Η αποδιοργάνωση και τα διαλυτικά φαινόμενα που επικρατούν στο δημόσιο σύστημα υγείας είναι πλέον καθημερινό βίωμα χιλιάδων πολιτών που επισκέπτονται τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας σε όλη τη χώρα. Η δραματική επιδείνωση της κατάστασης στο ΕΣΥ προκαλεί ανασφάλεια στους πολίτες και συνεχή οικονομική επιβάρυνση για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Ακόμα και τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης δεν τολμούν να αποσιωπήσουν αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, αν και συχνά εστιάζεται η κριτική στις ελλείψεις των δομών του ΕΣΥ στις τουριστικές περιοχές και υποβαθμίζεται το γεγονός της γενικευμένης κρίσης στελέχωσης που πλήττει οριζόντια όλο το σύστημα. Και η οποία «παράγει» κόπωση, υποχώρηση των standards ασφαλείας, ταλαιπωρία προσωπικού και ασθενών και, πάνω απ’ όλα, αύξηση της αποτρέψιμης θνησιμότητας.
Πολιτική επιλογή
Αυτή η συνθήκη είναι πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας στην ιστορία του ΕΣΥ. Και φυσικά δεν οφείλεται ούτε σε αντικειμενικές δυσκολίες, ούτε σε διαχειριστική ανικανότητα. Είναι πολιτική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη η εγκατάλειψη και απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας για να ευνοηθεί, όχι γενικά ο ιδιωτικός τομέας, αλλά πρωτίστως οι επιχειρηματίες της υγείας, οι κλινικάρχες, οι διαγνωστικές αλυσίδες και οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Οι προεκλογικές υποσχέσεις ότι στη 2η τετραετία της ΝΔ θα δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο ΕΣΥ και ότι θα αναλάβει προσωπικά το θέμα ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αποδείχθηκαν, όπως και πολλές άλλες, μια τεράστια και προσβλητική για τη νοημοσύνη μας κοροϊδία. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να ξαναγίνει το ΕΣΥ ελκυστικό και να παραμείνουν στις δημόσιες δομές οι υπηρετούντες γιατροί, αλλά δίνει συνεχώς οικονομικά κίνητρα για να παραιτηθούν, να ιδιωτεύσουν και να συμβληθούν στη συνέχεια με τα νοσοκομεία με προνομιακούς όρους, κυρίως για την κάλυψη εφημεριακών αναγκών. Η κυβέρνηση θέλει ένα ΕΣΥ που απλώς εφημερεύει για το επείγον (αυτό δηλαδή που δεν ενδιαφέρεται να κάνει ο ιδιωτικός τομέας), που περιορίζεται στα βασικά και που αφήνει «ζωτικό χώρο» στην αγορά. Ποιος νοιάζεται τώρα για ποιότητα, ασφάλεια και αξιοπρέπεια!
Τη «χαριστική βολή», όμως, στο ημιθανές ΕΣΥ, την έδωσε η κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών και η θεσμοθέτηση της δυνατότητας να έχουν ιδιωτικό ιατρείο, καθώς και να εργάζονται σε ιδιωτικές κλινικές ή διαγνωστικά κέντρα. Αυτή η ανατροπή στις εργασιακές σχέσεις των γιατρών αποδομεί πλήρως τον «σκληρό πυρήνα» του ΕΣΥ, που ήταν η ισότιμη και δωρεάν φροντίδα των πολιτών και η οποία προϋποθέτει γιατρούς αφοσιωμένους στη δημόσια περίθαλψη, που αμείβονται αξιοπρεπώς και δεν αναζητούν ιδιωτική πελατεία. Τώρα πια οι γιατροί του ΕΣΥ είναι με το «ένα πόδι» στον ιδιωτικό τομέα, οι ιδιώτες γιατροί και οι ασφαλιστικές εταιρείες θα μπορούν σε λίγο να φέρνουν την πελατεία τους στα δημόσια νοσοκομεία και όλο το σύστημα υγείας, δημόσιο και ιδιωτικό, θα λειτουργεί ως μια ενιαία αγορά.
Υγειονομική ανισότητα
Με πρόσχημα την καλύτερη εξυπηρέτηση του ασθενή και την αύξηση των εισοδημάτων των γιατρών, συντελείται μια ριζική αλλαγή παραδείγματος στη φιλοσοφία και λειτουργία του ΕΣΥ. Από εγγυητής του κοινωνικού δικαιώματος στην υγεία, μεταλλάσσεται σε χώρο παροχής διαφοροποιημένων υπηρεσιών ανάλογα με το «πορτοφόλι» του ασθενή, αυξάνοντας με ακραίο τρόπο τις υγειονομικές ανισότητες και τις ακάλυπτες ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Έτσι ακυρώνεται στην πράξη η στρατηγική της καθολικής και ισότιμης κάλυψης, αφού από το «υγεία για όλους» πάμε στο «υγεία μόνο για όσους έχουν λεφτά»!
Δεν πρόκειται απλώς για μια νεοφιλελεύθερη εμμονή που μας πάει 40 χρόνια πίσω, στην προ-ΕΣΥ περίοδο, στην εποχή της υγειονομικής φτώχειας και της αναξιοπρέπειας. Είναι και μια ρεβάνς της νεο-Δεξιάς του κ. Μητσοτάκη απέναντι στο κατ’ εξοχήν στοιχείο προοδευτικού ριζοσπαστισμού της Μεταπολίτευσης και ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς, που είναι η υπεράσπιση του δημόσιου συστήματος υγείας ως μηχανισμού κοινωνικής αναδιανομής και κατοχύρωσης της ισότητας των ανθρώπων απέναντι στην αρρώστια.
Μπροστά σ’ αυτή την επιθετική στρατηγική πλήρους ιδιωτικοποίησης της υγείας (τώρα παίρνει σειρά η ψυχική υγεία και οι δομές κατά των εξαρτήσεων), υπάρχουν αμείλικτα ερωτήματα: Είναι αναστρέψιμη η διάλυση του ΕΣΥ και με ποιο τρόπο; Υπάρχει εναλλακτική και εφαρμόσιμη στρατηγική ή είναι «μονόδρομος» οι μεταρρυθμίσεις που υπονομεύουν τον δημόσιο χαρακτήρα του ΕΣΥ και συνεπάγονται αυξημένη συμμετοχή των ασθενών στο κόστος περίθαλψης; Τι πρέπει να κάνουν οι φορείς των υγειονομικών, οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ, οι σύλλογοι των ασθενών, οι τοπικές κοινωνίες, οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις;
Υπεράσπιση και αναδιοργάνωση της δημόσιας υγείας
Η απάντηση είναι σχεδόν αυτονόητη: Πρώτον, δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με την κατάρρευση του ΕΣΥ. Δεύτερον, η ανάταξη και αναδιοργάνωση του δημόσιου συστήματος υγείας πρέπει να αποτελέσει κορυφαία και επείγουσα πολιτική προτεραιότητα και, τρίτον, χρειάζεται όχι απλώς ένα «μέτωπο σωτηρίας» του ΕΣΥ, αλλά ένας «ανένδοτος αγώνας» για τη δημόσια περίθαλψη, που θα αλλάξει τους όρους της συζήτησης, θα οργανώσει κοινωνικές αντιστάσεις, θα οικοδομήσει κοινωνικές συμμαχίες μεταξύ εργαζομένων στο ΕΣΥ και ληπτών υπηρεσιών υγείας, θα ευνοήσει κοινές πολιτικές πρωτοβουλίες και προγραμματικές συγκλίσεις στον χώρο της αριστερής – προοδευτικής αντιπολίτευσης.
Σήμερα κανείς δεν πιστεύει ότι η κατάσταση στο ΕΣΥ μπορεί να βελτιωθεί. Γιατί όλοι έχουν καταλάβει που το πάει η κυβέρνηση. Έχει σημασία, όμως, να συμφωνήσουμε τι πρέπει να γίνει. Είναι ζήτημα επιβίωσης του ΕΣΥ να υλοποιηθεί –προφανώς από μια άλλη κυβέρνηση που θα έχει τη βούληση– μια γενναία επένδυση, ένα αναπτυξιακό «σοκ» στο σύστημα, που θα αλλάξει ριζικά το εργασιακό κλίμα, θα αντιστρέψει την κατάρρευση ηθικού του προσωπικού και θα δώσει το «σήμα» σε υγειονομικούς και κοινωνία ότι το ΕΣΥ έχει μέλλον και προοπτική.
Το μείζον θέμα είναι το ανθρώπινο δυναμικό. Χωρίς μια δραστική «ένεση» μόνιμου προσωπικού (όλων των κατηγοριών) και χωρίς σοβαρή αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας, αμοιβής και εκπαίδευσης, ειδικά των νέων γιατρών, δεν υπάρχει σωτηρία. Αυτό συνεπάγεται αυτόματη προκήρυξη και γρήγορη κάλυψη των κενών θέσεων λόγω συνταξιοδοτήσεων – αποχωρήσεων, διασφάλιση της μόνιμης εργασιακής σχέσης των συμβασιούχων, ένταξη στα ΒΑΕ και μαζικές προσλήψεις γιατρών – υγειονομικών σε όλα τα τμήματα αιχμής (ΠΦΥ, ΤΕΠ, ΜΕΘ, Αναισθησιολογικά, Παθολογικές κλινικές, ΜΤΝ, Εργαστήρια, Ψυχική Υγεία, ΚΕΦΙΑΠ, Οδοντιατρεία, ΕΚΑΒ). Οι προκηρύξεις, όμως, δεν αρκούν. Για να ανταποκριθούν οι γιατροί χρειάζεται διπλασιασμός των καθαρών αποδοχών τους και «απλόχερη» δέσμη κινήτρων (οικονομικών, βαθμολογικών, επιστημονικών, κοινωνικής μέριμνας κλπ) για τις δυσπρόσιτες – νησιωτικές περιοχές και τα «άγονα» τμήματα-κλινικές σε όλη τη χώρα. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις, συνδυαστικά και χωρίς «εκπτώσεις» και με την αναγκαία δημοσιονομική υποστήριξη (δημόσιες δαπάνες υγείας στο 7,5% του ΑΕΠ), μπορούν να διασφαλίσουν μια ριζική αλλαγή πορείας στα υγειονομικά πράγματα. «Ανένδοτος αγώνας», λοιπόν, τώρα για ισχυρό και αξιόπιστο ΕΣΥ, για τη διεύρυνση του «δημόσιου χώρου» στην Υγεία και για τη «θωράκιση» της κοινωνίας.
Ανδρέας Ξανθός