Με μια πρώτη ματιά, το μεσοπρόθεσμο προβλέπει χαμηλούς ή πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για την επόμενη τετραετία. Γιατί αυτή η καθήλωση ενώ υποτίθεται ότι η οικονομία πηγαίνει εξαιρετικά;
Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να λειτουργεί με το προ κρίσης παραγωγικό μοντέλο. Η ανάπτυξη στηρίζεται κυρίως στις κατασκευές και τον τουρισμό, ενώ πλέον έχει προστεθεί και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε την τεράστια ευκαιρία του ΤΑΑ για να ξεκινήσει μια αλλαγή μοντέλου στηρίζοντας νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις αλλά ακολούθησε έναν δρόμο που αναπαρήγαγε το ίδιο πρότυπο επενδύοντας ταυτόχρονα στη φτηνή εργασία. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι από το 2027 και μετά που ολοκληρώνεται το ΤΑΑ, οι ρυθμοί ανάπτυξης αποκλιμακώνονται καθώς δεν υπάρχουν νέοι δυναμικοί κλάδοι να τους υποστηρίξουν.
Η κυβέρνηση επίσης, μέσω του προγράμματος, προβλέπει και τα επόμενα χρόνια «υπεραπόδοση» της οικονομίας. Είναι πιστευτό το επιχείρημα ότι αυτό γίνεται και θα γίνεται χωρίς αυξήσεις φόρων;
Συμβαδίζει με την πολιτική της κυβέρνησης μέχρι τώρα. Τα τελευταία χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η κυβέρνηση δεν επέβαλε νέους φόρους ούτε αύξησε φορολογικούς συντελεστές. Η πιο μεγάλη εξαίρεση ίσως είναι η τεκμαρτή φορολόγηση των εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών.
Παρόλα αυτά τα φορολογικά έσοδα από 55 δισ. το 2022 προβλέπεται ότι θα αυξηθούν στα 68,8 δισ. το 2025, μια αύξηση 25%. Η κυβέρνηση λέει ότι η υπεραπόδοση αποδίδεται στην πορεία της οικονομίας αλλά και τη μείωση της φοροδιαφυγής. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλο μέρος μπορεί να αποδοθεί και στον πληθωρισμό που αυξάνει τις τιμές των προϊόντων, άρα και τα έσοδα από τον ΦΠΑ. Ταυτόχρονα η αύξηση των μισθών, η οποία δεν συνοδεύεται από αναπροσαρμογή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος, οδηγεί επίσης σε αύξηση των εσόδων – ενδεικτικό ότι πλέον ακόμη και όσοι λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό έχουν εισόδημα μεγαλύτερο από το αφορολόγητο.
Με δεδομένο λοιπόν ότι δεν προβλέπεται πτώση του πληθωρισμού κάτω από το 2% -άρα οι ανατιμήσεις θα συνεχίζονται- είναι εύλογο να προβλέπονται αυξήσεις των εσόδων ακόμη και με αναιμικούς πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Μπορούν πράγματι να επιτευχθούν οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς να παρθούν νέα μέτρα;
Όταν το υπουργείο Οικονομικών καταρτίζει το μεσοπρόθεσμο, παίρνει τα δεδομένα του παρόντος, λαμβάνει υπόψη τα μέτρα που θα εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια, κάνει εκτιμήσεις για την πορεία της εθνικής και της διεθνούς οικονομίας και καταλήγει σε προβλέψεις για τα δημοσιονομικά μεγέθη, συμπεριλαμβανομένων και των πρωτογενών πλεονασμάτων. Άρα υπό τους συγκεκριμένους όρους που έχουν ληφθεί υπόψη, τα νούμερα κατά πάσα πιθανότητα βγαίνουν.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι εκτιμήσεις που έχει κάνει το κυβερνητικό επιτελείο είναι ρεαλιστικοί. Σε ένα τόσο ρευστό οικονομικό περιβάλλον οι αβεβαιότητες είναι πολλές και τα εξωγενή σοκ μπορούν εύκολα να εκτροχιάσουν την οικονομία. Και εδώ η ερώτησή σας συνδέεται με το παραγωγικό μοντέλο στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα. Μια οικονομία όπως η ελληνική που εξαρτάται, για παράδειγμα, τόσο πολύ από τον τουρισμό είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς εξελίξεις και στην πορεία των ευρωπαϊκών οικονομιών. Όταν μεγάλες χώρες όπως η Γερμανία μπαίνουν σε ύφεση, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύουμε ότι το τουριστικό εισόδημα θα συνεχίσει να αποτελεί ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας; Και προφανώς εξωγενή σοκ μπορούν γρήγορα οδηγήσουν σε προβλήματα στα έσοδα που, με τη σειρά τους, θα δημιουργήσουν την αναγκαιότητα νέων μέτρων.
Λαμβάνει κάποιες συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους το πρόγραμμα και αν ναι πόσο πειστικές σου φαίνονται;
Το μεσοπρόθεσμο δεν περιλαμβάνει αναλυτική πληροφορία για επιμέρους τομείς ώστε να μπορεί κανείς να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα αυτή τη στιγμή. Όμως ενδείξεις για τους στόχους της κυβέρνησης υπάρχουν από τις μέχρι τώρα πολιτικές της. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία από παλαιότερους προϋπολογισμούς αλλά και την Eurostat για τη λειτουργική ταξινόμηση των δαπανών Γενικής Κυβέρνησης (δηλαδή ταξινόμηση με βάση το σκοπό των δαπανών –π.χ. υγεία– ανεξάρτητα από το ποιος φορέας τις κάνει). Έτσι, για παράδειγμα οι δαπάνες για την υγεία το 2024 είναι περίπου στο 5,5% του ΑΕΠ, ενώ το 2019 που ανέλαβε η ΝΔ ήταν στο 5,8%. O μέσος όρος για την Ευρώπη το 2022 ήταν στο 7,6%. Αντίστοιχα για την παιδεία το 2024 είναι περίπου στο 3,1% του ΑΕΠ, ενώ το 2019 που ανέλαβε η ΝΔ ήταν στο 4%. Ο μέσος όρος για την Ευρώπη το 2022 ήταν στο 4,7%.
Άρα βλέπουμε ότι την ώρα που όλοι μιλάνε για την αναγκαιότητα ενός ισχυρού κοινωνικού κράτους, η κυβέρνηση δίνει όλο και μικρότερο μέρος του ΑΕΠ σε κρίσιμους τομείς, ενώ απέχουμε σημαντικά από την Ευρώπη. Δύσκολα μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι συζητήσεις για αλλαγή της μεθόδου αποτύπωσης στο χρέος για τους αναβαλλόμενους τόκους από τα δάνεια του δεύτερου μνημονίου δεν θα επηρεάσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Τι ισχύει;
Το ερώτημά σας είναι αντίστοιχο με αυτό των πρωτογενών πλεονασμάτων. Τα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας η Ελλάδα έχεις αυξημένες ανάγκες αναχρηματοδότησης χρέους. Υπό μια έννοια, η περίοδος μέχρι τότε είναι η ευκαιρία -αυτό που ο Ευ. Τσακαλώτος αποκαλούσε καθαρός διάδρομος- να θωρακιστεί η οικονομία και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις, μέσω ενός διαφοροποιημένου και δυναμικού παραγωγικού μοντέλου, που θα φέρουν ισχυρή ανάπτυξη αλλά και ανθεκτικότητα απέναντι σε εξωγενή σοκ. Δυστυχώς η κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει αυτό. Ο ουσιαστικός λοιπόν κίνδυνος είναι να κλονιστεί η βιωσιμότητα του χρέους ανεξαρτήτως της μεθόδου αποτύπωσης των αναβαλλόμενων φόρων.
Μοιάζει να υπάρχει, τέλος, μια σιγουριά για την «αύξηση των εισοδημάτων» χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη μνεία στον πληθωρισμό. Δεν υπάρχει μια αντίφαση εδώ;
Υπάρχει, και μάλιστα τεράστια. Στο μεσοπρόθεσμο η κυβέρνηση φαίνεται να εκτιμά ότι ο πληθωρισμός δεν θα πέσει κάτω από το 2% τα επόμενα χρόνια. Άρα οι αυξήσεις τιμών θα συνεχίσουν να πιέζουν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε σχέση με το 2020 το γενικό επίπεδο τιμών είναι αυξημένο κατά 20%, ενώ σε κατηγορίες βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα οι αυξήσεις φτάνουν το 30%, στην ένδυση το 27% και στη στέγαση το 25%. Την ίδια περίοδο ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 19%, μια αύξηση αρκετά χαμηλότερη από τις αυξήσεις στα βασικά αγαθά όπου τα μεσαία και χαμηλά στρώματα δαπανούν σχεδόν ολόκληρο το εισόδημά τους. Και αυτό χωρίς να λάβουμε υπόψη μισθωτούς του δημοσίου τομέα και συνταξιούχους που είδαν αυξήσεις πολύ χαμηλότερες ή και μηδενικές αλλά και τις τεράστιες απώλειες εισοδημάτων ως αποτέλεσμα τις δεκαετούς κρίσης.
Άρα, η «αύξηση των εισοδημάτων» στην καλύτερη περίπτωση να αναπληρώσει την μείωση της αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού –για πολλές κοινωνικές ομάδες δεν θα κάνει ούτε αυτό– ενώ δεν γίνεται τίποτα για να αναπληρωθούν οι απώλειες της περιόδου των μνημονίων.
Νίκος Γιαννόπουλος