτεραιότητες, με την εδραίωση συμμαχιών απέναντι στον ιρανικό άξονα, (Χαμάς, Χεζμπολάχ και άλλες ομάδες που υποστηρίζονται από το Ιράν). Αυτή η προσέγγιση αντανακλά την προτεραιότητα ασφάλειας στην περιοχή μέσω της στρατιωτικής ετοιμότητας και της απειλής οικονομικών κυρώσεων, βασικά εργαλεία για την προώθηση των συμφερόντων των ΗΠΑ.
Προεκλογικά ο Τραμπ τόνισε ότι η σταθερότητα στη Μέση Ανατολή είναι άμεσα συνδεδεμένη με σταθερή παρουσία των ΗΠΑ και σαφείς στρατηγικές αποτροπής, αύξηση της στρατιωτικής βοήθειας σε βασικούς συμμάχους, αυξημένη πίεση όσων ευθυγραμμίζονται με το Ιράν στο Ιράκ και τη Συρία και συνεχή παρουσία αμερικανικών δυνάμεων σε στρατηγικές τοποθεσίες σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Τέτοιες κινήσεις ίσως σταθεροποιήσουν ορισμένες περιοχές, αλλά θα βαθύνουν τον διχασμό, καθώς θα θεωρηθούν ευνοϊκές απέναντι στη μία πλευρά, σε μακροχρόνιες σεχταριστικές συγκρούσεις.
Προοπτικές για διπλωματία και περιφερειακή ολοκλήρωση
Ενώ η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να υιοθετήσει μια πιο συγκρουσιακή στάση, ο ίδιος έχει δηλώσει ανοιχτός στην ενθάρρυνση περιφερειακής συνεργασίας μεταξύ των συμμάχων των ΗΠΑ, δυνητικά βασιζόμενης στις Συμφωνίες του Αβραάμ. Η προεκλογική του ρητορική περιλαμβάνει φιλοδοξίες για ευρύτερη περιφερειακή ολοκλήρωση, αν και τέτοιοι στόχοι μπορεί να μετριαστούν από την αντιπαλότητα απέναντι στο Ιράν. Χώρες του Κόλπου, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, ίσως δουν την επιστροφή Τραμπ ως ευκαιρία να ενισχύσουν την περιφερειακή τους επιρροή, με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ενώ στοχεύουν στη διατήρηση στρατηγικής αυτονομίας, αποφεύγοντας την άμεση εμπλοκή σε συγκρούσεις, οι πολιτικές Τραμπ θα μπορούσαν να περιπλέξουν τη διπλωματική τους ισορροπία με τις ΗΠΑ. Εάν ο Τραμπ επιδιώξει να επεκτείνει τις συμφωνίες, πιθανότατα θα επικεντρωθεί στο να πείσει άλλα κράτη του Κόλπου και τη Σαουδική Αραβία να επισημοποιήσουν δεσμούς με το Ισραήλ, κίνηση αντισταθμιστική στην ιρανική επιρροή.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική προσκρούει στις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες Ισραήλ – Χαμάς και την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα, που έχει επιφέρει διεθνή καταδίκη. Η έμφαση που δίνει ο Τραμπ στην ασφάλεια και την αποτροπή «για ανθρωπιστικούς λόγους», περιορίζει πιθανή συνεργασία με έθνη που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Η επιστροφή Τραμπ στην προεδρία σηματοδοτεί μια πιο σκληρή εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο τον περιορισμό του Ιράν, την υποστήριξη του Ισραήλ και τη σφυρηλάτηση συμμαχιών μέσω πλαισίων όπως οι Συμφωνίες του Αβραάμ. Ενώ οι πολιτικές του μπορεί να έχουν απήχηση σε ορισμένους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή, κινδυνεύουν να κλιμακώσουν τις εντάσεις με το Ιράν και να βαθύνουν τις διαφορές σχετικά με τη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης. Καθώς ο Τραμπ ετοιμάζεται να επανέλθει στην εξουσία, θα αντιμετωπίσει την πρόκληση της εξισορρόπησης των περιφερειακών συμφερόντων ασφάλειας, με την περίπλοκη, εξελισσόμενη δυναμική της γεωπολιτικής της Μέσης Ανατολής.
Μετάφραση: Όλγα Αθανίτη