«Ένα φάντασμα πλανάται στα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: Το φάντασμα της ΠΑΣΟΚοποίησης».
Η διαπίστωση δεν ανήκει σε Έλληνες οπαδούς του πάλαι ποτέ ισχυρού ΠΑΣΟΚ, που θλίβονται για την κατάπτωση -την κατάρρευση του κόμματός τους. Αποτελεί το επίκεντρο κοινού άρθρου τριών Γάλλων δημοσιογράφων, ανταποκριτών της έγκυρης εφημερίδας «Le Monde» σε τρεις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Λονδίνο, Ρώμη, Βρυξέλλες). Το άρθρο δημοσιεύθηκε πριν από τις ολλανδικές εκλογές.
«Τα καλά νέα των ολλανδικών εκλογών είναι ότι το σοσιαλδημοκρατικό παιχνίδι επιτέλους τελείωσε», σημειώνει εξάλλου στην επιθεώρηση «Transform Europe» ο David Hollanders. Εξηγεί τον συλλογισμό του με δημοσιογραφικούς όρους: «Το πρώτο θέμα (της ημέρας) είναι το ότι το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς δεν έγινε το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας και ήρθε ύστερα από το VVD, το κόμμα του πρωθυπουργού Ρούτε. Το πιο σημαντικό θέμα όμως είναι η ΠΑΣΟΚοποίηση του ολλανδικού Εργατικού Κόμματος (PvdA)», που έχασε 29 βουλευτές και έμεινε μόνο με 9. Δεν άντεξε το βάρος της συμμετοχής του στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Ανάλογα σχόλια ακούγονται παντού. «Η σοσιαλδημοκρατία έχει διαιρεθεί, αδελφοκτόνος πόλεμος διεξάγεται στις γραμμές της», γράφουν οι τρεις ανταποκριτές της «Le Monde». Έκδηλη είναι η διαίρεση στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά και στην Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Κάτω Χώρες. «Μια νέα μορφή αμφισβήτησης του συστήματος έχει παρουσιασθεί», υποστηρίζει ο Ισπανός πολιτειολόγος Fabien Escalona, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Grenoble: «Η αμφισβήτηση από τη θέση της διακυβέρνησης. Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει την άνοδο της εναλλακτικής, νέας Αριστεράς, ιδίως στις χώρες που έχουν υποστεί τα μεγαλύτερα πλήγματα. Κινήματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το
Podemos στην Ισπανία όχι μόνο καλούν σε αγώνα εναντίον της λιτότητας, αλλά προβάλλουν και πολιτικές δημοκρατικές διεκδικήσεις για την αποκατάσταση της χαμένης, εξαιτίας της κρίσης, αξιοπρέπειας των πολιτών».
Γιατί αυτά είναι αλληλένδετα. Η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού που συνεχίζεται με αποτελεσματικότητα τριάντα χρόνια τώρα, δεν είναι μόνο ένα τεράστιο εγχείρημα αναδιανομής του πλούτου, με την αφαίρεση των κοινωνικών κατακτήσεων και την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων. Αναδιανομή που χρειάζεται το κεφάλαιο για την αναπλήρωση των απωλειών από τη μείωση της κερδοφορίας του. Δεν επιδιώκεται για τον σκοπό αυτό ο περιορισμός απλώς του κόστους της εργασίας, αλλά η βαθύτερη μεταβολή της εργατικής δύναμης: Να μάθουν οι εργαζόμενοι να ζουν με λιγότερα και να ψαλιδίζουν τα όνειρά τους για ένα καλύτερο μέλλον -προτιμότερο είναι για το κεφάλαιο, να μην κάνουν καθόλου όνειρα, να σέρνονται σε μια χαμοζωή, μονοδιάστατη, στεγνή, και άχαρη χωρίς πληρότητα και αξιοπρέπεια. Η μάχη εναντίον της λιτότητας, μάχη και για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της εργασίας, είναι συνεχής και ανυποχώρητη είτε συνδέεται με εκλογές είτε όχι.
Η εκλογική ατμόσφαιρα που επικρατεί σ’ όλη την Ευρώπη προέρχεται από τη σύμπτωση ότι στήθηκαν ή θα στηθούν κάλπες μέσα στη ίδια χρονιά σε σειρά χωρών της ηπείρου. Όσο και αν διαφέρουν τα επίδικα σε κάθε μια, το κοινό νήμα της οικονομικής κρίσης διατρέχει όλες τις χώρες, ενώ οι κραδασμοί που προκαλούν σε μόνιμη πια βάση τα εσωτερικά, δομικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνονται αισθητοί παντού.
Στην Ελλάδα πάντως δεν υπάρχει εκλογικό κλίμα, παρά τις εμμονικές κραυγές της ηγεσίας της μείζονος αντιπολίτευσης, που υστερικά απαιτεί την άμεση κήρυξη πρόωρων εκλογών. Ίσως η ταύτιση των εκλογών με τους τακτικισμούς της Ν.Δ. να αποτελεί έναν από τους λόγους της εξαίρεσης. Παρά τις διαφορές, υπάρχουν γενικά, κοινά θέματα στην πολιτική ατζέντα, εκλογική ή όχι, από την μία άκρη της Ευρώπης ως την άλλη. Ανάμεσά τους προέχουσα θέση έχει η μάχη κατά των κομμάτων της Ακροδεξιάς και του φανερού ή κρυφού νεοναζισμού, που η δύναμη και η επιρροή του έχει ενισχυθεί σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Κορυφαίο ζήτημα στην εκλογική ατζέντα αποτελεί «ατύπως», θα ‘λεγε κανείς, το ζήτημα της προβληματικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης γεννήθηκε μετά τον τερματισμό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έγινε αντιληπτή η αλληλεξάρτηση των χωρών της γηραιάς ηπείρου.
Η Ανανεωτική Αριστερά είδε στην προσέγγιση των ευρωπαϊκών χωρών τη δυνατότητα της δημιουργίας μιας πολιτικής οντότητας που θα παρεμβάλλονταν ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις συμβάλλοντας έτσι στην υπέρβαση του διπολισμού και στην εδραίωση της ειρήνης. Διαφορετικοί λόγοι ώθησαν την elite του καπιταλιστικού κόσμου στην προώθηση και συγκρότηση της ΕΟΚ στην αρχή και της Ε.Ε. κατόπιν: Ο ανταγωνισμός με το αμερικάνιο κεφάλαιο ήταν ο κυριότερος και οι προδιαγραφές του εγχειρήματος υπηρετούσαν αυτόν τον σκοπό.
Το «κοινό νόμισμα» θα αντιμαχόταν το δολάριο, και θα το έφερνε σε δεύτερη μοίρα. Η σύλληψη του ευρώ βρισκόταν στην καρδιά του εγχειρήματος. Αλλά ανταγωνισμός υπήρχε και ανάμεσα στις πολυεθνικές που είχαν τη βάση τους στην Ευρώπη, για την κατάκτηση της μεγάλης αγοράς, που αναδύονταν στην πορεία της ανοικοδόμησής της με την αμερικάνικη συνδρομή -ένα ιστορικό παράδοξο θα ‘λεγε κανείς- μέσα στη διαδικασία της επούλωσης των πληγών του πολέμου και της οικονομικής ανόρθωσης. Η αρχή της ετερογονίας των σκοπών σε πλήρη ανάπτυξη: Στην αρχή την ανοικοδόμηση της Ευρώπης ευνοούσαν οι ΗΠΑ αποβλέποντας σ’ ένα «οικονομικό παραπέτασμα» ανάμεσα σ’ αυτήν και το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» με την ηγεμονική του δύναμη, την ΕΣΣΔ. Τον ανταγωνισμό των Αμερικανών με τους Σοβιετικούς στο ευρωπαϊκό έδαφος ακολούθησε, με την ανόρθωση και την καπιταλιστική ανάπτυξη της γηραιάς ηπείρου η εκκόλαψη του ανταγωνισμού ανάμεσα στο ευρωπαϊκό και το αμερικάνικο κεφάλαιο. Βασικός πυλώνας του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού στις χώρες της Ευρώπης υπήρξε το δυτικογερμανικό κεφάλαιο: Τα «δολερά, φτιαχτά μονοπάτια της Ιστορίας», κατά την ποιητική διατύπωση του T.S. Elliot.
Το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξελίχθηκε σε στρατηγική νίκη των δυνάμεων του κεφαλαίου στην επίθεσή τους κατά των κοινωνικών κατακτήσεων των λαών, που οραματίζονταν μιαν «άλλη Ευρώπη» της πλήρους απασχόλησης, της ευημερίας των πολλών, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Βασικός πυλώνας στο στρατόπεδο του κεφαλαίου ήταν και είναι η Γερμανία, που προσπαθεί, στο πλαίσιο της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού, να επιβάλει και στις άλλες χώρες το δικό της «παράδειγμα» της καπιταλιστικής οικονομίας και οργάνωσης της κοινωνίας και του κράτους. Την επιβολή του γερμανικού «παραδείγματος» εκφράζουν και τα γνωστά μνημόνια: Η Ελλάδα είναι το «πειραματόζωο» στη διαδικασία της δομικής προσαρμογής στο γερμανικό μοντέλο, η οποία πλήττει το κοινωνικό κεκτημένο, συρρικνώνει και καταργεί τα δικαιώματα της εργασίας και διευρύνει το δημοκρατικό έλλειμμα.
Η γερμανική πολιτική και οικονομική ελίτ εκμεταλλεύεται τον έλεγχο των κόμβων της διεθνούς ροής του κεφαλαίου. Έκδηλες είναι οι βλέψεις του Βερολίνου στις υπό ιδιωτικοποίηση και χρεωκοπία επιχειρήσεις του Ευρωπαϊκού Νότου, ενώ σημαντικά είναι τα οφέλη που αντλεί από τη μαζική μετανάστευση στη Γερμανία νέων με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και τεχνικοεπιστημονικής ειδίκευσης.
Η πολιτική της ισχυροποίησης του ευρώ επέτρεψε στη Γερμανία να προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις στην ανατολική Ευρώπη και την Κίνα με χαμηλό κόστος εξαιτίας του κατώτερου επιπέδου αμοιβής της εργασίας. Οι γερμανικές εξαγωγές κατευθύνονται σε ποσοστό 37,5 προς τη ζώνη του ευρώ (έναντι 40% το 2010) και σε ποσοστό 57% στο σύνολο της Ε.Ε. (έναντι περίπου 70% το 2000).
Επιπλέον το ισχυρό ευρώ προσελκύει το δανεισμό του ευρωπαϊκού Νότου προσφέροντας μικρότερα επιτόκια. Το παράδειγμα της Ισπανίας είναι χαρακτηριστικό. Οι γερμανικές τράπεζες δάνεισαν μεγάλα ποσά στην ισπανική οικονομία. Χρεώνονταν σε δολάρια και δάνειζαν σε ευρώ. Με τη διαδικασία της υποτίμησης του δολαρίου έναντι του ευρώ, οι γερμανικές τράπεζες εξασφάλιζαν μεγάλα κέρδη, ενώ το ισπανικό χρέος διογκώνονταν.
Η αρνητική εξέλιξη του εγχειρήματος της ενοποίησης βύθισε σε κρίση την Ε.Ε. Ο ευρωσκεπτικισμός έκανε την εμφάνισή του ακόμα και σε ιθύνοντες κύκλους των διαφόρων χωρών. Οι έντονες αντιδράσεις των λαών βάθυναν και επιδείνωσαν την κρίση. Αλλά οι διάσπαρτες, ασυντόνιστες, συχνά χωρίς συγκεκριμένη στόχευση εκδηλώσεις της αντίστασης των εργαζομένων στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ε.Ε., ακόμα και το αίτημα της εξόδου από αυτήν που προβάλλεται έντονα και μαχητικά σε πολλές χώρες, είναι αναποτελεσματικές. Δεν προωθούν λύσεις. Δεν μεταβάλλουν τον συσχετισμό δυνάμεων, ούτε ανοίγουν δρόμους.
Ο αγώνας για μια Ευρώπη των λαών περνά μέσα από ρήξεις και τομές στη σημερινή διαμόρφωσή της. Ο στόχος του επαναπροσανατολισμού, της επαναρρύθμισης της Ε.Ε. είναι εφικτός. Ακόμη και αν οι δομές της Ε.Ε., με τις προδιαγραφές που τις έχουν καθορίσει, αποδειχθούν ιδιαίτερα ανθεκτικές, ώστε να φράσσουν και να αποκλείουν ένα βαθύ δημοκρατικό, προοδευτικό μετασχηματισμό της, και πάλι η μάχη για έναν αναπροσανατολισμό θα φέρει πιο κοντά άλλες επιθυμητές, ριζικότερες λύσεις, στην κατεύθυνση μιας άλλης οργάνωσης της οικονομίας.
Μιχάλης Τρίκκας
Πηγή: Η Αυγή