Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Η δύναμη και το έλλειμμα του ριζοσπαστικού λόγου

Ανατρέχοντας στο δεύτερο μισό του 20ού και στις αρχές 21ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι αντίπαλα της δεξιάς πολιτικής σχέδια μπόρεσαν να κινητοποιήσουν τη δυνάμει κοινωνική πλειονότητα, όταν υπήρξαν πολιτικές δυνάμεις με στοιχειώδη αντίληψη της πολιτικής συμμαχιών και διάθεση να υιοθετήσουν και να διατυπώσουν ως πολιτικά επίδικα τα ριζοσπαστικά αιτήματα που αναδείκνυαν οι συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες.
 
Μια πρώτη ένδειξη υπήρξε τη δεκαετία του 1950, όταν η Αριστερά αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση σε συνεργασία με δυνάμεις του προοδευτικού Κέντρου. Επίσης, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας 1960, όταν η Ένωση Κέντρου μπόρεσε να εκφράσει τη διάθεση σύγκρουσης με το σκοτεινό αντιδημοκρατικό πλέγμα βαθέος κράτους της Δεξιάς και παλατιού. Μεταπολιτευτικά το επιχείρησε και το πέτυχε και το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ το 1981, υπερακοντίζοντας την Αριστερά. Και, τέλος, ήδη από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα το αποπειράθηκε και το πέτυχε μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
 
 
Το ΠΑΣΟΚ θέλει, το θέμα είναι αν μπορεί
 
 
Δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή, από τη σκοπιά που εξετάζουμε τα πράγματα, ποιοι ήταν οι λόγοι που έφερναν άλλοτε την Αριστερά και άλλοτε δυνάμεις του Κέντρου στην κεφαλή των προσπαθειών. Αυτή τη στιγμή, το ερώτημα που θα είχε άμεσο ενδιαφέρον, είναι αν μπορεί να επιχειρηθεί μια αντιπαράθεση με τη δεξιά κυριαρχία χωρίς τις προϋποθέσεις που μόλις υπαινιχθήκαμε.
 
Το ερώτημα έχει συγκεκριμένη πρακτική αξία, καθώς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ενθαρρυμένο από τα διαλυτικά φαινόμενα στον άλλοτε χώρο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τον ενδημικό κατακερματισμό της ευρύτερης Αριστεράς και κάποια θετικά δημοσκοπικά σημάδια, αποπειράται να ηγηθεί μιας πολιτικής αντιπαράθεσης με τη Δεξιά, χωρίς να δείχνει την ελάχιστη διάθεση να ριζοσπαστικοποιήσει τον πολιτικό λόγο του. Εγχείρημα που εγείρει πολλά ερωτηματικά για την πιθανότητα επιτυχίας του. Πολύ περισσότερο που οι κοινωνικές και εκλογικές δυνάμεις που χρειάζεται να κινητοποιηθούν, δεν βρίσκονται καν εν αναμονή. Παραμένουν σε κατάσταση αποχής από την εμπλοκή στην πολιτική αντιπαράθεση και απαιτούν επιπλέον ώθηση και κίνητρο ακόμη και για να μεταβούν στην κάλπη.
 
Η ακτινογραφία που μας δόθηκε από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μέσα από τις διαδικασίες εκλογής νέας ηγεσίας, αποκάλυψε τέσσερις σχεδόν ισοδύναμες τάσεις, με διαφορές αλλά όχι ριζικές, οι οποίες φαίνεται να συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι για να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος της Δεξιάς, αρκεί να συμφωνήσουν μεταξύ τους ότι είναι αρκετοί και περισσεύουν για τον σχηματισμό μιας κοινωνικής και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποία μπορούν να εξασφαλίσουν προβάλλοντας τον εαυτό τους σαν μοναδική υπαρκτή λύση ελλείψει ανταγωνιστή, και αποφεύγοντας την υιοθέτηση οποιουδήποτε ριζοσπαστικού αιτήματος.
 
Πιο πολύ ενδιαφέρονται να μην απομακρυνθούν και τόσο από τον τρόπο διαχείρισης των πραγμάτων από τη ΝΔ, ώστε να μην κλείσουν οι πιθανές ροές συντηρητικών ψηφοφόρων προς την πλευρά τους, καθώς η ΝΔ εμφανίζει μια φθίνουσα τάση, παρά να προσελκύσουν ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα, τα οποία θεωρούν σχεδόν δεδομένα με τα διαλυτικά φαινόμενα που εξελίσσονται στα αριστερά τους.
 
 
Και για την Αριστερά μιλάει ο μύθος
 
 
Δεν κοιτάτε τα χάλια σας, θα σκεφτεί κάποιος, παρά ασχολείστε με το ΠΑΣΟΚ. Κι όμως, για εσάς μιλάει ο μύθος. Αν έτσι έχουν τα πράγματα και αν αυτά που σημειώσαμε πιο πάνω με την αναδρομή στην πρόσφατη ιστορική εμπειρία, ισχύουν, θα μπορούσαμε να διακινδυνέψουμε μια πρόβλεψη: τα χαρτιά δεν βγαίνουν έτσι που τα υπολογίζουν στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Η ΝΔ μπορεί να συνεχίσει να φθίνει, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να ευνοείται δημοσκοπικά, αλλά η σύνθεση που επιφέρει την ανατροπή δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη συμπερίληψη των απαιτήσεων και των αναγκών ενός κρίσιμου τμήματος του κοινωνικού και εκλογικού σώματος, το οποίο κοιτάζει αριστερά και περιμένει ένα σήμα. Δεν έχει σημασία τόσο ποιος θα το εκπέμψει, όσο αν θα είναι πειστικό και αντίστοιχο με τις ανάγκες του.
 
Μια τέτοια πρόβλεψη εμπεριέχει τη δυνατότητα που μένει έτσι ανοιχτή για την Αριστερά. Θα είναι εκείνη που θα εκπέμψει το σήμα; Θα μπορέσει να εκφράσει, να εκπροσωπήσει και να κινητοποιήσει τις δυνάμεις που αναζητούν διέξοδο και δεν τη βρίσκουν στα πολιτικά σχέδια και στον πολιτικό λόγο που διατίθενται ως τώρα στην πολιτική αγορά; Πάντως, χωρίς την προσθήκη αυτού του δυναμικού που για την ώρα αδρανεί, αν και διατεθειμένο να ακούσει τον λόγο που θα το κινητοποιήσει, αντίπαλη στη δεξιά πολιτική δύναμη ικανή να διαμορφώσει πλειοψηφικό κοινωνικά και πολιτικά ρεύμα, είναι αν όχι αδύνατο, εξαιρετικά απίθανο να προκύψει.
 
Με τη ρευστοποίηση του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε εξέλιξη, με ένα ΚΚΕ πλήρως ικανοποιημένο με την αργή πλην διαρκή ενίσχυση του κάστρου μέσα στο οποίο επιμένει να κλείνει τον εαυτό του, και την αδυναμία απλής συνεννόησης για τα στοιχειώδη ανάμεσα στις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς, θα μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον θράσος η υπόθεση ότι μπορεί να υπάρξει ελπίδα για ένα θαύμα.
 
Στα θαύματα έχουμε μάθει να μην πιστεύουμε. Όμως έχουμε διδαχτεί από την πείρα μας ότι το κενό δεν μπορεί να το ανεχθεί ούτε η πολιτική φύση. Μια τέτοια ελπίδα είναι θεμιτή και βάσιμη, υπό τον όρο ότι θα βρίσκονταν οι κρίσιμοι πολιτικοί καταλύτες που θα ενεργοποιούσαν το αδρανές σήμερα δυναμικό.
 
Χαράλαμπος Γεωργούλας