Ογδόντα τέσσερα συναπτά έτη μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, η συζήτηση γύρω από το «Οχι του Μεταξά» βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο, ως παράπλευρη συνέπεια δύο εξελίξεων: της ανόδου της Ακροδεξιάς εντός κι εκτός Ν.Δ., αφ’ ενός, και του «προπολεμικού» διεθνούς κλίματος, αφ’ ετέρου. Τόσο η κυβερνητική επιλογή συστράτευσης με τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» (από τους εγκληματίες πολέμου του Ισραήλ μέχρι τους δυτικούς εκείνους κύκλους που φλερτάρουν επικίνδυνα μ’ έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Ουκρανικό), όσο και η ιδεολογική κρίση ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού επιβάλλουν στους κυβερνώντες και στα επικοινωνιακά φερέφωνά τους τη διακριτική προβολή του τότε δικτάτορα σαν πρότυπου ηγέτη σε καιρούς διεθνούς κρίσης. Με βολικά «εθνικό» πρόσημο, εννοείται, κι όχι απροκάλυπτα «πολιτικό».
Οπως κάθε ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, έτσι και τούτη εδώ «ξεχνά» βέβαια κάποια κρίσιμα δεδομένα. Το σημαντικότερο δεν αφορά την προσωπική επιλογή του ίδιου του Μεταξά ν’ απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο: όπως έχει εξηγήσει πειστικά εδώ και δεκαετίες ο οξυδερκέστερος ιστορικός του ελληνικού Μεσοπολέμου, ο «Εθνικός Κυβερνήτης» μπορεί να υπήρξε αναφανδόν γερμανόφιλος στις αρχές του εικοστού αιώνα, όμως από τη δεκαετία του 1920 και μετά αποτελούσε τον συνεπέστερο υποστηρικτή των βρετανικών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων στην Ελλάδα (Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Το “Οχι” του Μεταξά: βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι παράγοντες μιας απόφασης», στο συλλογικό «Η Ελλάδα του ’40», Αθήνα 1993, σ. 233-48). Ως άνθρωπος ζούσε βέβαια κι αυτός τις αντιφάσεις του· χαρακτηριστικές οι κατηγορίες που απηύθυνε στο προσωπικό του ημερολόγιο στους Χίτλερ και Μουσολίνι, ότι δεν ήταν ειλικρινείς φασίστες, αφού στράφηκαν -αμέσως ή εμμέσως- ενάντια στο δικό του «αντικομμουνιστικό, αντικοινοβουλευτικό, ολοκληρωτικό Κράτος» (Ι. Μεταξάς, «Ημερολόγιο», Αθήνα χ.χ., τ.Δ΄, σ. 552-4).
Η βαθύτερη ουσία της σημερινής αντιπαράθεσης βρίσκεται αλλού: στην έμμεση εξιδανίκευση του τότε δικτατορικού καθεστώτος, που αναγορεύεται εμμέσως πλην σαφώς σε ιδανικό διαχειριστή παρόμοιων κρίσεων, εμφανίζοντας τον περιορισμό των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών σαν απαραίτητη τάχα προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας τεταμένης διεθνούς συγκυρίας. Υιοθετώντας άτυπα το χρυσαυγίτικο σύνθημα «Τα “Οχι” θέλουν Μεταξάδες», οι λάτρεις του επιτελικού μας κράτους επιχειρούν έτσι ν’ αναιρέσουν όχι μόνο τις δημοκρατικές τομές της Μεταπολίτευσης, αλλά και τη μεταπολιτευτική επίγνωση (από την κυπριακή τραγωδία του 1974) πως ένα «εθνικιστικό» αυταρχικό καθεστώς αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για μια εθνική καταστροφή.
Εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι η αποσιώπηση της όχι και τόσο λαμπρής κατάληξης του μεταξικού «έπους». Το γεγονός, δηλαδή, πως οι κομβικοί μηχανισμοί αυτού του ίδιου καθεστώτος έσπευσαν, αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου, να υπηρετήσουν τους κατακτητές με τον ίδιο ακριβώς ζήλο (και την ίδια εθνοπρεπή επιχειρηματολογία) όπως έκαναν κι επί 4ης Αυγούστου. Οπως εύστοχα επισήμαινε το 1948 ένας Βρετανός παρατηρητής με άμεση γνώση των πραγμάτων, ο Μεταξάς είχε σε τελική ανάλυση «προετοιμάσει τον δρόμο για την κατοχή, προσαρμόζοντας ανάλογα την κρατική μηχανή και συνηθίζοντας τον λαό σε αυταρχική διακυβέρνηση. Οι Γερμανοί, επομένως, δεν είχαν ανάγκη να επινοήσουν ένα νέο είδος διοικήσεως για να γεμίσουν το κενό· χρειάστηκε μόνο να βρουν μερικά πρόσωπα, για τις κενές θέσεις των υπουργείων» (C.M. Woodhouse, «Το μήλο της έριδος», Αθήνα 1975, σ. 51).
Μεταξύ πατρίδας και οικογένειας
Για το κλίμα που επικρατούσε στα ηγετικά κλιμάκια του μεταξικού στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου, από τη στιγμή ιδίως που η επέμβαση της Γερμανίας ήταν πια ορατή στον ορίζοντα, διαθέτουμε μια εξαιρετικά εύγλωττη μαρτυρία: το δημοσιευμένο προσωπικό ημερολόγιο του συνταγματάρχη Νικολάου Μπαλή, κομβικής φυσιογνωμίας του τότε στρατιωτικού μηχανισμού: στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία της Ρώμης (1926-30), υπασπιστής αργότερα του βασιλιά Γεωργίου Β΄ (1938-39), ήταν αυτός που στις 20 Απριλίου 1941 στάλθηκε από τον Τσολάκογλου επικεφαλής της «επιτροπής κηρύκων» που διαπραγματεύθηκε με τους Γερμανούς τη συνθηκολόγηση (Γ. Τσολάκογλου, «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1959, σ. 138-41). Η κήρυξη του πολέμου τον βρήκε διοικητή πυροβολικού της 6ης μεραρχίας, στις Σέρρες· στο μέτωπο της Αλβανίας μεταφέρθηκε με τη μονάδα του τον Φλεβάρη του 1941, για να προαχθεί αμέσως σε διοικητή πυροβολικού του Β΄ Σώματος Στρατού.
Μία κρίσιμη λεπτομέρεια αφορά την οικογενειακή κατάστασή του: η σύζυγός του, Γκλόρια Φαντόνι, ήταν Ιταλίδα και με το ξέσπασμα του πολέμου είχε φύγει στη Ρώμη μαζί με τις δυο κόρες τους. Γεγονός με καθοριστικές επιπτώσεις στην ψυχολογία του, δίχως αυτό να επηρεάσει εμφανώς την αντιμετώπισή του από την ιεραρχία. Η προαγωγή του στο κρίσιμο πόστο του Β΄ Σ.Σ. προέκυψε μάλιστα στο πλαίσιο μιας γενικότερης ανακατάταξης της ηγεσίας του μετώπου, ενόψει της διαφαινόμενης επίθεσης της Γερμανίας· ανακατάταξης που η επίσημη ιστορία του πολέμου μας πληροφορεί διακριτικά πως αποφασίστηκε «λόγω διαφοράς αντιλήψεων επί της περαιτέρω διεξαγωγής των επιχειρήσεων» (Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, «Χειμεριναί επιχειρήσεις – Ιταλική επίθεσις Μαρτίου», Αθήναι 1966, σ. 99).
Ακόμα τούτη η άνοιξη
Η πρώτη αξιόλογη πληροφορία του ημερολογίου αφορά την καταγραφή μιας -τραγικά επίκαιρης- παράπλευρης απώλειας, καθ’ οδόν προς το μέτωπο (6/2/1941): «Στις 10.30΄ εμάθαμε τη σύγκρουση μιας αμαξοστοιχίας Πυροβολικού με μίαν άλλην εφοδιασμού, η οποία έπεσε πάνω της, στον ανήφορο Αγρας και εις την στάσιν Γαρέφι. 3 νεκροί, 3 κτήνη, 28 τραυματίες, εξ ων 2 ελαφρώς, ευτυχώς μικρά η ζημία».
Αυτό που διαπερνά το ημερολόγιο απ’ άκρου εις άκρον είναι μια βαθιά απέχθεια του συντάκτη του για τη συνεχιζόμενη σύρραξη. Κάποιες φορές, η απέχθεια αυτή διανθίζεται από ένα λανθάνοντα αντιμιλιταρισμό: «Στα βουνά εξακολουθεί το χιόνι […] και στην Αθήνα -όπου το Γενικόν Στρατηγείον- Ανοιξις με όλα τους τ’ αγαθά. Κοιμούνται… σαν μεθυσμένοι· γιατί αλλιώς θα αντιλαμβάνοντο τι μας περιμένει την Ανοιξη» (26/2). «Ηλθε ο στρατηγός Μάρκου της V Μεραρχίας, έμεινε εδώ. Παράδειγμα κλασσικόν αναισθησίας και τεμπελιάς, ενώ η Μεραρχία του πετσοκόβεται από τους βομβαρδισμούς» (7/3).
Τις περισσότερες φορές, αυτό που επικρατεί είναι όμως ένα μίγμα ηττοπαθούς ρεαλισμού κι ανομολόγητης προσδοκίας. «Τι θα κάνη η Γιουγκοσλαυΐα τώρα;», αναρωτιέται λ.χ. ο συνταγματάρχης, όταν ακούει φήμες για προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Αξονα. «Κι αυτή δεν θα αργήση… Ετσι, το ελληνικό δράμα μέχρι το Πάσχα θα έχη τελειώσει…» (28/2). Η ίδια αισιοδοξία τον διακατέχει κι ένα μήνα αργότερα: «Σήμερον εμάθαμε και της Γιουγκοσλαυΐας την μέλλουσαν στροφήν. Είναι αστείοι όσοι περιμένουν να μην υπογράψει το τριμερές! Να δούμε τότε το ελληνοϊταλικόν πόσο θα διαρκέση και πώς θα λυθή… Εως το Πάσχα φαίνεται ότι θα είμαστε στα σπίτια μας» (22/3).
Ακόμη διαυγέστερα είναι τα «συμπεράσματά» του στα τέλη Φεβρουαρίου: «Η καρδιά μου σφίγγεται πια περισσότερο. Ο στρατός μας κρατιέται, μα έως πότε; Η Αγγλία, κατά τη συνήθειά της, με λόγια μόνον βοηθάει. Θέλει οι άλλοι να χύνουν το αίμα τους. Οταν η Γερμανία θα πιέζη την Ελλάδα μας, τότε θα επιτεθή και η Ιταλία και -ο θεός να βάλη το χέρι του- η Γερμανία θα διακηρύττη ότι έσωσε την ειρήνη στα Βαλκάνια και κανείς δεν θα μπορή να το διαψεύση, διότι η Αγγλία όπου πάει ν’ ανάψη φωτιά, ρίχνει με κάθε τρόπο λάδι και στα πτώματα των άλλων γλεντάει. […] Ετσι, ο πόλεμος Ελλάδος-Ιταλίας θα λήξη προ της ελεύσεως του παρόντος θέρους. Επειτα η Γερμανία θα μείνη ήσυχη να εκκαθαρίση τους λογαριασμούς της με την Αγγλία. Ητο άραγε εξυπνάδα η αντίστασις της Ελλάδος;» (σ. 44).
Σ’ έναν τουλάχιστον βαθμό, η στάση αυτή συνδεόταν στενά με τα οικογενειακά του: «Καμμία πληροφορία για τη γυναίκα και τα παιδάκια μου. Ο Θεός να τους χαρίζει υγείαν και ευτυχίαν» (27/2). «Φάγαμε το μεσημέρι με την κ. Νικολούδη [σύζυγο του πανίσχυρου υφυπουργού Τύπου, Θεολόγου Νικολούδη]. Ζωηρά γυναίκα. Αυτή ίσως θα ημπορούσε να μου δώση πληροφορίες από την γυναίκα μου… όχι όμως» (2/3). Οταν στη διάρκεια της εαρινής επίθεσης εξετάζει «εν συζητήσει» δυο αιχμάλωτους Ιταλούς ταγματάρχες, νιώθει πάλι μια αναπόφευκτη οικειότητα: «Τους συμπονώ, έχουν οικογενείας. Σκέπτονται την Γερμανία, την Ανοιξι. Για την επίθεση, λένε, ήτο προανάκρουσμα ετέρας μεγάλης επιθέσεως. Θυμούμαι την οικογένειά μου. Θέλω κάτι να τους πω, αλλά δεν μπορώ. Ασφαλώς έχουν δίκηο για τη Γερμανία» (12/3).
Αυτές οι σκέψεις φαίνεται ωστόσο πως αντανακλούσαν πολύ ευρύτερες διαθέσεις και διεργασίες στους κόλπους της στρατιωτικής ιεραρχίας: «Οι συζητήσεις για την κατάσταση αυξάνονται», σημειώνει στις 5/3. «Τι θα κάνει η Ελλάς με την πίεση την πολιτική ή και ενδεχομένως την στρατιωτική; Συμφέρει η καταστροφή και αιχμαλωσία ή η συνετή διάσωσις ο,τίνος μπορούμε να διασώσουμε διά καταλλήλου στροφής και ανακωχής τιμίας; Ιδού το πρόβλημα. Εξανδραποδισμός ή διάσωσις του έθνους; Απόψε έφυγε ο στρατηγός για την Αθήνα».
Δυο μέρες μετά, μαθαίνουν πως ο διοικητής τους αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Μπάκο, μελλοντικό «υπουργό Στρατιωτικών» της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου. Η ανησυχία, φυσικά, κάθε άλλο παρά έχει διασκεδαστεί: «Τι τύχη μας περιμένει; Ποία απόφασις ηλικία ελήφθη; Αρχίζει, φαίνεται, η καταστροφή…».
Αισθηματικό ιντελούδιο
Στις 13 Μαρτίου ο συνταγματάρχης αρρωσταίνει και τρεις μέρες αργότερα διακομίζεται στα Γιάννενα, όπου οι γιατροί θα διαγνώσουν «γριππώδη βρογχοπνευμονία του αριστερού κάτω πνεύμονος». Μολονότι ο ίδιος αρχικά θεωρεί πως είναι «χίλιες φορές καλλίτερα ένα τραύμα από το μαρτύριο αυτό το συνεχές», η τύχη θα του επιφυλάξει μιαν ευχάριστη έκπληξη.
Οι γυναικείες παρουσίες σημειώνονται τακτικά στο ημερολόγιο: «Μία ευγενική φυσιογνωμία η δις Λεκκού. Προϊσταμένη του Ερυθρ. Σταυρού με περιποιήται και με συντροφεύει. Δεν είναι νεαρά, αλλά είναι ευγενεστάτη» (19/3). Κάποιες θυμίζουν μάλιστα τα αγαπημένα του πρόσωπα στη Ρώμη: «Επίσκεψις της κυρίας Φρατζεσκάκη. Πολύ ευγενικό εκ μέρους της να μου φέρη και λουλούδια. Πόσο με έφερε κοντά στην Γκλόριά μου…» (19/3). «Ανοιξις – πρώτη ημέρα. Ολα χαμογελούν. Κρίμα ο πόλεμος!… Η φωτογραφία της Γκλόριάς μου και των παιδιών μου· κι αυτή μου χαμογελά και με τονώνει ν’ αναμένω. Ολοι την κοιτούν και την βρίσκουν όμορφη, νέα, χαριτωμένη. Μία αδελφή είπε: “Σαν Παναγία είναι”. Πόσο σας πεθύμησα!» (21/3).
Διαφορετικά θα εξελιχθούν όμως τα πράγματα με μιαν άλλη επαφή. Μία νεαρή κοπέλα της μεταξικής Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας (ΕΟΝ), απ’ αυτές που είχαν αναλάβει να στηρίξουν το ηθικό των πολεμιστών, προθυμοποιείται στις 27 Μαρτίου να τον φέρει σ’ επαφή με τη σύζυγό του μέσω Ρουμανίας – παρακάμπτοντας, εννοείται, κάθε μηχανισμό ασφαλείας: «Δ/δα Αμαλία Παπαχρηστίδου – Βηλαρά 8, Ιωάννινα. Είχε την ευγενή καλωσύνη να δεχθεί γράμμα μου για την Γκλόρια μέσω της θείας κας Ιφιγένειας Παπαχρηστίδου, 161 Grivitsa, Bucuresti, Romania. Πόσο συμπαθητικό αυτό το κοριτσάκι της ΕΟΝ που θέλει να μ’ εξυπηρετήσει. Την ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά κι εύχομαι να έχω καλές γρήγορες ειδήσεις». Την επομένη, ο συνταγματάρχης σημειώνει ότι «Το γράμμα έφυγε. Είθε να φέρη ειδήσεις καλές και γρήγορες», και προσθέτει: «Αυτό το κοριτσάκι μου είναι τόσο συμπαθητικό».
Μέρα με τη μέρα, τα συναισθήματα του 48χρονου αξιωματικού για τη καινούργια του συντροφιά περιπλέκονται: «Εβγήκα μια μικρή βόλτα έξω. Αισθανόμουνα ζάλη, μα μου έκανε καλό. Το καλό το κοριτσάκι η Αμαλίτσα ήρθε. Ερχεται πάντα πρωί-βράδυ. Μου είναι πολύ συμπαθητικό. Πώς θέλει να μ’ εξυπηρετήσει… Πόσο θα λυπηθώ που θα χάσω τη συντροφιά του. Το αισθάνομαι, πολύ αγνά, κοντά μου… […] Το δωμάτιό μου είναι υπέροχο. Θα λυπηθώ πολύ όταν θα το αφήσω» (29/3). «Ηλθε η Αμαλίτσα με την ζακέττα της, τα καλά της. Ητο χαριτωμένη, την χαιρόμουνα σαν να ήτο κόρη μου, αδελφή μου, ερωμένη μου… Εβγήκαμε έξω και με οδήγησε έως την λίμνη. Ητο χαριτωμένη στο δρόμο. Τι χαρά μου δίδει αυτό το κορίτσι. Θαρρώ πως έχω την Γκλόρια μαζί μου, την οικογένειά μου, τα παιδάκια μου. Πώς με συντροφεύει η φωτογραφία της αγαπημένης μου Γκλόριας και των παιδιών» (30/3). «Ανέλπιστο… ανέλπιστο. Ενωρίς ενωρίς ήλθε η Αμαλίτσα και μου κρατάει την γλυκυτάτη συντροφιά. Πόσο είμαι ευχαριστημένος» (31/3). Οταν την Πρωταπριλιά παίρνει εικοσαήμερη αναρρωτική άδεια, διαβάζουμε, «η Αμαλίτσα ήλθε να με παρηγορήσει» και «μου έδωσε την φωτογραφία της». Αναχωρώντας από τα Γιάννενα (3/4), δεν παραλείπει, τέλος, να σημειώσει: «Δεν είδα την Αμαλίτσα και λυπήθηκα πολύ».
Το βάραθρο και ο γρουσούζης
Η βελτίωση της ψυχολογίας του δεν τροποποίησε πάντως καθόλου την άποψή του για τις εξελίξεις. «Τι θα κάνωμε τώρα; Ποιο είναι το συμφέρον μας; Καταστροφή ή ταχεία διαπραγμάτευση με την Γερμανία;» αναρωτιέται -μάλλον ρητορικά- μετά τη βραχύβια προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στον Αξονα. «Το δεύτερο είναι το συνετώτερο. Το έθνος πρέπει να ζήση. Οι Αγγλοι ας τραβήξουν τον άνομο δρόμο τους. Η Ελλάς πρέπει να ζήση με τα παιδιά της… και την δόξα της» (25/3). «Οσο συλλογίζεται κανείς την κατάσταση, τόσο βλέπει καθαρώτερα την τρομερή θέση εις την οποίαν ευρίσκεται η Ελλάς», συμπληρώνει την επομένη. «Οι άτιμοι οι Αγγλοι εις τι βάραθρο μας έσπρωξαν, για να ικανοποιήσουν τους σκοπούς των. Ο Θεός να δώση να καταστραφούν το ταχύτερον». Ελπίδες αλληλένδετες, πάντα, με το προσωπικό στοιχείο: «Ζω με την συντροφιά της φωτογραφίας της Γκλόριάς μου και των παιδιών μου. Μου χαμογελούν και μου δίδουν δυνάμεις ν’ αναμένω την συνένωσή μας».
Η ανατροπή της γερμανόφιλης κυβέρνησης του Βελιγραδίου από τον στρατό του προκαλεί μια κάποια χαιρεκακία: «Η Γερμανία θα αφήσει άραγε να χαθή η ευκαιρία; Αντίο Γιουγκοσλαυΐα, έως εδώ ήταν η ζωή της» (27/3). Παρόμοιες εκτιμήσεις, απαισιόδοξες τούτη τη φορά, διαποτίζουν και τον απολογισμό του για τον Μάρτιο: «Πόσο ηπατήθη η Ελλάς!… Η κακή της μοίρα την έσπρωξε. Γρουσούζης, ατυχής αυτός ο βασιλεύς με τον αγγλικό φανατισμό του» (σ. 80).
Φτάνοντας στην πρωτεύουσα, δεν κρύβει την απέχθειά του για το κλίμα που επικρατεί εκεί: «Η Αθήνα είναι μία αηδία, το Γενικό Επιτελείο, οι άνθρωποί της… μόνο ο καιρός είναι θαύμα» (5/4). Εξίσου τον σοκάρει και η υποδοχή της γερμανικής επίθεσης από μια μερίδα, τουλάχιστον, του κοινού: «Βλέπω διαδηλώσεις κατά της Γερμανίας οργανωμένες από παιδιά! Φρίκη!» (6/4). «Οι Αθηναίοι γλεντούν και είναι ευτυχείς και στο Γενικό Επιτελείο οι περίφημοι στρατηγοί μας… Πήγα στου [διευθυντή του 3ου Γραφείου του Στρατηγείου] Κιτριλάκη και του τα έψαλλα, παρουσία του Λέντζου. Ο Κορόζης με παρακολουθούσε… είναι φρίκη η ηλιθιότης… σε πιάνει αηδία…» (9/4). «Είδα τον Παπάγο στον διάδρομο… τον γελοίο! Μόλις συγκρατιέται στα πόδια του από τις τύψεις της συνειδήσεως των σφαλμάτων και της ηλιθιότητάς του. Σου ’ρχεται να επαναστατήσης από την απάθειά τους. Ολα τα περιμέναμε από τον Μανιαδάκη και τον Βασιλιά. Δεν σκέπτονται τον Ελληνικό Στρατό. Πάει η Μακεδονία, πάει η Θεσ/νίκη» (8/4). «Πρέπει λοιπόν να καταστραφή η Ελλάς διότι το θέλει η Αγγλία; Θα φύγω, θα γυρίσω πίσω στη θέση μου… Αηδία… Κτήνη είναι όλοι τους εδώ… Προδόται… πληρωμένοι…» (7/4).
Την καταγγελία της συνέχισης του πολέμου θα επισφραγίσει η οικειοθελής αναχώρηση του αδειούχου συνταγματάρχη για… το μέτωπο. Στις 12/4 φτάνει στα Γιάννενα κι εγκαθίσταται «εις 3ον παράρτημα ΕΟΝ», όπου «ήλθε η Αμαλίτσα»: «Πόσο εχάρηκα. Πόσο χαριτωμένη. Της έδωσα τα δώρα. Πιστεύω να την ευχαρίστησα» (σ.96). Θα περάσουν μαζί και «σχεδόν όλο το πρωί» της επομένης, προτού φύγει για την έδρα του: «Είναι μέσα στην ψυχή μου. Θα αναλάβη αδελφή» (σ. 97).
Ουαί τοις ηττημένοις
Το τελευταίο -και πιο ενδιαφέρον- μέρος του ημερολογίου περιγράφει την αποσύνθεση του ελληνικού στρατού κάτω από τα σαρωτικά πλήγματα της γερμανικής αεροπορίας (και μπροστά στον φόβο περικύκλωσης κι αιχμαλωσίας), την αυτονόμηση της στρατιωτικής ηγεσίας του μετώπου και τη συνθηκολόγηση. Εξέλιξη στην οποία ο συνταγματάρχης Μπαλής διαδραμάτισε άμεσο ρόλο.
Η εικόνα της κατάρρευσης που αναδύεται από τις ημερολογιακές εγγραφές του δεν απέχει πολύ από εκείνη που συναντάμε στα ημερολόγια διαφόρων απλών φαντάρων:
14/4: «Διαρροή τμημάτων 14ου Σ.Π. της Μεραρχίας Κρητών. Κι άλλαι διαρροαί… αυτόμολοι… αξιωματικοί αυτόμολοι. Κατάπτωσις ηθικού. […] V μεραρχία Κρητών διαρρέει αισχρώς. Δεν υπάρχει πλέον μεραρχία. Η IV αναφέρει αναλόγως…».
15/4: «Ο στρατιώτης θέλει να εννοήση τι γίνεται, θέλει το τέλος του πολέμου. Διαρροή απ’ όλας τας Μεραρχίας. Η ΧV ετουφέκισε δύο· ένα τάγμα του 33 Σ.Π. εστασίασε και πάει να παραδοθή στους Γερμανούς. Παντού κατάπτωσις. Τα ανώτερα κλιμάκια εξακολουθούν με την αυτήν ηλιθιότητα να επιμένουν εις αντίστασιν. Επίκειται καταστροφή, καταστροφή».
16/4: «Διαρροή… η IV ανίκανος· η ΧV με υπολείμματα· η VΙ προ διαλύσεως· η V τελείως διαλελυμένη».
Την αποσύνθεση ακολουθεί -κι επιτείνει- η απόφαση της στρατιωτικής ηγεσίας για συνθηκολόγηση:
17/4: «Ολοι οι μέραρχοι σύμφωνοι να επέμβη ο στρατός εδώ, αν δεν θέλουν εκ του κέντρου να ληφθή μία απόφασις».
18/4: «Οι συνεννοήσεις εξακολουθούν. Ο στρατηγός εξορκίζει τον υπουργό των Στρατιωτικών να ληφθή ταχέως μία απόφασις. Υπόσχονται εντός βραχέως χρονικού διαστήματος, αλλά φαίνεται ότι παρελκύουν τα πράγματα».
19/4: «Ετάχθη από χθες εις Υ[πουργό] Στρ/κών υπό Μπάκου και Δεμέστιχα 12ωρος προθεσμία αποφάσεως. Επαφή με… Την νύκτα εις τας 2 φεύγω ως αντιπρόσωπος του Β΄ Σ.Σ. με τον Σεβασμιώτατον Ιωαννίνων Σπυρίδωνα δια Τσολάκογλου, ίνα αναλάβη αρχηγίαν. Κληθείς ο Δεμέστιχας, δεν ήλθε».
Το απόγευμα της 20ής Απριλίου, ο Τσολάκογλου υπογράφει στο Βοτονάσι «το έντιμον διά την Ελλάδα πρωτόκολλον» που συνέταξε ο Μπαλής με τον διοικητή της θωρακισμένης μεραρχίας «Αδόλφος Χίτλερ», στρατηγό Ντίτριχ. Οταν την επομένη οι Ιταλοί ξανανοίγουν πυρ, ο Μπαλής σπεύδει να το αποδώσει στην πολιτική ηγεσία των Αθηνών: «Ο ηλίθιος ο βασιλεύς την νύκτα έβγαλε διάγγελμα ότι με νέον στρατόν θ’ αμυνθεί μέχρις εσχάτων. Κατόπιν τούτου νέα τροπή της καταστάσεως. […] Η ψυχή μου θρηνεί την κατάρρευσιν του εντίμου εκείνου οικοδομήματος που έστησα χθες στο Βοτονάσι».
Τις επόμενες μέρες, κι ενώ ο Τσολάκογλου υπογράφει στη Θεσσαλονίκη το τρίτο κατά σειρά (και χειρότερο) πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, ο συντάκτης του ημερολογίου διαπιστώνει την αξία του ρητού «ουαί τοις ηττημένοις»: «Αρχίζουν τα κρούσματα λεηλασίας υπό των Γερμανών. Ποτέ δεν το περιμέναμε αυτό» (23/4)· «Κρούσματα διαρκώς ληστείας αξ/κών μας και στρατιωτών μας υπό των Γερμανών. Διαμαρτυρίαι μας μένουν χωρίς ικανοποίηση. Ποτέ δεν εφανταζόμεθα τέτοια συμπεριφορά» (25/4)· «Οι Γερμανοί αθετούν διαρκώς τους λόγους των και συμπεριφέρονται ατίμως. Χίλιες φορές καλλίτερα αιχμάλωτοι εις τους Ιταλούς. Αυτοί τουλάχιστον είναι άνθρωποι. Ολοι το ομολογούν τώρα, αλλά είναι αργά» (24/4).
«Ο Τσολάκογλου -κατόπιν υποδείξεώς μας- προσπαθεί να σχηματίση κυβέρνησιν», γράφει στις 25/4, η τελική σύνθεσή της όμως τον εξαγριώνει: «Τσολάκογλου Πρωθυπουργός, Δεμέστιχας αντιπρόεδρος κ.λπ. Κι οι προδόται, ανίκανοι κι άτιμοι, μετέχουν της Κυβερνήσεως» (28/4). Σαφώς πιο αρνητικά αισθήματα τρέφει, πάντως, για την εξόριστη κυβέρνηση: «Ολοι αυτοί ευρήκαν εύκολον πράξιν να φύγουν, να εγκαταλείψουν τον Λαόν τον Ελληνικόν και να ακολουθήσουν ως δούλοι τους Κυρίους των, διά να σώσουν το τομάρι τους, διά να φάνε. Εις την Κρήτην! Πόσον ηλίθιοι είναι! Δεν αντιλαμβάνονται ότι γρήγορα θα έλθη και η σειρά της Κρήτης; Και της Αιγύπτου και όλων των αγγλικών καταφυγίων, που με τον καιρόν του το καθένα;» (30/4). Απογοήτευση του προκαλούν και οι συνάδελφοί του που παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής: «Εξευτελισμός του Ελληνος Αξιωματικού και ιδίως του Στρατηγού. […] Σκοτωμός για τα τρόφιμα, για να τα πάνε σπίτι τους…» (3/5).
Τέλος καλό…
Για τον συνταγματάρχη Μπαλή, οι προτεραιότητες είχαν ως εκ τούτου ξανά αντιστραφεί: «Πώς θα επικοινωνήσω με την Γκλόρια;» (23/4). «Ευτυχώς επήγα εις τα Γιάννενα με τον Δ/τη της ΧΙ Μεραρ[χίας] Τ/ρχην Ιππ. Δημάρατον. Εκεί βρήκα τον Ιταλόν Αντ/ρχη Scarpi του Επιτελείου της 11ης Στρατιάς εις ον έδωσα γράμμα για την Γκλόρια και το εδέχθη ευχαρίστως και με πολλή ευγένεια. Θα το πάει η γυναίκα του, που μένει στην Ρώμη. Του είμαι ευγνώμων – θα το θυμούμαι» (24/4). «Αύριο θα ξεκινήσω διά την Αθήνα μας, το σπίτι, την μητέρα μου και έπειτα στην Ρώμη για την Γκλόρια και τα παιδιά» (9/5).
Επιστρέφοντας στην Αθήνα περνά από το υπουργείο Στρατιωτικών: «Φρίκη οι διάφοροι διά τας θέσεις… Ασέλγεια εις το πτώμα της Ελλάδος…. Καθένας κοιτάει πώς θα πρωταρπάξει θέση, λεφτά» (12/5). Ο διορισμός του ως προέδρου «εις την Επιτροπήν του Συμφώνου μετά των Ιταλών» τον γεμίζει ωστόσο χαρά: «Ετσι θα κατορθώσω να επικοινωνήσω με την Γκλόρια και τα παιδιά μου». Διαπιστώνει, άλλωστε, πως «η Αθήνα [είναι] ήσυχη. Φύγανε οι άτιμοι οι Αγγλοι, ήλθαν Γερμανοί πλήθος» (11/5).
Την 1η Ιουνίου παραλαμβάνει στο Αγρίνιο, από τον Ιταλό συνάδελφό του, «το πρώτο γράμμα από την αγαπημένη μου Γκλόρια και τα παιδάκια μου». Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ενημερώνει το υπουργικό συμβούλιο κι ύστερα περνά από την Ιταλική πρεσβεία (4/6). Ακολουθεί σιωπή. Το ημερολόγιο κλείνει στις 23 Ιουλίου, με την οικογενειακή επανένωση: «Ηλθαν σήμερα – τι ευτυχία! Τι χαρά!». Για τον διοικητή πυροβολικού ενός ολόκληρου σώματος στρατού στην Αλβανία ο πόλεμος είχε πλέον όντως τελειώσει.
Τάσος Κωστόπουλος