«Στις σελίδες του βιώνεις ίλιγγο, άγχος και χαρά» γράφει στους New York Times, η Valerie Miles, διευθύντρια του περιοδικού Granta στα ισπανικά και έγκριτη βιβλιοκριτικός. Καλεσμένος του 16ου Ελληνο-Ιβηροαμερικανικού Λογοτεχνικού Φεστιβάλ ΛΕΑ, για δεύτερη φορά στην Ελλάδα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας» (εκδ. Καστανιώτης, μτφ. Αγγελική Βασιλάκου), ο 37χρονος κοσταρικανός συγγραφέας Κάρλος Φονσέκα Σουάρες μιλάει για τη γραφή και τις ιδέες, την Ιστορία και τις πεποιθήσεις, τον ακατάβλητο δεσμό φύσης και πολιτισμού, την έννοια της ταυτότητας, την τέχνη του καμουφλάζ και την ακατανίκητη επιθυμία να γίνεις άλλος.
Ένα μυθιστόρημα ιδεών με την πυξίδα του στραμμένη προς τον Νότο. Νέα Υόρκη: ένας μουσειολόγος από την Καραϊβική και μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας σχεδιάζουν μια έκθεση για το καμουφλάζ στη φύση. Πουέρτο Ρίκο: μια εννοιολογική καλλιτέχνης δυναμιτίζει τα θεμέλια του χρηματιστηρίου. Ένας ηλικιωμένος Ισραηλινός, πρώην φωτογράφος αποσύρεται σε μια άδεια πόλη μεταλλωρύχων. Ζούγκλα Λακαντόνα στο Μεξικό: ο Υποδιοικητής Μάρκος ανακοινώνει την αντικατάστασή του από τον Υποδιοικητή Γκαλεάνο. Τι τα ενώνει όλα αυτά;
Κάποια από τα πραγματικά γεγονότα, σκηνικά ή χαρακτήρες του βιβλίου «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας» (οι εκατοντάδες άστεγοι που, το 2007, έκαναν κατάληψη στον Πύργο David στη Βενεζουέλα, οι πίνακες του Χόπερ στη Νέα Υόρκη, ο Υποδιοικητής Μάρκος στο Μεξικό, ο ρόλος του καμουφλάζ στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κ.ά.) με ωθούν να πω ότι είναι η Ιστορία. Η Ιστορία σαν ονειρικό σκηνικό στα άκρα της μυθοπλασίας. Σε πρώτο πλάνο, το βιβλίο περιγράφει την επεισοδιακή εξαφάνιση μιας οικογένειας, μετά από ένα ταξίδι το 1978 στη ζούγκλα της Λατινικής Αμερικής με σκοπό την αναζήτηση ενός νεαρού μάντη που προφητεύει το τέλος του κόσμου, και την περιπετειώδη, αστυνομική σχεδόν έρευνα για την αναζήτησή της, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά τη φράση του Τζόις: «Η ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τον οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω».
Και το ερώτημα που τίθεται είναι: πώς χρησιμοποιεί κανείς την Ιστορία σήμερα, χωρίς να ξεπέσει στο παλιό, σκουριασμένο ιστορικό μυθιστόρημα;
Και το γεωλογικό μυθιστόρημα, όπως προτείνει στο βιβλίο σας, ο επίδοξος συγγραφέας Ντενίς… μυθιστορήματα που ο αναγνώστης θα μπορούσε να διαβάσει όπως διαβάζεις το πέρασμα του χρόνου στην επιφάνεια των βράχων. Μυθιστορήματα κενά, γεμάτα σκόνη και αέρα, αρχειακά μυθιστορήματα, δηλαδή, σας ενδιαφέρουν;
Παραδόξως, ενώ για τους συγγραφείς της προηγούμενης γενιάς, «του τέλους της ιστορίας» —όπως τους αποκαλούσε ο Φράνσις Φουκουγιάμα—, η Ιστορία έπαιξε ελάχιστο ή καθόλου ρόλο, για μένα η Ιστορία είναι ο απόλυτος ορίζοντας και το ιστορικό αρχείο είναι η απόλυτη βάση για την αφήγηση. Ίσως γιατί η γραφή λειτουργεί εγκάρσια, και όποτε της αναθέτουν κάποιο διδακτικό ρόλο τον αρνείται, έβρισκα τόσο συναρπαστικά τα δοκίμια του Βάλτερ Μπένγιαμιν ή τα βιβλία του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ. Γι’ αυτό οι χαρακτήρες των βιβλίων μου, τόσο στο «Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει» όσο και στο «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας» εγκαταλείπουν τα πάντα για κάτι που αρχικά μπορεί να φαίνεται παράλογο. Αποδεικνύοντας έτσι ότι η έννοια του κόσμου δεν είναι καθόλου σταθερή και δεδομένη, αλλά κάτι που ο καθένας μας κατασκευάζει ενεργά κυνηγώντας τις ατομικές του εμμονές και τα πάθη του μέχρι τέλους.
Όντως, στο προηγούμενο βιβλίο σας «Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει», ο πρωταγωνιστής —ένα alter ego του μέγιστου μαθηματικού Αλεξάντερ Γκρότεντικ— παρότι γίνεται μάρτυρας και πρωταγωνιστής κοσμοϊστορικών αλλαγών του 20ού αιώνα, εγκαταλείπει τα πάντα για να στοχαστεί…
Στα δεκαπέντε μου χρόνια, ο Ραμανουτζάν ήταν το είδωλό μου. Αυτό που με γοήτευσε στους μαθηματικούς ήταν η ικανότητά τους να παρέχουν μοντέλα που ενώ φαινομενικά ανταποκρίνονταν μόνο στην εξαιρετικά ιδιότροπη αίσθηση της ομορφιάς, ωστόσο κατέληγαν να περιγράφουν την πραγματικότητα. Και το ίδιο ακριβώς πράγμα με μπέρδευε. Παγιδευμένοι σε «ιδιωτικές γλώσσες» οι μαθηματικοί, σε εμμονές που καθοδηγούσαν τις δικές τους ιδιωτικές αναζητήσεις, επέβαλλαν το νόημα μέσα από την παθιασμένη επιδίωξη μιας ιδέας. Αργότερα, όταν παραιτήθηκα από την ιδέα να γίνω μαθηματικός και βρέθηκα στο Πρίνστον να παρακολουθώ τα μαθήματα του Ρικάρντο Πίλια, αυτός υποστήριζε ότι ο «Λόγος περί της μεθόδου» του Ντεκάρτ είναι το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα, επειδή εντόπισε «την παθιασμένη αναζήτηση μιας ιδέας». Μου αρέσει αυτή η ανάμειξη παθών και ιδεών, όπως μου αρέσει και η άποψη του Ντελίλο: «Η γραφή είναι μια συμπυκνωμένη μορφή σκέψης».
Στα βιβλία σας αναφέρεστε συχνά και στον 19ο αιώνα. Τι σας ενδιαφέρει από τη συγκεκριμένη περίοδο;
Είναι ο αιώνας που σχηματίστηκαν τα σύγχρονα εθνικά κράτη στη Λατινική Αμερική και παγιώθηκε η σχέση της με την Ευρώπη. Είναι η περίοδος των εξερευνήσεων του Χούμπολτ και του Δαρβίνου στη Λατινική Αμερική που βρήκαν εκεί νέους τρόπους να ξανασκεφτούν τη φύση και την κοινωνία και, όπως γράφει και ο κουβανός συγγραφέας Αλέχο Καρπεντιέρ, «η λατινοαμερικανική ταυτότητα κρύβεται στο τέρμα της ζούγκλας».
«Ο δρόμος θα ’ταν μακρύς. Κάθε δρόμος που οδηγεί στο αντικείμενο της επιθυμίας μας είναι μακρύς». Με αυτό το παράθεμα του Τζόζεφ Κόνραντ από το βιβλίο του «Η καρδιά του σκότους» ξεκινάει το δεύτερο μέρος της αφήγησης… προοιωνίζοντας ίσως έτσι μια δυστοπία;
Στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας βλέπουμε τι συμβαίνει όταν όλες οι πεποιθήσεις και οι ψευδαισθήσεις καταρρέουν. Κι όταν στη ζούγκλα αντικρίζουν απλώς ένα κακέκτυπο του δυτικού κόσμου που ασμένως εγκατέλειψαν… Ουσιαστικά πρόκειται για ένα μυθιστόρημα για την πίστη και τα επακόλουθά της: Τι συμβαίνει όταν η πίστη διαψεύδεται και «οι ιππότες της πίστης», για τους οποίους κάνει λόγο ο Κίρκεγκορ, μένουν μετέωροι στο κενό;
Αποδεικνύεται ότι η ταυτότητα είναι μια μάσκα. Τα μέλη της «τέλειας οικογένειας» Τολεδάνο κρύβονται πίσω από μάσκες για ν’ αλλάξουν ταυτότητα: η κόρη αλλάζει το χρώμα των μαλλιών και των ματιών της, η μητέρα αλλάζει όνομα αφήνοντας πίσω της το παρελθόν κι ο πατέρας θάβεται σε μια πόλη-φάντασμα.
Για να ακολουθήσουν την επιθυμία της καρδιάς τους θα τραβήξουν δρόμους χωριστούς και ο καθένας τους θα αφηγηθεί αυτή την ιστορία (που μας μεταφέρει ο ανώνυμος αφηγητής, που είναι σαν να βρίσκεται στη σκιά) από τη δική του οπτική γωνία. Το ίδιο θα κάνει και ο συγγραφέας, ο οποίος σαν χαμαιλέοντας «υιοθετεί» τις φωνές των άλλων: Ντελίλο, Μπόρχες, Πίλια, Ζέμπαλντ… κι αυτή η επιθυμία να γίνει αλλος είναι που οδηγεί την αφήγηση.
Πώς θα συνοψίζατε το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας;
Είναι ένα μυθιστόρημα για την πιθανότητα ή την αδυναμία μιας ουσιαστικής πολιτικής σχέσης μεταξύ Βορρά και Νότου. Στις σελίδες του αναρωτιόμαστε αν μπορούμε επιτέλους να αψηφήσουμε τη φαντασία και να αρχίσουμε να βλέπουμε την πολιτική πραγματικότητα της περιοχής πέρα από τις χίμαιρες που συχνά την έχουν καθορίσει. Γι’ αυτό και θεωρώ κεντρική φιγούρα στο βιβλίο τον Υποδιοικητή Μάρκος, όχι μόνο γιατί γνώριζε την τέχνη της ανωνυμίας καλύτερα από τον καθένα μες στη ζούγκλα, αλλά και για τη δύναμη και την καθαρότητα της σκέψης και του λόγου του. Στο ανακοινωθέν όπου αναγγέλλει το τέλος της προσωπικότητας με το όνομα Μάρκος και την αντικατάστασή της με αυτήν του Γκαλεάνο, τον Μάιο του 2014, γράφει χαρακτηριστικά: Ίσως στην αρχή ή κατά τη διάρκεια αυτών των λέξεων, να μεγαλώνει στην καρδιά σου η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι δεν ταιριάζει, σαν να έλειπαν ένα ή περισσότερα κομμάτια για να δώσουν νόημα στο παζλ που σου δείχνει. Λες και αυτό που απουσιάζει, λείπει από μόνο του.
Θα ήθελα να κλείσουμε με την ερώτηση που κάνει επίμονα ένας από τους χαρακτήρες στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας: τραγωδία ή φάρσα;
Αυτό το ερώτημα προβληματίζει τον αφηγητή σε όλο το μυθιστόρημα: η ιστορία που γράφει είναι τραγωδία ή φάρσα; Είναι μια ερώτηση που ο Τανκρέδο, ο φίλος του, παίρνει από το διάσημο απόφθεγμα του Μαρξ: «Η ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα ως τραγωδία, μετά ως φάρσα». Στην περίπτωση αυτή, το ερώτημα μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε τα κινήματα αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960 και τις πολιτικές τους δεσμεύσεις. Και πιο συγκεκριμένα, καλούμαστε να αναθεωρήσουμε την ιδιόμορφη ιστορία αυτής της οικογένειας. Το ταξίδι του αφηγητή καθοδηγείται από την προσπάθειά του να δει την ιστορία τους πέρα από την ειρωνική απόσταση που έχει κυριαρχήσει στην εποχή μας.
Ο Κάρλος Φονσέκα Σουάρες γεννήθηκε το 1987 στο Σαν Χοσέ της Κόστα Ρίκα και πέρασε τα μισά χρόνια της παιδικής του ηλικίας και της εφηβείας του στο Πουέρτο Ρίκο. Έχει επιλεγεί από το Hay Festival ως μέλος της ομάδας Bogotá 39 με τους καλύτερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής κάτω των 40 ετών, από το περιοδικό Granta στη λίστα με τους είκοσι πέντε καλύτερους νέους ισπανόφωνους αφηγητές και από την Encyclopedia Britannica ως ένας από τους είκοσι πιο πολλά υποσχόμενους νέους συγγραφείς σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα «Ο συνταγματάρχης δεν έχει πού να κλάψει», «Μουσείο φυσικής ιστορίας» (εκδ. Καστανιώτη, σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου) και «Austral». Το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες. Έχει κερδίσει δύο φορές το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κόστα Ρίκα και το 2024 ήταν ο νικητής του Βραβείου Anna Seghers. Είναι καθηγητής στο Trinity College του Κέμπριτζ και ζει στο Λονδίνο.
Σημείωση:
Ευχαριστούμε την Αγγελική Βασιλάκου για τη μετάφραση και την πολύτιμη βοήθειά της στη συγκρότηση του κειμένου.
Αντώνης Ν. Φράγκος