Στις 6 Σεπτεμβρίου το πρωί, όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι Στο Κόκκινο και στην Αυγή, έχουν πληρωθεί τον μισθό του Ιουνίου. Εάν το τραπεζικό σύστημα λειτουργήσει γρήγορα, το μεσημέρι είναι πιθανό στους λογαριασμούς μας να πιστωθούν 300 ή 400 ευρώ, απεργιακή ενίσχυση που απέκτησαν τα σωματεία μας, και να πάμε σούπερ μάρκετ. Αλλιώς θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τη Δευτέρα. Υπάρχει μια εύλογη τάση ρομαντικοποίησης των αγώνων: στεκόμαστε στο φρόνημα και την αξιοπρέπεια των απεργών ή στον πολιτικό συμβολισμό του αγώνα τους. Ωστόσο, το ζήτημα των απλήρωτων εργαζομένων είναι κατ’ αρχήν ένα ζήτημα υλικής ανημπόριας ή οποία μετατρέπεται σε ψυχολογική εξάντληση. Αυτή είναι, στην πραγματικότητα, μια πιο ευθέως ταξική προσέγγιση του ζητήματος. Οι εργοδότες, των οποίων συχνά το ταξικό ένστικτο είναι πιο άμεσο και αδιαμεσολάβητο από εκείνο των εργαζομένων, το καταλαβαίνουν καλά αυτό. Το να οδηγείς τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους σε οικονομική ασφυξία είναι ο καλύτερος τρόπος για να τους αδυνατίσεις και τους κερδίσεις. Ο Ρέιγκαν και η Θάτσερ, για παράδειγμα, το είχαν αυτό στον νου τους όταν αντιμετώπιζαν τους απεργούς ελεγκτές εναέριας αεροπορίας στις ΗΠΑ ή τους μεταλλωρύχους στη Μεγάλη Βρετανία. Αλλά φυσικά, στην Αριστερά δεν υπάρχουν θαυμαστές του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, ούτε κανείς θα μετερχόταν μεθόδους οικονομικής ασφυξίας για να οδηγήσει το εργατικό προσωπικό στην εξάντληση και την συνθηκολόγηση με οτιδήποτε.
Στο Κόκκινο και στην Αυγή, ας μην κοροϊδευόμαστε, έχει ξανασυμβεί να μείνουμε απλήρωτοι και απλήρωτες για κάποιον καιρό. Αυτό που είναι πρωτόγνωρο είναι ο συνδυασμός πραγμάτων που βλέπουμε τους τελευταίους μήνες. Κλείσιμο για το καθημερινό φύλλο της Αυγής χωρίς κανέναν σχεδιασμό για την επόμενη ημέρα, στάση πληρωμών στην εφημερίδα και στο ραδιόφωνο σχεδόν αμέσως μετά, αποφασιστική άρνηση για να παρουσιαστεί ένα σχέδιο λειτουργίας των Μέσων, απολύσεις Στο Κόκκινο, συνοδευόμενες από εκβιασμούς της διεύθυνσης, εγκατάλειψη του ραδιοφώνου στον αυτόματο πιλότο, ακόμα και η πρώτη απεργοσπαστική απόπειρα στα 18 χρόνια της λειτουργίας του.
Η Αριστερά έχει υποστεί σε διάφορες περιστάσεις τα δικά της «Δόγματα του Σοκ» από τον Ιούλιο του 2015 και μετά και αυτή τη φορά είναι η σειρά των Μέσων. Μπορούν να επιβιώσουν πραγματικά τα Μέσα; Η ερώτηση αυτή δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται χαμηλές πωλήσεις, πεσμένες ακροαματικότητες, την μειωμένη κρατική επιχορήγηση. Το επιχείρημα «δεν γίνεται από τα 4 εκατομμύρια της κρατικής χρηματοδότησης να δίνονται τα 3,6 στα Μέσα» μοιάζει λογικό. Ωστόσο, όσοι δεν είμαστε θιασώτες του οικονομικού φιλελευθερισμού, γνωρίζουμε ότι το να ξεκινά μια συζήτηση γύρω από ένα πρόβλημα από τα συμπτώματα και όχι από τις αιτίες του αποτελεί τη συνήθη παγίδα των ισχυρών για να φορτώσουν το κόστος στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Ιδιαίτερα ο ρ/σ Στο Κόκκινο -και με έναν διαφορετικό τρόπο και η Αυγή- δεν υπήρξε διόλου όλα αυτά τα χρόνια ένα κομματικό Μέσο προβολής των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια ραδιόφωνο το οποίο έδινε φωνή στα κινήματα, συνομιλούσε και έδινε τον λόγο στην κοινωνία, παρακολούθησε από κοντά -αν δεν υπήρξε κομμάτι το ίδιο- της κινηματικής άνοιξης που γνώρισε η ελληνική κοινωνία από το 2006 και μετά. Αυτή υπήρξε ο τροφοδότης του Κόκκινου, όπως στην πραγματικότητα, μακριά από χιλιασμούς και προσωπολατρείες, υπήρξε και ο τροφοδότης του ΣΥΡΙΖΑ. Το Κόκκινο ακολουθούσε την πορεία άμπωτης και πλημμυρίδας των κινημάτων, αλλά αδυνατούσε να διατηρήσει τη δυναμική του όταν για οποιονδήποτε λόγο έχανε αυτό το χαρακτηριστικό του. Για αυτό και πέρασε δύσκολες εποχές μετά τον Ιούλιο του 2015, κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τον τελευταίο χρόνο, παρότι κατόρθωσε κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο, μέχρι τις εκλογές του 2023, να μείνει αλώβητο από την κατάρρευση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Με λίγα λόγια, τα Μέσα της Αριστεράς μπορούν να ζήσουν, και η ιστορία τους το έχει αποδείξει αυτό, όταν θέτουν στην προμετωπίδα τους την κοινωνική κίνηση και όχι την στενή κομματική γραμμή. Στην πραγματικότητα, μόνο όταν συνέβη αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ ως ιδιοκτήτης τους, απέκτησε πολιτική υπεραξία από αυτά. Έως ότου αυτή η ιδέα γίνει κατανοητή σε όσους διαχειρίζονται αυτή τη στιγμή το μέλλον του Κόκκινου και της Αυγής, έχει σημασία να επαναλάβουμε τα αυτονόητα. Οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι στα Μέσα είμαστε διατεθειμένες και διατεθειμένοι να συζητήσουμε λύσεις για την οικονομική ανάσα των Μέσων. Αλλά μόνο αφού πληρωθούμε. Η ιδέα ότι τα Μέσα θα «εξυγιανθούν» οικονομικά, με τους εργαζόμενους απλήρωτους, εκβιαζόμενους, σε ασφυξία και με απειλές να επικρέμονται πάνω από το κεφάλι τους, πατάει ίσως σε μια αποτελεσματική φιλελεύθερη εμπειρία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αλλά λησμονεί ότι το Κόκκινο και η Αυγή είναι το αποτέλεσμα της δημιουργικής και ενθουσιώδους δουλειάς ανθρώπων, που ακριβώς αντιτάχθηκαν σε αυτή την εμπειρία. Πέραν από το ότι δεν έχουμε να πάμε σούπερ μάρκετ, το να μην πέσουμε αμαχητί σε ένα φιλελεύθερο αφήγημα είναι για όλους εμάς ένα επίσης ζωτικό ζήτημα.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης