Συνεντεύξεις

Νικήτας Μυλόπουλος: «Το στοίχημα συμπυκνώνεται στο ερώτημα “θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη ή τον καπιταλισμό;”»

Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί η χώρα απειλείται και πάλι από το φαινόμενο της λειψυδρίας; Είναι απόρροια μόνο της κλιματικής αλλαγής ή και άλλων παραγόντων;
Η λειψυδρία δεν εμφανίστηκε σήμερα, όπως λένε, ούτε είναι αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης. Υπάρχει εδώ και δεκαετίες, ως ένα πολιτικό κατά βάση πρόβλημα, διαφορετικό από την ξηρασία και την ανομβρία -που είναι φυσικά φαινόμενα. Η λειψυδρία συνδέεται κυρίως με την υπερκατανάλωση του νερού, άρα με το υπάρχον παραγωγικό μοντέλο. Όταν έχεις αρνητικά υδατικά ισοζύγια σε όλες τις λεκάνες, όταν στην κατανάλωση νερού έχεις, αναλογικά ως χώρα, το δεύτερο μεγαλύτερο υδατικό αποτύπωμα μετά τις ΗΠΑ, όταν πολλαπλασιάζεις τις υδατικές ανάγκες στα νησιά, λόγω υπερτουρισμού, χωρίς κανέναν σχεδιασμό, όταν στην άρδευση σπαταλάς απίστευτους όγκους νερού γιατί δεν έχεις υδατική πολιτική και έργα, τότε δεν σου φταίει η κλιματική κρίση, τουλάχιστον επί της αρχής. Αυτή έρχεται αργότερα, με τα πιο έντονα και πιο συχνά ακραία φαινόμενα, για να ολοκληρώσει τη ζημιά και να οδηγήσει τα οικοσυστήματα στην ερημοποίηση. Να προσθέσω ότι στην εξίσωση δεν βάζουμε ποτέ το τεράστιο ζήτημα της ρύπανσης -που θα πήγαινε την κουβέντα αλλού, ενώ αποκρύπτεται το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της λειψυδρίας στα υδατικά σώματα είναι σωρευτική, άρα, το ότι την αντιμετωπίσαμε πριν 30 χρόνια δεν σημαίνει κατ’ανάγκη ότι θα την αντιμετωπίσουμε επιτυχώς και σήμερα.
Μένοντας στο νερό, πόσο σημαντικό είναι κατά τη γνώμη σας να παραμείνουν τα δίκτυα ύδρευσης υπό δημόσιο καθεστώς;
Όχι μόνο τα δίκτυα ύδρευσης, αλλά και όλα τα υδραυλικά έργα που σχετίζονται με τον κύκλο του νερού (φράγματα, ταμιευτήρες, έργα μεταφοράς – διανομής κλπ), τόσο στην ύδρευση, όσο και στην άρδευση -που αφορά και τους τεράστιους όγκους. Είναι γνωστό το πού οδήγησε η ιδιωτικοποίηση του νερού, όπου εφαρμόστηκε. Σήμερα, όμως, με το καθεστώς λειψυδρίας που μαστίζει τη χώρα, σε συνδυασμό και με την κλιματική κρίση που στερεύει τους διαθέσιμους υδατικούς πόρους, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του νερού -και των έργων του- αποκτά ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, στρατηγικής σημασίας, καθώς μπορεί να καθορίσει την αναπτυξιακή πολιτική σε όλη την επικράτεια. Ξεφεύγουμε δηλαδή από μία απλή απόπειρα κερδοσκοπίας. Όταν λοιπόν οι Δημόσιες Εταιρείες του Νερού, με τον πρόσφατο νόμο, περνούν στον έλεγχο της ΡΑΕ, ή όταν συστήνεται ο ΟΔΥΘ Α.Ε. με λειτουργία σύμφωνη «με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας», τότε καταλαβαίνουμε ότι διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο για όλον τον κύκλο του νερού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Η κυβέρνηση υποβαθμίζει τις δημόσιες δομές και παραδίδει τη δημόσια πολιτική των φυσικών πόρων της χώρας σε ιδιώτες, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό.
Διανύσαμε το πιο θερμό καλοκαίρι εδώ και δεκαετίες. Αυτό το φαινόμενο αντιμετωπίζεται και αν ναι πώς; Υπάρχουν προοδευτικές λύσεις στο πρόβλημα;
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είναι η νέα πρόκληση και αφορά στη διαμόρφωση των πολιτικών της πράσινης μετάβασης, όλου του ενεργειακού μοντέλου, από τον λιγνίτη σε άλλες μορφές ενέργειας. Εδώ βρίσκεται σε εξέλιξη και η σφοδρότατη πολιτική σύγκρουση για τον τρόπο, τις επιπτώσεις και το πού θέλουμε να πάμε ως κοινωνία. Είναι σαφές ότι οι σχετικές πολιτικές έχουν ταξικό χαρακτήρα και το στοίχημα συμπυκνώνεται στο ερώτημα, αν τελικά θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη ή τον καπιταλισμό. Από την μία ο Τραμπ και η ευρωπαϊκή συμμαχία δεξιάς-ακροδεξιάς, που στοχεύουν στην εξαφάνιση της πράσινης μετάβασης, ξηλώνοντας όλη την κλιματική πολιτική, κάτι που εμφανίζεται με ιδιόρρυθμο τρόπο και στη χώρα μας, όπου η κλιματική κρίση αναγνωρίζεται μεν, ως άλλοθι στην κατανομή ευθυνών δε, και ως ευκαιρία σαρωτικής νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης και κερδοσκοπίας. Από την άλλη, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία, με όχημα την κλιματική προσαρμογή να προτείνουμε ένα νέο μοντέλο συμβίωσης στη φύση, έναν ριζικό κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής και της κατανάλωσης, ένα νέο υπόδειγμα ζωής. Η πράσινη μετάβαση θα είναι και δημοκρατική, μόνο αν στηριχθούν αποτελεσματικά οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα (από τους εργαζόμενους στον λιγνίτη μέχρι τους πληγέντες από τα ακραία φαινόμενα) με σαφές πολιτικό πλάνο και στόχευση.
 
Ο Παγασητικός γέμισε με εκατομμύρια νεκρά ψάρια, είναι μία ανυπολόγιστη οικολογική και οικονομική καταστροφή. Τι δεν πήγε καλά και πως θα μπορούσε αυτή η καταστροφή να έχει αποφευχθεί;
Τα νεκρά ψάρια στον Παγασητικό συμπυκνώνουν το πολιτικό μας δράμα, που συνδυάζει τις ενδημικές παθογένειες της αλλοτριωμένης χώρας, με την πιο ωμή νεοφιλελεύθερη πολιτική που κυβερνάει σήμερα. Μετρήστε στοιχεία του δράματος: ο ταμιευτήρας της Κάρλας είναι εξαρχής λάθος σχεδιασμένος -έπρεπε να είναι αρκετά μεγαλύτερος σε έκταση για αντιπλημμυρικούς λόγους, κατασκευάστηκε με 50 χρόνια καθυστέρηση -εξού και η τεράστια περιβαλλοντική ζημιά στον υπόγειο υδροφορέα, δεν υπάρχει πρόβλεψη για τη μοίρα των πλημμυρικών όγκων -εξού και η νέα τεράστια λίμνη που σχηματίστηκε μετά τον Ντάνιελ, και, τέλος, η διάλυση του τοπικού Φορέα της Κάρλας, μαζί με τους υπόλοιπους Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών από την κυβέρνηση (από τους πρώτους νόμους Μητσοτάκη), που στέρησε το φαινόμενο από παρακολούθηση και μετρήσεις. Έτσι, φτάσαμε στη νέα λίμνη να πολλαπλασιάζονται ραγδαία χιλιάδες ψάρια, τα οποία με την παράλληλη συρρίκνωση του νερού (από εξάτμιση αλλά και απορροή μέσω του περίφημου θυροφράγματος) βρέθηκαν χωρίς οξυγόνο, νεκρά και κατέληξαν στις τρομακτικές εικόνες στο λιμάνι του Βόλου. Μία απλή παρατήρηση του φαινομένου, ήδη από τον χειμώνα, (από ποιόν όμως; Όταν έχουν διαλυθεί τα πάντα;) θα είχε ειδοποιήσει τους αρμόδιους και τα πάντα θα είχαν αποφευχθεί. Τώρα, ερίζουν και πάλι, για τους λάθος λόγους, με τις λάθος λύσεις και με τη γνωστή υπερχειλίζουσα αδρεναλίνη, συμπληρώνοντας την ωραία εικόνα.
 
Σχεδόν το ίδιο δυσάρεστη είναι η κατάσταση στο θεσσαλικό κάμπο ένα χρόνο μετά τον Daniel. Χρόνος για παρεμβάσεις υπήρχε. Η καθυστέρηση οφείλεται σε κυβερνητική αβελτηρία ή στην έκταση της καταστροφής;
Μία σύντομη απάντηση θα εστίαζε σε αυτό το 1% του 1% που αφορά στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, σε έργα κλιματικής προσαρμογής. Αυτό το τραγικό ποσοστό, σε συνδυασμό πάντα με τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης, ειδικά στα περιβαλλοντικά ζητήματα δείχνει ότι δεν πρόκειται απλώς για ανικανότητα, ή κάποιου τύπου αβελτηρία, αλλά για απολύτως συνειδητή πολιτική. Η δυσανεξία της κυβέρνησης στα δημόσια έργα προστασίας και θωράκισης είναι γνωστή και αποδεδειγμένη -το πληρώνει τώρα η Θεσσαλία. Η ολιστική θωράκιση μεταφέρεται στις καλένδες, όπως και η διάνοιξη των ποταμών, το «δώστε στη φύση τον χώρο της» κλπ, για να εξαγγελθούν έργα σαν αυτά προχθές στη Λάρισα, που έχουν εξαγγελθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Η κυβέρνηση, ιδιωτικοποιώντας και εξατομικεύοντας τα δημόσια πράγματα -με πρώτον τον δημόσιο χώρο και ύστερα τη δημόσια ευθύνη- έχει μετατρέψει το κράτος σε Ασφαλιστική Εταιρεία και μάλιστα περιορισμένης ευθύνης. Θέλοντας να αποφύγει τα πολυδάπανα δημόσια έργα θωράκισης, που γίνονται ακόμη ακριβότερα από το δυσανάλογο πλέον οικονομικό ρίσκο -λόγω της κλιματικής κρίσης με τα ακραία της φαινόμενα- μεταφέρει το κέντρο βάρους της αντιμετώπισης, από την πρόληψη και την προστασία, στην αποζημίωση. Το δάσος θα καεί, η φωτιά θα μπει και στην πρωτεύουσα, ο κάμπος θα πλημμυρίσει, τα νεκρά ψάρια της λίμνης θα πνίξουν την πόλη, τα οικοσυστήματα θα μαραθούν, η γη θα γίνει έρημος. Όλα καλά και μην ανησυχείτε, αργά ή γρήγορα θα μας αποζημιώσουν!
 
Γίνεται, χρόνια τώρα, λόγος για το παραγωγικό μοντέλο που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια για να αντιμετωπίσει και την κλιματική κρίση. Ποιο είναι το περίγραμμα των λύσεων που κατά τη γνώμη σας πρέπει να ακολουθηθεί;
Πριν απ’ όλα είναι το υπόβαθρο που απαιτείται για να αναπτυχθεί πάνω του οποιοδήποτε ολοκληρωμένο σχέδιο. Μιλώ για τα στοιχειώδη: κτηματολόγιο, δασικοί χάρτες, τοπικά χωρικά σχέδια, η οριοθέτηση ρεμάτων-αιγιαλού, η χάραξη των πλημμυρικών ζωνών κλπ μαζί με ένα εθνικό δίκτυο μέτρησης-καταγραφής παραμέτρων και φαινομένων. Αυτή η βασική υποδομή παραμένει από χρόνια ημιτελής, ακριβώς γιατί τα ολοκληρωμένα σχέδια, η πρόληψη και ο σχεδιασμός δεν εμπίπτουν στην πολιτική ατζέντα της κυβέρνησης. Πάνω σε αυτήν την υποδομή θα αναπτυχθεί στη συνέχεια το εθνικό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική κρίση, που θα συνδυάσει την κλιματική ανθεκτικότητα όλης της χώρας (ολιστική αντιπλημμυρική θωράκιση, αντιπυρικός σχεδιασμός κλπ), με το νέο παραγωγικό μοντέλο ανασυγκρότησης που θα έχει συμπεριλάβει τις νέες κλιματικές επιταγές. Αυτό προφανώς θα είναι και το πολιτικό διακύβευμα και επ’ αυτού θα αναπτυχθούν οι ιδεολογικές συγκρούσεις. Η Αριστερά, σε συνεργασία με τις δυνάμεις της Οικολογίας, τα τοπικά κινήματα και την Αυτοδιοίκηση, έχει εδώ κομβικό ρόλο, για να διεκδικήσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δίκαιης και δημοκρατικής πράσινης μετάβασης. Σε αυτό το μοντέλο, πρωτεύοντα ρόλο θα παίζει το δημόσιο συμφέρον, η αξιοπρεπής και αξιοβίωτη ζωή των πολιτών και ένα άλλο ήθος στη σχέση τους με τη φύση και το περιβάλλον, άρα ένας άλλος Πολιτισμός. Και επειδή οι συσχετισμοί σήμερα δείχνουν αρνητικοί, αυτό που έχω προτείνει σε πρόσφατο άρθρο είναι μία συνεργασία των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων και των δυνάμεων της κοινωνίας, στη βάση της ελάχιστης δυνατής συνεννόησης, για να διεκδικηθεί το υπόβαθρο έστω -όπως το περιέγραψα πριν- πάνω στο οποίο θα δομηθεί το όποιο μέλλον. Ως ελάχιστη κίνηση άμυνας στη δυστοπία που ζούμε και στην ερημοποίηση που έρχεται.
 
Νίκος Γιαννόπουλος
Η ΕΠΟΧΗ