Το κείμενο που αποτελεί αφορμή για το σημερινό σημείωμα, δημοσιεύτηκε πριν από μερικές μέρες στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Δεν έγινε αντικείμενο θορυβωδών συζητήσεων στα τηλεοπτικά παράθυρα. Δεν κινητοποίησε τους κυνηγούς πιπεράτων ειδήσεων, που προσφέρονται τελευταία από χώρους της Αριστεράς. Άλλωστε, δεν φέρει τις υπογραφές ανθρώπων που ανήκουν στο σταρ σύστεμ, όπως ορίζεται από το επικοινωνιακό κατεστημένο, αν και η προσφορά τους στον καθημερινό αγώνα της Αριστεράς επί του πεδίου είναι μετρήσιμη και υπολογίσιμη από όσους βιώνουν τις προσπάθειές της να ανταποκριθεί στα κελεύσματα των καιρών.
Ένα πρώτο βήμα
Έχει, ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί φέρει 14 υπογραφές όχι μόνο μελών πολιτικών οργανισμών (του MέΡA 25/Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά και της Νέας Αριστεράς), αλλά και μη ενταγμένων, και, δεύτερον, γιατί επισημαίνει ότι οι συνθήκες επιβάλλουν στην Αριστερά «να αναγεννηθεί, να επιδιώξει μια νέα σύνθεση», ώστε «να ηγηθεί του αγώνα της επιβίωσης των εργαζομένων και της κοινωνικής χειραφέτησης», ξεκινώντας από τις «κοινές δράσεις εκεί όπου οι στόχοι συγκλίνουν». Και καλεί τις δυνάμεις της «να καταλάβουν την αναγκαιότητα μιας ανασυνθετικής και αναγεννητικής διαδικασίας με σκοπό τη σύσταση ενός ευρύτερου κοινού μετώπου του κόσμου της εργασίας και των δικαιωμάτων».
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δεν αποτελεί μια ακόμη έκκληση, αλλά μια πρώτη πράξη, ένα πρώτο βήμα. Και μάλιστα από τα κάτω. Παράγει ήδη αποτελέσματα. Οδηγεί σε διοργάνωση εκδηλώσεων δημόσιου διαλόγου. Αναπτερώνει ελπίδες, ενισχύει τη δύναμη του αυτονόητου, συμβάλλει στην άρση παγιωμένων αδρανειών, επιφυλάξεων και καχυποψίας. Μπορεί να προκαλέσει, βέβαια, και αμυντικές αναδιπλώσεις, αλλά αυτές είναι αναμενόμενο να υπερκεραστούν μέσα στη δοκιμασία της πράξης.
Τώρα είναι η ώρα
Αξίζει, τάχα, να δίνουμε τόση σημασία σε ένα επεισόδιο της πολιτικής ζωής; Την ώρα, μάλιστα, που τόσο σημαντικές εξελίξεις σημειώνονται στην πολιτική σκηνή και άλλες τόσες ετοιμάζονται στα παρασκήνια; Μα ακριβώς γι’ αυτό όχι μόνο αξίζει, αλλά αποτελεί επείγουσα ανάγκη.
Κοιτάξτε τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων παράλληλα με τις κοινωνικές διεργασίες που μπορούμε να εντοπίσουμε. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια, απειλείται η κυριαρχία της ΝΔ. Η εκλογική της πτώση έχει μετατραπεί σε πάγια δημοσκοπική υποχώρηση, αποτέλεσμα μιας αυξανόμενης και μόνιμα πια καταγραφόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Ένδειξη ότι το αφήγημά της δεν έχει πια την αρχική πειστικότητα ή δεν αντιμετωπίζεται με την ίδια ανοχή. Ένα άλλο πολιτικό σχέδιο, μια διαφορετική, αντιπαραθετική προς τη δική της προγραμματική πρόταση είναι πολύ πιθανό να βρει θετική ανταπόκριση μέσα στην κοινωνία.
Μερικοί μιλούν ήδη για την ύπαρξη «κοινωνικής αντιπολίτευσης», που αναζητάει στο πολιτικό επίπεδο την έκφρασή της και δεν τη βρίσκει. Ανεξάρτητα, όμως, από την εγκυρότητα μιας τέτοιας εκτίμησης, η αλήθεια είναι ότι σε μια τέτοια κατάσταση όλες οι πτέρυγες του πολιτικού φάσματος θα θελήσουν να τοποθετηθούν έτσι ώστε να πείσουν ότι η κάθε μία αποτελεί την απάντηση στο εικαζόμενο ερώτημα μιας νέας υπό σχηματισμό κοινωνικής (και πολιτικής εν καιρώ) πλειοψηφίας.
Αν υποθέσουμε[1] ότι η ΝΔ δεν μπορεί να το επιχειρήσει με πιθανότητες επιτυχίας, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ήδη πλασάρεται ως διάδοχος στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εφαλτήριο για τον τελικό στόχο: την αποκλειστική έκφραση αυτής της πλειοψηφίας. Ο τρόπος με τον οποίο το επιχειρεί, δεν προδικάζει επιτυχία. Με την Άννα Διαμαντοπούλου δεξί του χέρι μπορεί ο Νίκος Ανδρουλάκης[2] να πείσει κάποιους πέρα από ορισμένους συντηρητικούς ψηφοφόρους που απογοητεύονται από τη ΝΔ; Με αυτούς, πάντως, στο νέο χαρτοφυλάκιο δεν διεκδικεί την πλειοψηφία.
Μήπως μπορούν να το επιχειρήσουν πολιτικά σχέδια υπό επεξεργασία σε «ινστιτούτα»; Με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ή δυνάμεών του μάλλον αδύνατο στο ορατό μέλλον. Χωρίς αυτές, ακόμα πιο αδύνατον. Πολύ περισσότερο που η αδυσώπητη σύγκρουση στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μας επιφυλάσσει αρκετά επεισόδια ακόμη, και ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται δεν φαίνεται ότι θα αφήσει στο πεδίο αξιόμαχες και πειστικές δυνάμεις για ένα τέτοιο εγχείρημα. Όποια λαμπερή ηγεσία κι αν επιχειρηθεί να το στέψει.
Ο χώρος και ο χρόνος της Αριστεράς
Αλλά ακόμα κι αν δεν επαληθευτούν αυτές οι απαισιόδοξες –για την τύχη των άλλων– προβλέψεις, η Αριστερά ποιο ρόλο βλέπει μέσα σε όλα αυτά για τον εαυτό της; Πώς τοποθετείται σ’ αυτό το πεδίο μάχης; Ποιες δυνάμεις αντιπαρατάσσει και με ποιες συμπαρατάσσεται; Ποιο είναι το δικό της σχέδιο, η δικιά της προγραμματική πρόταση; Μπορεί παραμένοντας στη σημερινή της κατάσταση να επιδράσει κατά οποιοδήποτε τρόπο στις εξελίξεις και πολύ περισσότερο να διεκδικήσει ισότιμα τον καθοριστικό ρόλο;
Συχνά τον τελευταίο καιρό ακούγεται ότι χωρίς κοινωνικές διεργασίες δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό υποκείμενο αλλαγής. Σωστά. Αλλά και χωρίς πολιτικές διεργασίες (τουλάχιστον στον χώρο της Αριστεράς καθόσον μας αφορά) δεν μπορεί να υπάρξει επιτάχυνση των κοινωνικών διεργασιών. Και εδώ βρίσκεται η ευθύνη και το χρέος της Αριστεράς.
Αυτή τη στιγμή ο χώρος και ο χρόνος γι’ αυτήν υπάρχουν. Υπό τον όρο ότι θα αντιληφθεί έγκαιρα «την αναγκαιότητα μιας ανασυνθετικής και αναγεννητικής διαδικασίας με σκοπό τη σύσταση ενός ευρύτερου κοινού μετώπου του κόσμου της εργασίας και των δικαιωμάτων». Γιατί χωρίς αυτήν δεν γίνεται πράμα. Οι 14 είπαν και ελάλησαν. Δυστυχώς, την αμαρτία θα την υποστούν και οι ίδιοι, αν δεν εισακουστούν.
Σημειώσεις:
1. Υπάρχει και η χειρότερη υπόθεση, ότι μπορεί να το πετύχει με τη βοήθεια της Ακροδεξιάς.
2. Ήδη ο κ. Μητσοτάκης τον επέλεξε προχθές στη Βουλή ως εύκολο αντίπαλο.
Χαράλαμπος Γεωργούλας