Βγαίνουν λοιπόν, που λέτε, διάφοροι δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες και προσπαθούν να μας πείσουν πως η οικονομία και η ανάπτυξη πάνε «σφαίρα». Πως ζούμε καλά στην καθημερινότητά μας παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε −χρησιμοποιούν μάλιστα ως επιχείρημα το ότι άδειασε η Αθήνα για το τετραήμερο της 28ης Οκτωβρίου. Πώς το είπε κατά λέξη ο Άρης Πορτοσάλτε στον Σκάι; «Μπορεί το εισόδημα να μην φτάνει για όλους τους ανθρώπους, μπορεί ο άλλος να μην ξέρει αν πρέπει να νοικιάσει ή να αγοράσει σπίτι, αλλά έχουμε και μια ζωή που προχωράει. Η οικονομία πάει κι έρχεται. Μπορεί να μην είναι …σούπερ ντούπερ, αλλά μην ξεχνάμε ότι πριν από 14 χρόνια ήμασταν χρεοκοπημένοι. Δεν λέω ότι δεν πιέζεται ο κόσμος, αλλά δεν θα πω ότι στενάζουμε κιόλας. Ο άνθρωπος πάντα θέλει κάτι παραπάνω και καλώς κάνει. Είπαμε, ζούμε καλά! Μην τρελαινόμαστε τώρα! Μην είμαστε υποκριτές».
Άλλα λένε οι αριθμοί
Μάλιστα, ζούμε καλά λοιπόν… Έλα όμως που πέραν της αμείλικτης καθημερινότητας (σούπερ μάρκετ, ενοίκια, λογαριασμοί, νοσοκομεία, σχολεία, πολιτισμός κλπ κλπ), έρχεται και η Eurostat να στραπατσάρει το συγκεκριμένο αφήγημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προ ημερών έδωσε στη δημοσιότητα, δύο ελληνικές περιφέρειες συμπεριλαμβάνονταν στην έκτη και χειρότερη κλίμακα της ΕΕ με τις περιφέρειες των κρατών μελών όπου οι κάτοικοί τους –σε ποσοστό άνω του 35%− αντιμετώπιζαν κίνδυνο για υλική στέρηση, φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό το 2023, ενώ σε πέντε περιφέρειες περίπου ένας στους τρεις πολίτες βρίσκεται σε τέτοιον κίνδυνο. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Πελοπόννησο (35,7%), στη Δυτική Ελλάδα (35,2%), στη Δυτική Μακεδονία (32,7%), στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (31,9%) και στο Βόρειο Αιγαίο (30,4%). Στην Αττική, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 22,7%.
Ζούμε καλά λοιπόν… Όταν από τα μνημόνια μέχρι σήμερα το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα έχει καταβαραθρωθεί, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση, 28,4%, σε όλη την Ευρώπη, τη στιγμή που στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 18,5%. Όταν, σύμφωνα πάλι με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για τις συνθήκες διαβίωσης στην Ευρώπη, η Ελλάδα έχει τα πρωτεία στον λεγόμενο «υποκειμενικό δείκτη φτώχειας», με δύο στους τρεις να αυτοπροσδιορίζονται ως φτωχοί και εννιά στους δέκα –ποσοστό 87%− να δηλώνουν ότι το 2023 αντιμετώπισαν δυσκολίες στο να τα βγάλουν πέρα (το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ και σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (45,4%). Ζούμε καλά, όταν σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Τσίπρα, το 44% των νοικοκυριών τα φέρνουν ίσα ίσα βόλτα, ενώ για το 40,9% −από 35,9% που ήταν το 2020− τα λεφτά τελειώνουν πριν καν τελειώσει ο µήνας, με το ποσοστό αυτό να αγγίζει το 66% στα νοικοκυριά της εργατικής τάξης (σύμφωνα με μελέτη του ερευνητή – οικονοµολόγου του ΚΕΠΕ, Γιώργου Ιωαννίδη που παρουσιάστηκε στην ίδια εκδήλωση).
Ταξικές οι επιλογές
Προφανώς, κάποιοι ζουν καλά. Μόνο που αυτοί δεν είναι οι περισσότεροι. Γιατί όταν υπολογίζεται πως μέσα στην τελευταία 5ετία έχουν µεταφερθεί από τους µισθούς στα κέρδη περίπου 20 δισ. ευρώ, είναι σαφές πως αυτή που πλήττεται εξαιτίας της τρομακτικής –με την κυριολεκτική έννοια του όρου− αναδιανομής, είναι η ίδια η εργασία άρα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Να γιατί ο όρος «νεόπτωχος» δεν συνιστά κάποιο νεολογισμό, αλλά περιγράφει και αντικατοπτρίζει πλήρως τη σημερινή κατάσταση όπου η φτώχεια έχει πάψει πια να συνδέεται αποκλειστικά με την ανεργία, αλλά χαρακτηρίζει και ανθρώπους που έχουν μεν εργασία, αδυνατούν ωστόσο να τα βγάλουν πέρα εξαιτίας των πενιχρών μισθών.
Επαίρεται η κυβέρνηση της ΝΔ ότι επί των ημερών της αμβλύνθηκαν οι αδικίες και οι ανισότητες –ας αφήσουμε ασχολίαστο το γεγονός ότι αυξήθηκε η ανισοκατανομή εισοδήματος και το 20% των πλουσιότερων έχουν αθροιστικά υπερπενταπλάσια (5,3) εισοδήματα από το 20% των φτωχότερων. Επαίρεται και κάνει επιλεκτική ερμηνεία των στοιχείων που τη βολεύουν, υποκρύπτοντας ηθελημένα πως η βελτίωση κάποιων οικονομικών δεικτών μπορεί κάλλιστα να συμβαδίζει με την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, όχι μόνο σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση, αλλά κυρίως σε σχέση με τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες της εποχής.
Επαίρεται. Και δεν μας λέει όμως, για παράδειγμα, ότι για τους ανθρώπους άνω των 65 ετών το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, αυξήθηκε επί διακυβέρνησης ΝΔ από 19,2% το 2019 στο 23,9% το 2023. Ή αποκρύπτει −με την πολύτιμη φυσικά συνδρομή των μιντιακών φίλων της− ότι τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τα παιδιά και για τις γυναίκες είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, με ποσοστά 28,1% και 27,3% αντίστοιχα. Ή πως, όπως επιβεβαιώνουν στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, επί της διακυβέρνησης της ΝΔ αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα, παροχές): από το 17,9% το 2019, σκαρφάλωσε στο 18,9% το 2023.
Όχι λοιπόν, δεν ζούμε όλοι καλά. Κι αν οι αριθμοί φαντάζουν ψυχροί, μην ξεχνάμε πως πίσω τους κρύβονται άνθρωποι. Με καθημερινές ανάγκες, που έχουν ανάγκη να νιώσουν ότι ακούγονται, να νιώσουν ότι το πρόβλημά τους δεν περιορίζεται στα στενά όρια του προσωπικού τους χώρου, αλλά ιεραρχείται ψηλά στην ατζέντα όσων παίρνουν, ή μπορούν να επηρεάσουν, τις αποφάσεις που παίρνονται για τη ζωή τους. Να αισθανθούν ότι απέναντι σε πολιτικές που τους θεωρούν ταξικούς εχθρούς, μπορεί να υπάρξει κάτι διαφορετικό. Που θα καταλαβαίνει, θα φροντίζει, θα νοιάζεται, θα δίνει λύσεις. Κάτι που αν δεν έρθει από τα αριστερά, καραδοκεί η ακροδεξιά –που είναι ήδη εδώ− να το προσφέρει.
Αννέτα Καββαδία