Συνεντεύξεις

Άγγελος Σεριάτος: «Είναι υπό διαμόρφωση ένα ασθενές, καχεκτικό τριπολικό τοπίο»

Το κόμμα Νέα Δημοκρατία ξεκίνησε τη νέα κοινοβουλευτική περίοδο λαβωμένο, ερχόμενο αντιμέτωπο, για πρώτη φορά, με μια εσωκομματική αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση ΝΔ δεν έχει καταφέρει ακόμα να βρει τα πατήματά της ύστερα από τις ευρωεκλογές. Βρίσκεται, θα έλεγα, σε αχαρτογράφητα νερά, για κυρίαρχο κόμμα. Πώς βλέπεις να διαμορφώνεται το τοπίο για τη ΝΔ;

Πράγματι, η ΝΔ βρίσκεται σε μια φάση έντονης καθίζησης, η οποία, ωστόσο, επειδή δεν συγχρονίζεται με την άνοδο κάποιου άλλου κόμματος, της επιτρέπει να παραμένει κυρίαρχη στον κομματικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, το σημαντικό εδώ πέρα κατά τη γνώμη μου συμπέρασμα είναι πως το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν ήταν προϊόν μιας κυρίως «χαλαρής», προσωρινά τιμωρητικής διάθεσης των ψηφοφόρων, αλλά μάλλον προάγγελος ενός νέου υπό διαμόρφωση ασθενούς, καχεκτικού τριπολικού τοπίου. Οι ευρωεκλογές λοιπόν ήταν μια διαδικασία σημαντικών αποστοιχίσεων, οδηγώντας έτσι στον κατακερματισμό του συστήματος. Αναφέρομαι σε ένα σύστημα, κατά το οποίο έχουμε ένα κόμμα σχετικά ισχυρό, αλλά όχι παντοδύναμο, με τα κόμματα δεξιά και αριστερά της ΝΔ να προσπαθούν, αντίστοιχα, να κυριαρχήσουν στον δικό τους χώρο. Και τούτη είναι μια εικόνα πολύ διαφορετική από τα διπολικά συστήματα του παρελθόντος που νομίζω πως θα μας συντροφεύει για αρκετό καιρό. Είναι φανερό πως η κυβέρνηση χρειάζεται αλλαγές που θα συμβολίσουν μια εκ νέου επανεκκίνηση, με ικανοποιητική αντιμετώπιση της ακρίβειας και των θεμάτων υγείας και φυσικά χωρίς δυσάρεστες εκπλήξεις στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες θα επιτείνουν τα εσωτερικά της προβλήματα. Αν το πετύχει εκτιμώ πως θα αφήσει πίσω την τρέχουσα χειρότερη φάση της. Ο στόχος, ωστόσο, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.

Στη συζήτηση στη Βουλή έδειξε με τη στάση της ότι επιχειρεί να επιλέξει αντίπαλο, αναγνωρίζοντας ως αξιωματική αντιπολίτευση το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η στρατηγική θα της δώσει ώθηση; Θα σκεπάσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει;

Αυτό που συνέβη στη βουλή ήταν θεσμικά απρεπές και κυρίως αποτέλεσε μια ευθεία αμφισβήτηση της λειτουργίας των κομμάτων ως κυττάρων δημοκρατίας. Πέραν αυτού εκτιμώ πως η ΝΔ έχει πραγματικά μεγάλη ανάγκη να έρθει αντιμέτωπη πολιτικά με τη μη δεξιά αντιπολίτευση ώστε να αναχαιτίσει την δική της τάση αποσυσπείρωσης, κυρίως προς τον υπερσυντηρητικό και ακροδεξιό χώρο προς τον οποίο αιμορραγεί. Μια τέτοιου τύπου αντιπαράθεση μπορεί να περιορίσει και τη ζημιά που έχει προκληθεί λόγω των σημαντικών διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό του κόμματος. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι μια εύκολη άσκηση.

Τι χαρακτηριστικά δίνεις σε αυτό το ασθενές τριπολικό σύστημα, που εντοπίζεις;

Στην πραγματικότητα έχουμε τρεις μεγάλες κομματικές περιοχές που ανταγωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία στον εκάστοτε κοινωνικό-πολιτικό χώρο. Πρώτον μια περιοχή που εκτείνεται από τους εκλογείς του ΜέΡΑ25 και της ΝέΑρ έως και τις παρυφές του ΠΑΣΟΚ, συμπεριλαμβάνοντας και αυτούς του ΚΚΕ και σε μεγάλο βαθμό και του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, δεύτερον έναν χώρο που εκτείνεται και πάλι από τις παρυφές της βάσης του ΠΑΣΟΚ έως και το μεγαλύτερο τμήμα της ΝΔ και τρίτον έναν διακριτό πλέον υπερσυντηρητικό χώρο που κυριαρχείται από τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς και διεισδύσει σαφώς και σε μια περιοχή που μέχρι πρότινος είχε πετύχει να καλύψει το κυβερνών κόμμα. Η δράση των κομμάτων και το πώς θα επιλυθούν οι αντιθέσεις εντός και πέριξ αυτών των σχηματισμών θα καθορίσει και το ποια κόμματα ή ομάδες κομμάτων θα εκφράσουν αυτούς τους τρεις πόλους. Και η εξέλιξη των ανταγωνιστικών αυτών σχέσεων είναι σημαντική γιατί θα θέσει και τα αναπόφευκτα ερωτήματα των ενδεχόμενων συγκυβερνήσεων της επόμενης μέρας.

Ο παλιός δικομματισμός θα παραμείνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας; Διότι η πολιτική συζήτηση στα πάνελ τον έχει επαναφέρει, από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ δημοσκοπικά βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Κοιτάξτε, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σαφώς σε πολύ καλύτερη μοίρα από τη ΝΔ και προφανώς και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και σε αυτό συνέβαλλε καθοριστικά και ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε το κόμμα την κατά την εκτίμηση μου αναντίστοιχης έντασης αμφισβήτηση της ηγεσίας του. Η θεσμικότητα και η ευπρέπεια με την οποία εξελίχθηκε η εσωκομματική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ πρακτικά είχε ένα σημαντικό κέρδος: έστειλε ένα σαφές μήνυμα ότι σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ, το συγκεκριμένο κόμμα μπορεί με τρόπο συντεταγμένο και κατά συνέπεια σοβαρό να διαχειριστεί μια κρισιακή κατάσταση. Και αυτό, στη βάση των όσων έχουμε δει να εξελίσσονται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης το τελευταίο διάστημα δεν είναι καθόλου αμελητέο μέγεθος στα μάτια της κοινωνίας. Από εκεί και πέρα οι εξαιρετικά σημαντικές προκλήσεις για το ΠΑΣΟΚ τώρα ξεκινάνε. Πρώτον, η πρόσφατη συλλογική μνήμη έχει ταυτίσει το ΠΑΣΟΚ με τη μνημονιακή περίοδο, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια του κόμματος να συστηθεί ως κάτι «νέο», στοιχείο απαραίτητο για την ανάπτυξη δυναμικής. Δεύτερον, ο κ. Ανδρουλάκης, τουλάχιστον προσώρας, δεν προσλαμβάνεται από σημαντικό τμήμα εκλογέων ως ο δυνάμει αντίπαλος του Κ. Μητσοτάκη που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία του. Και τρίτον και κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο, είναι το γεγονός πως το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ άφησε ένα σημαντικό πολιτικό αποτύπωμα, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως αντίσταση στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ: ο μεγαλύτερος όγκος των ψηφοφόρων που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και έπειτα δυσκολεύεται να ευθυγραμμιστεί, έστω και κριτικά, με το ΠΑΣΟΚ. Τα δεδομένα τεκμηριώνουν ότι η αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ ωφελεί ως ένα βαθμό το ΠΑΣΟΚ αλλά και σε έναν παρόμοιο αν όχι μεγαλύτερο βαθμό τα κόμματα της Αριστεράς (κυρίως το ΚΚΕ και δευτερευόντως τη Νέα Αριστερά και το ΜεΡΑ25) και φυσικά την περιοχή της αποχής. Και τούτο, είτε ως στάση αναμονής, είτε ως μια στάση με αντοχή στη μακρά διάρκεια, αποτελεί άλλο ένα σημαντικό εμπόδιο για την εκλογική εκτίναξη του ΠΑΣΟΚ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατακρημνίζεται δημοσκοπικά. Φαίνεται διόλου απίθανη μια ακόμα διάσπαση, τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του φυλλοροούν, ενώ αδυνατεί να ασκήσει αντιπολίτευση και να σταθεί ως κόμμα. Πλέον αμφισβητείται η παρουσία του στη βουλή και είναι άγνωστο αν θα φτάσει σε συνέδριο που θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει την κρίση του. Το αντίθετο, μάλλον θα συμβεί. Μπορεί να ανακάμψει;

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια ατέρμονη περίοδο εσωστρέφειας, που τον καθιστά ως οργανισμό πλήρως απωθητικό σε πάλαι ποτέ εκλογικά του ακροατήρια, οδηγώντας τον σε μια εντυπωσιακή συρρίκνωση. Δεν βλέπω πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να παραμείνει κόμμα κυβερνητικής κλίσης την επόμενη περίοδο. Μοιάζει απίθανο, αν όχι αδύνατο, ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακάμψει, ακόμα και αν αλλάξει πλεύση μετά το επικείμενο συνέδριό του διότι κατά το καλύτερο για τον ίδιο σενάριο, η συνθήκη στην οποία θα βρεθεί θα είναι το ήδη καταστροφικό καλοκαίρι του 2023 (περίοδος που στο τιμόνι βρίσκονταν ακόμη ο ιστορικός του ηγέτης), μοιάζοντας μάλιστα λιγότερο ελκυστικός απ’ ότι τότε, με μικρότερη εκλογική επιρροή, με λιγότερες οργανωτικές δυνάμεις και φυσικά πολλά περισσότερα τραύματα στο σώμα του, στα οποία πιθανότατα θα προστεθεί μια ακόμα – περίπου προαναγγελθείσα – διάσπαση. Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει πως είναι δεμένος πισθάγκωνα. Και αυτό είναι μια κατάσταση πραγματικά δυσάρεστη για οποιοδήποτε δημοκρατικό κόμμα.

Τι συνέπειες θα έχει στο πολιτικό και το κομματικό σύστημα η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ;

Όπως συζητήσαμε και νωρίτερα, εκτιμώ πως η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, για μια σειρά από λόγους, δεν οδηγεί γραμμικά σε έναν νέο δικομματισμό. Ίσα-ίσα, αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα διαμόρφωσης ενός νέου κατακερματισμένου και εν δυνάμει τριπολικού συστήματος, όπου όλοι οι ορατοί κομματικοί παίκτες διατηρούν τις πιθανότητές τους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, η αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί ένα έλλειμμα ριζοσπαστικής έκφρασης, ρόλο που για επίσης μια σειρά από λόγους, που ενδεχομένως να κουβεντιάσουμε στη συνέχεια, μπορεί κάλλιστα να διαδραματίσει η Άκρα Δεξιά. Οι συνθήκες για την τελευταία είναι οι βέλτιστες.

Έχει κυριαρχήσει η ατζέντα της και ο λόγος της Άκρας Δεξιάς, ενώ βλέπουμε σε επίπεδο καθημερινότητας να δρα εντός της κοινωνίας. Ποια η εκτίμησή σου για αυτόν τον χώρο;

Η επιρροή του υπερσυντηρητικού τόξου, που κυριαρχείται από ακροδεξιές μισαλλόδοξες δυνάμεις, δεν δείχνει να υποχωρεί, γεγονός που αποτελεί ισχυρή ένδειξη, όπως τονίσαμε νωρίτερα, ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών που χαρακτηρίστηκε από την εκλογική εκτίναξη του χώρου δεν αποτέλεσε προϊόν έκφρασης προσωρινών παραπόνων, αλλά προάγγελο ενός νέου τοπίου, με παγιωμένα ισχυρή πλέον την επιρροή των κομμάτων στα δεξιά της ΝΔ. Τα κόμματα αυτού του χώρου παρουσιάζουν εκλεκτικές συγγένειες, σημαντικές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές. Άλλα κόμματα κινούνται πιο έντονα στη σφαίρα της συνωμοσιολογίας, άλλα εμφανίζονται ως περισσότερο θρησκόληπτα και άλλα θέτουν στην αιχμή της ατζέντας του το μεταναστευτικό. Ωστόσο, θα έλεγα ότι παρά το προφανές της έλλειψης μιας ηγετικής φυσιογνωμίας στον χώρο (που περισσότερο μοιάζει να το επισημαίνουμε με τη μορφή αυτοεκπληρούμενης προφητείας για να ξορκίσουμε τον φόβο) δεν θα πρέπει κατά κανένα τρόπο να αποκλείουμε τη σύγκλιση ορισμένων εξ’ αυτών διότι το παράθυρο ευκαιρίας για τη συγκρότηση ενός ορατού ενιαίου χώρου είναι το μεγαλύτερο από την μεταπολίτευση και έπειτα. Πρώτον αυτοί οι σχηματισμοί παρουσιάζουν εντυπωσιακή ανθεκτικότητα στο ελληνικό κομματικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Δεύτερον, το γεγονός ότι οι «κακοί» του χώρου, οι ανοιχτά νεοναζί «βρίσκονται στη φυλακή» συμβάλλει στην εμπέδωση μιας αντίληψης ότι οι υπόλοιπες εκφράσεις του χώρου αποτελούν επιλογές που δεν στιγματίζουν, που εκφράζουν έναν αγνό αντισυστημικό πατριωτισμό. Τρίτον οι σχετικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο που αφορούν στην άνοδο αυτών των κομμάτων, ενισχύουν την απενοχοποίηση μιας τέτοιας εκλογικής επιλογής, ενώ δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για πειραματισμό των εκλογέων σε μια τέτοια κατεύθυνση, ιδίως στην Ελλάδα που επικρατεί η αντίληψη πως δοκιμάστηκαν και απέτυχαν άλλες αριστερόστροφες ριζοσπαστικές λύσεις. Και φυσικά, συνθήκη ευνοϊκή αποτελεί και η οικονομική ανέχεια στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια σημαντική μερίδα της κοινωνίας.

Το τελευταίο είναι και ένα από τα συμπεράσματα έρευνας της Prorata. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση η οποία εκλέχτηκε με την υπόσχεση καλύτερων μισθών και καλύτερης ζωής, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τη φτώχεια και τη διεύρυνση ανισοτήτων, όσο και αν το ισχυρίζεται. Μια ακόμα διάψευση που μπορεί να οδηγήσει;

Η αντιμετώπιση της ακρίβειας αποτελεί σταθερά τα τελευταία χρόνια, τη σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Στην μεγάλη έρευνα που διενεργήσαμε για το φαινόμενο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού το βέλος της ευθύνης δεν δείχνει τα άτομα και τις επιλογές τους, αλλά το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα και τους δρώντες που το διαχειρίζονται, εν προκειμένω τη ΝΔ. Παράλληλα, σε άλλα ευρήματα παρατηρήσαμε ότι όσο πιο πολύ θεωρεί κανείς ότι δυσκολεύεται να «τα βγάλει πέρα» οικονομικά, τόσο πιο πιθανό είναι να προτίθεται σήμερα να ψηφίσει κόμματα, που εναντιώνονται (ή διακηρύττουν ότι το κάνουν) στο σύστημα, όπως η Ελληνική Λύση, το ΚΚΕ, η Πλεύση Ελευθερίας και η Φωνή Λογικής, και αντίστροφα, τόσο λιγότερο πιθανό να στηρίζει τη ΝΔ και δευτερευόντως τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Χαρακτηριστικό της παραπάνω συσχέτισης, ότι μεταξύ όσων δεν μπορούν να καλύψουν τα αναγκαία, ως πρώτη δύναμη καταγράφεται η Ελληνική Λύση με 14%, με την επιρροή της ΝΔ να περιορίζεται στο 12.5%. Το σημαντικό, ωστόσο, εδώ δεν είναι η μάλλον αναμενόμενα χαμηλή διείσδυση της ΝΔ σε όσους θεωρούν ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα αλλά η αδυναμία των βασικότερων κομμάτων του μη δεξιού χώρου, δηλ. του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να πείσουν ότι μπορούν να αποτελέσουν επιλογή για όσους είναι (ή αισθάνονται) οικονομικά πληττόμενοι. Αντίθετα, τα κόμματα του υπερσυντηρητικού τόξου φαίνεται πως αποτελούν τους κύριους υποδοχείς (μαζί με το ΚΚΕ) της σχετικής δυσαρέσκειας. Με βάση τα παραπάνω εκτιμώ ότι η προσλαμβανόμενη ατομική οικονομική κατάσταση θα αποτελεί μεταβλητή – βαρόμετρο για την περαιτέρω άνοδο ή μη της Άκρας Δεξιάς. Φαίνεται, λοιπόν, πως η διάψευση της «Πρώτης φορά Αριστερά» και της «Ελλάδας 2.0» δημιουργεί την τέλεια συνθήκη για την άνοδο της Άκρας Δεξιάς.

Η ανθεκτικότητα της ΝέΑρ και του ΜέΡΑ25 δείχνει μια δυναμική σε μια κατεύθυνση ενότητας; Πρόκειται για δύο κόμματα που προέρχονται από την ίδια μήτρα και πέτυχαν σχεδόν ίσα ποσοστά στις ευρωεκλογές.

Το ζήτημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και γι’ αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σε αυτή τη συζήτηση εκτιμώ πως (δικαίως ή αδίκως, σε αντιστοιχία ή όχι με τις προκλήσεις της περιόδου) το πιο σοβαρό εμπόδιο στις σχέσεις των δύο σχηματισμών αφορά στο τραύμα του 2015. Σε άλλη χρονική στιγμή, με άλλα ερωτήματα και στη βάση άλλων διαιρετικών γραμμών συγκροτήθηκε το ΜέΡΑ25 και στη βάση άλλων η Νέα Αριστερά. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία, παρότι πράγματι ως χώροι έχουν πολλά κοινά. Αν κανείς μελετήσει τα προσυνεδριακά κείμενα της ΝεΑρ ή αντίστοιχα από την πλευρά του ΜέΡΑ25, κείμενα όπως αυτό των 14 σημείων διαλόγου ή το πλαίσιο της «αξιοπρεπούς Αριστεράς» θα αντιληφθεί ότι υπάρχει βάση διαλόγου. Νομίζω, όμως, ότι τα προγραμματικά παρότι είναι εξαιρετικά σημαντικά δεν επαρκούν. Χρειάζεται να δομηθούν εκ νέου σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών των κομμάτων και συναφών δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς οι οποίες έχουν τραυματιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια. Και αυτό απαιτεί πραγματική επαφή σε πραγματικούς χώρους, με πραγματικούς ανθρώπους και κυρίως ειλικρίνεια.

Η Νέα Αριστερά βρίσκεται τώρα σε φάση συγκρότησης, με το ιδρυτικό της συνέδριο. Εκτιμάς ότι έχει καταφέρει σε αυτόν τον ένα χρόνο παρουσίας να αφήσει κάποιο στίγμα; Μπορεί να θεραπεύσει το έλλειμμα αξιοπιστίας;

Η Νέα Αριστερά είναι ένα κόμμα που δημιουργήθηκε στη βάση διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ της μεγάλης ήττας του 2023. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για έναν τέτοιο σχηματισμό – ακόμα και αν λέει αυτά που πιστεύει και πιστεύει όσα λέει – να προσπαθήσει να επανασυστηθεί στην κοινωνία, ιδίως χωρίς να έχει κάνει πριν απ’ όλα μια προωθητική αυτοκριτική στη βάση αξιόπιστων θεωρητικών επεξεργασιών, μεταξύ άλλων και για νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφάρμοσε. Μάλιστα μια τέτοια υπόθεση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, όταν χρησιμοποιεί κανείς σε πρώτο πλάνο, κυρίως «παλιά» υλικά, τα οποία ανεξαρτήτως των προθέσεων τους έχουν ταυτιστεί με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ έως και το 2023. Η πολιτική είναι πάντοτε σκληρή διαδικασία και ενίοτε, πράγματι, άδικη. Και φυσικά, συμπληρωματικά εδώ, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εξελιχθεί η ΝεΑΡ σε ένα κόμμα στελεχών, ζήτημα που συνδέεται και με την μεγαλύτερη της πρόκληση, που είναι η έλλειψη γείωσης της στην πραγματική ζωή με στρώματα που διακηρύττει ότι θέλει να εκπροσωπήσει και αναφέρομαι πρωτίστως στην μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας, που δεν είναι φυσικά τα μεσαία στρώματα, αλλά η εργατική τάξη (είτε αυτή αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως τέτοια, είτε όχι). Καταληκτικά, νομίζω πως για τη ΝεΑΡ αποτελεί μονόδρομο η απελευθέρωση των αντιλήψεων στο εσωτερικό της, ώστε με αυτοπεποίθηση και χωρίς από τα πάνω περιορισμούς να ανθίσει ό,τι είναι να ανθίσει. Δεν υπάρχει τίποτα απολύτως να χαθεί. Αν κάτι τέτοιο επιχειρηθεί και στηριχθεί ειλικρινώς νομίζω πως το εγχείρημα μπορεί να κομίσει κάτι πολιτικά και κοινωνικά χρήσιμο, παρουσιάζοντας ανθεκτικότητα στη μακρά περίοδο.

Ιωάννα ΔρόσουΗ ΕΠΟΧΗ