Macro

Ο φεμινισμός και η πολιτικοποίηση της αισθητικής

Τα δοκίμια Περί γυναικών, γραμμένα όλα μεταξύ 1972 και 1976, αποτελούν ανεκτίμητο βοήθημα για κάθε τέτοιο σωστικό εγχείρημα, έτσι όπως συνδυάζουν επικαιρικές δημοσιογραφικές παρεμβάσεις ή συνεντεύξεις και θεωρητικά σχεδιάσματα ή συμπεράσματα, δηλαδή διαφορετικά επίπεδα ύφους και αλληλένδετες πλην διακριτές προτεραιότητες που μόνο από κοινού φωτίζουν ορθά τη σκέψη και τη στράτευση της Σόνταγκ.
 
Στα κύματα της φεμινιστικής σκέψης που διατρέχουν τον 20ό αιώνα και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, το έργο της Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004) έχει κομβική όσο και παραγνωρισμένη θέση: στο μεταίχμιο ανάμεσα στον κλασικό και τον σύγχρονο φεμινισμό, μεταξύ των γυναικών ως αντικειμενικά ενοποιημένης κατηγορίας υπεξούσιων υποκειμένων και του φύλου ως πράξης, διεκδίκησης, παραστασιακής επιτέλεσης ή κοινωνικής κατασκευής, η Σόνταγκ, ιδιαίτερα με την έννοια του camp που ανέπτυξε, ορίζοντάς την ως «στιβαρή, εκκωφαντική, αγοραία παρωδία του φύλου», σηματοδοτεί την κρίσιμη μετάβαση από τον μαχητικό αριστερισμό των γυναικείων κινημάτων της δεκαετίας του 1960 στον ριζοσπαστικό μοντερνισμό της σημερινής ΛΟΑΤΚΙ+ θεωρίας και πολιτικής, για τον οποίο ισχύει απολύτως η οξυδερκής διάγνωση της συγγραφέα από το μακρινό 1975: «η σημερινή φεμινιστική συνείδηση έχει μακρά και σύνθετη ιστορία, μέρος της οποίας είναι η διάχυση του αρσενικού ομοφυλοφιλικού γούστου». Από αυτή την άποψη, η «σύγχρονη ομοφυλοφιλία», προσθέτει η Σόνταγκ, βάσιμα εκλαμβάνεται ως «παρακλάδι της Φεμινιστικής Επανάστασης» από τους ακροδεξιούς (σελ. 274-275).
 
Η ΛΟΑΤΚΙ+ σκηνή σήμερα έχει αποβάλει, βέβαια, από τη γλώσσα της διατυπώσεις σαν τις παραπάνω, θεωρώντας τες υπερβολικά ουσιοκρατικές για τους σκοπούς της. Χρειάζεται ωστόσο ιδιαίτερη προσοχή για να μην καούν και τα χλωρά μαζί με τα ξερά – που θα πει: η ολοζώντανη πολιτική κληρονομιά της Σόνταγκ και της εποχής της μαζί με τις αμήχανες υποστασιοποιήσεις που βαραίνουν, από την οπτική του παρόντος, τη Σόνταγκ και την εποχή της.
 
Τα δοκίμια Περί γυναικών, γραμμένα όλα μεταξύ 1972 και 1976, αποτελούν ανεκτίμητο βοήθημα για κάθε τέτοιο σωστικό εγχείρημα, έτσι όπως συνδυάζουν επικαιρικές δημοσιογραφικές παρεμβάσεις ή συνεντεύξεις και θεωρητικά σχεδιάσματα ή συμπεράσματα, δηλαδή διαφορετικά επίπεδα ύφους και αλληλένδετες πλην διακριτές προτεραιότητες που μόνο από κοινού φωτίζουν ορθά τη σκέψη και τη στράτευση της Σόνταγκ.
 
Με πιο πρακτικούς όρους: όταν η Σόνταγκ γράφει για την ηλικία των γυναικών ως πρόβλημα, όταν καταπιάνεται με τη γυναικεία ομορφιά για να αναδείξει τις καταπιεστικές της όψεις και να σχεδιάσει τη μελλοντική αυθυπέρβασή της, όταν απαντά διεξοδικά σε ερωτήσεις για τη γυναίκα και τον φεμινισμό στην αγγλόφωνη Δύση υπόψη του γυναικείου αναγνωστικού κοινού στην ισπανόφωνη ημιπεριφέρεια, τα γραφόμενά της κινδυνεύουν να φανούν όχι παρωχημένα, αλλά πάντως χρωματισμένα από την πατίνα του χρόνου – εκτός αν διαβαστούν υπό το πρίσμα του μεγάλου δοκιμίου της για τη «Γοητεία του φασισμού», όπου η αισθητικοποιημένη πολιτική της Λένι Ρίφενσταλ (όπως εκφράζεται όχι τόσο στα γνωστά έργα της ναζιστικής περιόδου της όσο στους μεταπολεμικούς –και νομιμοποιημένους από τον κρατούντα φιλελευθερισμό– ύμνους της για το φωτογραφημένο «πρωτόγονο» σώμα των «τελευταίων Νούβιων») ανασκευάζεται από μια πολιτικοποιημένη αισθητική προσηλωμένη στην αυτονομία της τέχνης, σε αντίθεση με κάθε «αισθητική θέαση του κόσμου».
 
Ετσι, το υποκείμενο-αντικείμενο γυναίκα γίνεται σε όλη την έκταση του τόμου ένα κριτικό υποκείμενο-αντικείμενο, αποαισθητικοποιείται με συνέπεια ενόσω πολιτικοποιείται σε υπαρκτικό επίπεδο (σκέφτεται εδώ κανείς την «αισθητική της ύπαρξης» ενός Φουκό αντεστραμμένη).
 
Οι προτροπές στις γυναίκες να αναλάβουν campy «ακραίες» δράσεις κατά παράβαση των ηλικιακών και καλλωπιστικών νορμών που τους επιβάλλονται (αφού «θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικές πολιτικά αν είναι αγενείς, αν έχουν στριγκές φωνές και δεν είναι –σύμφωνα με τα σεξιστικά κριτήρια– “ελκυστικές”», σελ. 124) βρίσκουν τη θεωρητική θεμελίωσή τους στην κατάρριψη της τάσης «αποναζιστικοποίησης και δικαίωσης της Ρίφενσταλ ως ακατάβλητης ιέρειας του ωραίου», παρότι «όλοι ξέρουν ότι αυτό που διακυβεύεται στην τέχνη της Ρίφενσταλ δεν είναι η ομορφιά» (σελ. 211-212), αλλά ένας ογκώδης, απολιθωμένος ερωτισμός τύπου Αρ Ντεκό, «μια σεξουαλικότητα μετασχηματισμένη στον μαγνητισμό των ηγετών και στη χαρά των οπαδών» (σελ. 205-206).
 
Ο πολυσυζητημένος «αντιφεμινισμός» της Σόνταγκ –μια αρχικά φεμινιστική επίκριση, της οποίας η αναβίωση σήμερα είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό– εδράζεται στην πολιτική σύγκρουσή της με κάθε αυτοαντικειμενοποίηση των γυναικών σε κατασκευάσματα τύπου Ρίφενσταλ – στάση που παραμένει ανεπίληπτη, έχει ωστόσο ένα πρόδηλο τίμημα: όντας «πολύ προσκολλημένη στα πλεονεκτήματα του πλουραλισμού στην τέχνη και του φραξιονισμού στην πολιτική» (σελ. 255), η Σόνταγκ δεν προσφέρεται, τώρα όπως και τότε, για «λαϊκά μέτωπα» και λοιπές μορφές συστράτευσης που προωθούν «τη δυσώδη και επικίνδυνη αντίθεση μεταξύ διάνοιας και συναισθήματος» (σελ. 241). Απεναντίας, είναι ό,τι χρειαζόμαστε για την υπεράσπιση των «κανονιστικών αρετών της διάνοιας», όπως το θέτει η ίδια, ξανά σε ένα ιδίωμα πιθανόν ξεπερασμένο, που ίσως όμως γι’ αυτό ακριβώς μας νεύει ότι, ακολουθώντας το νήμα του, βρισκόμαστε σταθερά στον σωστό δρόμο.
 
Γιώργος Καράμπελας
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις
 
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ