Η έκδοση, παρότι μικρή, πετυχαίνει μια εγκάρσια τομή στην εποχή και την ανάδυση του φασισμού. Σε αυτό συντείνουν η επιλογή των κειμένων, ο ενδελεχής σχολιασμός, η πυκνή εισαγωγή και το επίμετρο. Το μέτρο συγκαταλέγεται στα προσόντα της: τα άρθρα δεν μένουν γυμνά, ενώ ταυτόχρονα τα σχόλια και τα συνοδευτικά κείμενα δεν τα πνίγουν.
O Ιβο Αντριτς έχει ευτυχήσει εκδοτικά στην Ελλάδα. Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960, κυκλοφόρησαν όλα σχεδόν τα έργα του – τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, σε πολύ καλές μεταφράσεις, όπως λένε οι γνώστες, του Χρήστου Γκούβη από τα σερβοκροατικά, στις εκδόσεις Καστανιώτη. Θυμάμαι αξέχαστα, όταν πρωτοδιάβασα το Γεφύρι του Δρίνου, πέρα από τη δύναμη της γραφής και της περιγραφής, πόσο με είχε γοητεύσει το παιχνίδι της Ιστορίας: τέσσερις αιώνες, τέσσερις θρησκείες, τρεις εθνότητες σε ένα μοναδικό βαλκανικό μωσαϊκό – η Ιστορία είναι πανταχού παρούσα.
Ξέρουμε τον λογοτέχνη, αγνοούμε όμως τον διπλωμάτη. Το βιβλιαράκι αυτό είναι μια ευκαιρία να τον γνωρίσουμε στα χρόνια της διαμόρφωσής του. Περιλαμβάνει εννιά άρθρα για τον φασισμό, του 1921-1926, με εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια και επίμετρο του Ανδρέα Κ. Λυμπεράτου. Ο Αντριτς, τριαντάρης τότε, έχει ξεκινήσει τη διπλωματική του καριέρα, τα επόμενα χρόνια θα αναλάβει κομβικά πόστα, ενώ μεταπολεμικά θα γίνει βουλευτής.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή συναρπαστική: την «Κόκκινη Διετία» (1919-1920), με τις έντονες κοινωνικές συγκρούσεις και την πολιτική κυριαρχία των σοσιαλιστών, διαδέχονται τα έτη του φασισμού. Παρακολουθούμε, σε διαδοχικά στιγμιότυπα, τη διαδρομή του Μουσολίνι: πώς αυτοκαθαίρεται, ξορκίζοντας τα ίχνη του σοσιαλιστικού παρελθόντος, ενώ παράλληλα τα αξιοποιεί στη σχέση του με τις μάζες. Μετά, την «ασταμάτητη συσσώρευση δυνάμεων» για τον φασισμό, μέχρι την κορύφωση, το 1922, οπότε «το ματωμένο φασιστικό μαστίγιο μεταφέρθηκε από τον χώρο των κομματικών οργανώσεων στους κρατικούς θεσμούς».
Από τα πολλά ζητήματα που ανοίγονται, σημειώνω επιγραμματικά: την αντίληψη του φασισμού ως κινήματος (η «επανάσταση του φασισμού»)· τη λειτουργία του ως πολιτικής τελετουργίας· τις ψυχογραφικές παρατηρήσεις για τον ρόλο της προσωπικότητας και την ψυχολογία των μαζών, με τον φόβο και την αποστροφή του συγγραφέα γι’ αυτές να κυριαρχούν. Ο Αντριτς σκέφτεται διεισδυτικά και έχει ήδη τη φλέβα του λογοτέχνη. Γράφει το 1923 για τον Μουσολίνι:
«Στις τάξεις των εχόντων, που πλούτισαν με τον πόλεμο, αλλά χολώθηκαν και κουράστηκαν από το μεταπολεμικό χάος, προτείνει ασφαλή και ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας τους· στους πατριώτες υπόσχεται τάξη στη χώρα και φήμη στο εξωτερικό· σε εκείνους που είχαν πολεμήσει, και ιδιαίτερα στους αξιωματικούς, σεβασμό και αναγνώριση της προσφοράς τους στον πόλεμο· στους νέους που μολύνθηκαν από την ψύχωση του πολέμου υπόσχεται σπορ και περιπέτεια: ατιμώρητη πλημμυρίδα παθών και θορυβώδεις τελετουργίες, μαύρα πουκάμισα, φτηνή δόξα. Και για όλους τους υπόλοιπους στους οποίους δεν έχει τι να προσφέρει ή που δεν επιθυμούν τα δώρα του, έχει και γι’ αυτούς τον τρόπο: τους αφήνει αλύπητα στη δράση των Ομάδων Κρούσης (squadre), δηλαδή στα μαστίγια, το ρετσινόλαδο, τη φωτιά, την εξορία και τις ύβρεις κάθε είδους».
Η έκδοση, παρότι μικρή, πετυχαίνει μια εγκάρσια τομή στην εποχή και την ανάδυση του φασισμού. Σ’ αυτό συντείνουν η επιλογή των κειμένων, ο ενδελεχής σχολιασμός, η πυκνή εισαγωγή και το επίμετρο. Το μέτρο συγκαταλέγεται στα προσόντα της: τα άρθρα δεν μένουν γυμνά, ενώ ταυτόχρονα τα σχόλια και τα συνοδευτικά κείμενα δεν τα πνίγουν. Στέκομαι στο στοχαστικό επίμετρο: Ο «ιντεγκραλιστής» Γιουγκοσλάβος Αντριτς, μαχητικός αντίπαλος του Μουσολίνι τη δεκαετία του 1920, θα βρεθεί, την επόμενη δεκαετία, να διαπραγματεύεται με τον Τσιάνο σχέδια διαμελισμού της Αλβανίας μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας. Οι υπερασπιστές του λένε ότι ως διπλωμάτης καριέρας ήταν υποχρεωμένος· ο Λυμπεράτος, ορμώμενος από την Αρεντ, εισηγείται την «κοινοτοπία του διπλωματικού κακού». Μια έννοια που ακόμα και αν δεν βρίσκει εδώ την πλήρη εφαρμογή της όπως επισημαίνει ο ίδιος (ο Αντριτς, άνθρωπος με ιδιαίτερη ενσυναίσθηση, ήταν τότε ο υπ’ αρ. 2 της γιουγκοσλαβικής διπλωματίας), είναι εξαιρετικά χρήσιμη, πολιτικά και ερμηνευτικά.
Οταν γράφεις για φίλους, ο έπαινος μπορεί να θεωρηθεί παρακολούθημα της φιλίας, θα ήταν όμως άδικο γι’ αυτό να σιωπούμε. Θέλω λοιπόν, άνευ φόβου αλλά μετά πάθους, να εξάρω την πρωτοποριακή δουλειά του Αντρέα στην κριτική κατανόηση ενός πεδίου κρίσιμου και ταυτόχρονα άγνωστου για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας: της βαλκανικής Ιστορίας. Με επίκεντρο το Πάντειο, αγκαλιάζει πολλούς τομείς: ερευνητικό, διδακτικό, εκδοτικό. Οσον αφορά τον τελευταίο, πέρα από μεταφράσεις και επιμέλειες, σημειώνω τη σειρά Altera Balkanica στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και το αδελφάκι της, την Altera Balkanica/Μικρά, με κείμενα-πηγές· το παρόν τομίδιο είναι το πρώτο της. Και αξίζει να διαβαστεί μαζί με το τελευταίο τεύχος του περιοδικού Τα Ιστορικά (εκδ. Μέλισσα), όπου ο Λυμπεράτος επιμελήθηκε το αφιέρωμα για την επιρροή του ιταλικού φασισμού στα Βαλκάνια. Η κριτική γνώση των Βαλκανίων είναι απαραίτητος όρος για να κατανοήσουμε ουσιαστικά τη δική μας ιστορία και διαδρομή.
Στρατής Μπουρνάζος