Macro

Κώστας Καλλωνιάτης: Αντικατοπτρισμός η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου

Η ανάγκη για μια αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας προκύπτει από το γεγονός ότι παραδοσιακοί τομείς όπως ο τουρισμός, το εμπόριο και οι κατασκευές αποτελούν πηγές εξάρτησης και αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς και δεν επιτρέπουν υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Αντίθετα, ο δευτερογενής τομέας και οι δραστηριότητες που βασίζονται σε υψηλή τεχνολογία με παραγωγή καινοτομίας γενικά εκλαμβάνονται ως επιθυμητά χαρακτηριστικά που όμως απουσιάζουν από την δυνητική παραγωγική δομή της χώρας.
 
Από την σκοπιά αυτή, οι πρόσφατες κυβερνητικές εξαγγελίες για πάνω από 3 δισ. ενισχύσεις σε βιομηχανία και μεγάλες επενδύσεις (βλ. υποδομές, logistics, βιομηχανικά πάρκα, αγροδιατροφή, προηγμένες τεχνολογίες, έρευνα, καινοτομία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις) που προορίζονται να αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας στην κατεύθυνση της ψηφιοποίησης και πράσινης μετάβασης, είναι λογικό σε πρώτη ματιά να προκαλούν ένα αίσθημα αισιοδοξίας. Πολύ περισσότερο που, όπως διατείνονται, με τη μόχλευση μπορεί να κινητοποιηθούν άλλα 5 δισ. περίπου. Στο κάτω κάτω, το 2023 υπήρξε για τον Economist «έτος της Ελλάδας», η οποία ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα σημειώνοντας μάλιστα το υψηλότερο επίπεδο παραγωγικών επενδύσεων (34 δισ.) των τελευταίων 13 ετών χάρη στη συνδρομή βεβαίως του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) και του ΕΣΠΑ.
 
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι αν τα λαμβανόμενα κυβερνητικά μέτρα επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος. Η απάντηση είναι αρνητική, γιατί τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη δεν τεκμαίρεται παρόμοιος δραστικός μετασχηματισμός.
 
 
Επενδυτικό έλλειμμα
 
 
Στο ποσοτικό πεδίο πρέπει να θυμίσουμε πως τα τρέχοντα επίπεδα επενδύσεων παγίου κεφαλαίου παραμένουν το 2023 κατά 9% και 42% χαμηλότερα από τα αντίστοιχα επίπεδα του 2011 και 2007. Ως ποσοστό, δε, στο ΑΕΠ οι παραγωγικές επενδύσεις ακολουθούν μία βραδεία πορεία ανόδου τα τελευταία χρόνια, φθάνοντας το 15% το 2023 όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανέρχεται σε 22%.
 
Μάλιστα, η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα θεωρεί ότι για την απολύτως αναγκαία βελτίωση αυτής απαιτούνται 800 δισ. ευρώ ετήσιων επενδύσεων για μία δεκαετία που θα αυξήσουν το ποσοστό παραγωγικών επενδύσεων/ΑΕΠ στο 27%, επίπεδο που η ΕΕ έχει να δει εδώ και 50 χρόνια. Δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία αναλογεί στο 1,5% μόλις του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, το ποσό επενδύσεων από τα 800 δισ. που αντιστοιχεί στη χώρα μας ανέρχεται σε 12,3 δισ. ετησίως και στην πραγματικότητα είναι ακόμη μεγαλύτερο λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση που μας χωρίζει από την ήδη μη ανταγωνιστική ευρωπαϊκή οικονομία.
 
Στο πλαίσιο αυτό του πραγματικού επενδυτικού ελλείμματος της χώρας αποτελεί κακό προμήνυμα η κάμψη των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα το 2023 κατά 40,5% (από 8 δισ. το 2022 σε 4,8 δισ. το 2023), εξέλιξη η οποία συνεχίστηκε το οχτάμηνο Ιαν.-Αυγ. 2024 με περαιτέρω ετήσια κάμψη κατά 18%. Πόσο λοιπόν ικανοποιητικά μπορεί να θεωρούνται τα 3 συν 5 δυνητικά δισ. για την ψηφιακή, πράσινη και εν τέλει ανταγωνιστική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας; Και τι θα συμβεί όταν στερέψει το ΤΑΑ το 2026 και οι ξένες άμεσες επενδύσεις μας έχουν γυρίσει την πλάτη;
 
 
Μοντέλο χωρίς παραγωγή
 
 
Όσον αφορά τώρα το ποιοτικό επίπεδο των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Πρώτα απ’ όλα, η μέχρι τώρα πορεία των κυβερνητικών πεπραγμένων δεν συνηγορεί υπέρ κάποιας αλλαγής των παραγωγικών δομών. Ενώ από το 2007 ως το 2019 το ποσοστό των επενδύσεων σε κατοικίες και λοιπές κατασκευές μειώθηκε από 64% του συνόλου των παγίων επενδύσεων σε 33%, το 2023 αυξήθηκε πάλι σε 38% υποδηλώνοντας πως η κυβερνητική πολιτική προωθεί πάλι τις επενδύσεις σε παραδοσιακούς κι όχι νεωτερικούς τεχνολογικά κλάδους υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Ακόμη και οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην πλειονότητά τους κατευθύνονται σε παραδοσιακούς μη παραγωγικούς και καινοτομικούς κλάδους: το 2023 οι κλάδοι κατασκευών, διαχείρισης ακινήτων και ιδιωτικών αγοραπωλησιών ακινήτων συγκέντρωναν το 52% των συνολικών ξένων επενδυτικών εισροών, έναντι μόλις 14% της μεταποίησης και 3% του πρωτογενούς τομέα (ορυχεία/λατομεία, γεωργία/αλιεία).
 
 
Ούτε «νέο» ούτε αποτελεσματικό
 
 
Το “νέο” παραγωγικό μοντέλο δεν είναι στην πραγματικότητα νέο ή αποτελεσματικό για τους εξής κυρίως λόγους:
 
(α) Στηρίζεται στα παραδοσιακά εργαλεία των επιδοτήσεων, των φοροαπαλλαγών και των χρηματοδοτήσεων υπό όρους, που είχαν ήδη επιστρατευτεί και υπηρετήσει το υπάρχον μοντέλο για τη μείωση της γραφειοκρατίας, την ενίσχυση των υποδομών και τη στήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων όπως διαφαίνεται στις κυβερνητικές εξαγγελίες από τα προγράμματα που ήδη τρέχουν.
 
(β) Τα περισσότερα μέτρα του είναι οριζόντια και προϋποθέτουν την ιδιωτική πρωτοβουλία για να ενεργοποιηθούν, χωρίς να συνοδεύονται από μία ενεργητική βιομηχανική πολιτική με προτεραιοποίηση κλάδων στρατηγικής σημασίας και με παρέμβαση του δημοσίου ιδιαίτερα στο χώρο των κοινών. Θυμίζουμε πως σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι οι ριζικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό μοντέλο παραγωγής δεν μπορούν να ανατεθούν πλήρως στους μηχανισμούς της αγοράς και να χρηματοδοτηθούν εξ ολοκλήρου μέσω της κινητοποίησης του ιδιωτικού πλούτου. Απαιτείται δημόσια παρέμβαση (βλ παραγωγή δημόσιων αγαθών) και ρύθμιση τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε εθνικό που στην περίπτωση μας απουσιάζει. Μπορεί οι χρηματοδοτήσεις και οι φοροαπαλλαγές να είναι διαθέσιμες για τις επιχειρήσεις, αλλά οι προοπτικές κερδοφορίας να μην επιτρέπουν την επενδυτική αξιοποίηση τους.
 
(γ) Δεν είναι λογικό να καθορίζεται η στρατηγική σημασία μιας επένδυσης αποκλειστικά από το εάν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ. Αυτό δείχνει απουσία στρατηγικής επενδύσεων.
 
(δ) Δεν προβλέπεται στο πακέτο των μέτρων πολιτική στήριξης των εξαγωγών (πλην της μείωσης του κόστους της γραφειοκρατίας) και υποκατάστασης των εισαγωγών που έχουν επιβαρύνει συστηματικά το ισοζύγιο πληρωμών.
 
(ε) Παρομοίως δεν προβλέπεται πολιτική για την εκπαίδευση-κατάρτιση των εργαζομένων στις νέες τεχνολογικές και παραγωγικές συνθήκες που αλλάζουν ταχύτατα. Σήμερα σε πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις λείπει τεχνικό προσωπικό σε σημείο που να υπάρχουν παραγγελίες που δεν μπορούν γι’ αυτό τον λόγο να εκτελεστούν. Τα δε ΙΕΚ θεωρούνται “βιομηχανικά μουσεία” καθότι από άποψη τεχνολογικού εξοπλισμού και παραγωγικής διαδικασίας (σύλληψη, σχεδιασμός, κατασκευή προϊόντος) είναι απαρχαιωμένα.
 
(στ) Σε αντίθεση με την έκθεση Ντράγκι, η οποία προβλέπει πως η αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας έχει ως συνέπεια την ανάληψη θεμελιωδών οικονομικών και θεσμικών αλλαγών για τον επανασχεδιασμό του παραγωγικού μοντέλου και τη διασφάλιση του κοινωνικού μοντέλου, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έχει προβεί σε καμία σχετική δράση.
 
(ζ) Παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες παραμένει ζητούμενο η ανταγωνιστικότητα για τα στελέχη της βιομηχανίας που δεν φαίνεται να αισιοδοξούν δεδομένου του υψηλού κόστους της ενέργειας. Ενώ αυξάνεται η τιμή του φυσικού αερίου, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα είναι σε υψηλότερα επίπεδα (από +57% έως +145%) από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές και 773% υψηλότερη από την τιμή συστήματος Nordic. Ταυτόχρονα, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις ευρωπαϊκές εταιρίες είναι 2 έως 3 φορές υψηλότερες απ’ ότι στις ΗΠΑ και οι τιμές φυσικού αερίου 4 έως 5 φορές υψηλότερες…
 
(η) Τέλος, το κυβερνητικό πακέτο δεν δίνει προτεραιότητα στην πράσινη μετάβαση με την εξαίρεση των νέων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ η λογική “πρώτα αδειοδοτώ, μετά ελέγχω” δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για το περιβάλλον.
 
Εν κατακλείδι, το επενδυτικό άλμα του νέου παραγωγικού μοντέλου δείχνει να πέφτει στο κενό. Τα κυβερνητικά κίνητρα μπορεί να οδηγούν το άλογο της βιομηχανίας στο ποτάμι, αλλά δεν μπορούν να το υποχρεώσουν να πιει νερό (επενδύσεις).
 
Κώστας Καλλωνιάτης