Στον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται μία «επιχείρηση-σκούπα» θα μπορούσαμε να πούμε, με απολύσεις, με το κλείσιμο του καθημερινού της «Αυγής». Παράλληλα αποδομείται το παρελθόν του, με δηλώσεις περί «μαύρων ταμείων», και τα όργανα υπολειτουργούν. Η λεγόμενη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ έγινε μετάλλαξη;
Πρόκειται για την απόληξη μιας διαδικασίας μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ. Το έχουμε ξαναπεί από τις σελίδες της «Εποχής», ο Στ. Κασσελάκης δεν είναι η αιτία, αλλά το σύμπτωμα, η εκδήλωση της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ. Προηγήθηκε μια διαδικασία προγραμματικής, ιδεολογικής και οργανωτικής μετάλλαξης, η οποία οδήγησε στην εκλογή Κασσελάκη και έχει εξελιχθεί στη σημερινή εκφυλιστική συνθήκη. Ήδη από το 2019 τα κομματικά όργανα δεν λειτουργούσαν, κυριαρχούσαν προσωποπαγή χαρακτηριστικά στην οργάνωση, προωθούταν μια ασαφής στροφή προς το κέντρο και υποβαθμίζονταν τα ΜΜΕ του κόμματος. Η διαφορά είναι ότι στην προηγούμενη φάση δεν εκφραζόταν εύκολα κριτική απέναντι στην ηγεσία για αυτήν την κατάσταση. Το βασικό που διαφοροποιεί τον Στ. Κασσελάκη από την προηγούμενη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι δεν έχει κανένα ιστορικό δεσμό με τον συγκεκριμένο χώρο και επομένως ούτε φραγμούς και δισταγμούς στην εφαρμογή των επιλογών του. Κινείται θα λέγαμε σε ένα ιστορικό κενό.
Αυτή η κατάσταση εξαίρεσης που περιγράφεις δεν απομάκρυνε μαζικά τους ψηφοφόρους. Σαφώς έχασε, αφού δεν πέτυχε τους στόχους του και έχασε μερίδα ψηφοφόρων, αλλά δεν κατέρρευσε εκλογικά.
Το εντυπωσιακό είναι ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την παραδοσιακή βάση του ΣΥΡΙΖΑ: είναι περισσότεροι στις ηλικίες 17-34 και τις γυναίκες, στους μισθωτούς δημόσιου τομέα, τους ανέργους και τους φοιτητές, λιγότεροι στα μεσαία στρώματα και άνω του εθνικού μέσου όρου στο λεκανοπέδιο και πιο ειδικά στις λαϊκότερες περιφέρειες (Δυτικός Τομέας και Β’ Πειραιά). Από το exit poll των ευρωεκλογών ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρουσίαζε την εικόνα ενός κόμματος το οποίο υφίσταται μετάλλαξη στη βάση του. Φαίνεται ότι εξακολουθεί να διατηρείται ένα πολιτικό υποκείμενο και μια σχέση εκπροσώπησης, πέραν των όσων συμβαίνουν στα ανώτερα κλιμάκια του κόμματος. Και αυτό μάλλον δεν συνειδητοποιείται επαρκώς από την κομματική ελίτ του ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επίσης δεν πέτυχε τους στόχους του και τώρα η ηγεσία του αμφισβητείται, με τη συζήτηση να γίνεται μιντιακά και πάλι, παρότι έχει ισχυρούς κομματικούς μηχανισμούς. Μπαίνει σε νέα φάση;
Πράγματι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν πέτυχε τον στόχο της δεύτερης θέσης, παρότι εμφανίζει μια ορατή βελτίωση στην εκλογική του επιρροή από το 2023 μέχρι σήμερα. Ο Ανδρουλάκης έχει μεγάλη συμβολή στην ανασυγκρότηση της οργάνωσης του ΠΑΣΟΚ, ιδίως στην περιφέρεια και στην επανάκαμψη του κόμματος σε μια πιο κεντρική θέση στον κομματικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, δεν αξιοποίησε προς όφελός του την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως γιατί δεν έχει ένα σαφές πολιτικοϊδεολογικό σχήμα. Γενικά θεωρώ ότι έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να βρεθεί ως εναλλακτικός πόλος απέναντι στην ΝΔ, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά λόγω του συντηρητικού και εξισορροπητικού τρόπου με τον οποίο προέβαινε σε πολιτικές επιλογές. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσωπα που ο ίδιος ευνόησε στις εθνικές εκλογές του 2023 βρέθηκαν απέναντί του, ενώ την ίδια στιγμή στελέχη της δικής του ομάδας βρέθηκαν εκτός, με αποκορύφωμα την μη εκλογή του Ανδρέα Σπυρόπουλου ως ευρωβουλευτή.
Ο Ανδρουλάκης εκλέχτηκε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ως κάτι «νέο» και «άφθαρτο». Τώρα αμφισβητείται από τον «νέο» και «άφθαρτο» Δούκα. Είναι μια μίμηση του ΣΥΡΙΖΑ;
Πολλοί από τους αμφισβητίες του Ανδρουλάκη είχαν μια κοινή αφετηρία με τον ίδιο στην οργάνωση του ΠΑΣΟΚ και λίγο ως πολύ συναποτελούν όλες και όλοι μια κοινή πολιτική γενιά. Η λογική με την οποία κινούνται είναι ότι «αφού τα κατάφερε ο Ανδρουλάκης μπορώ να τα καταφέρω και εγώ». Σε αυτήν τη λογική αμφισβητείται το πρωτείο του Ανδρουλάκη ως αρχηγού – είναι υπέρ του δέοντος γνώριμος. Αντίθετα στον Στ. Κασσελάκη δεν αναγνωρίζεται το πρωτείο του ως αρχηγού επειδή εξακολουθεί να είναι ένας άγνωστος «Χ» ο οποίος απαλλοτρίωσε το κόμμα από τους συριζαίους. Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ υπάρχει ένας τουλάχιστον επισπεύδων για τη διεκδίκηση της ηγεσίας, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ακόμα εμφανιστεί.
Ενόσω ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να βρουν τις εσωκομματικές τους ισορροπίες, ανοίγουν συζήτηση για το ποιος θα ηγηθεί ενός μετώπου της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, που θα αντιπαρατεθεί στη ΝΔ. Μία τέτοια συζήτηση έχει νόημα σε ένα πολιτικό σύστημα που καταρρέει; Τι μπορεί να καταφέρει ένα τέτοιο μέτωπο;
Είναι σαφές ότι ο κόσμος που τοποθετείται στον κοινωνικό χώρο της λεγόμενης (Κεντρο)αριστεράς αναζητά εκπροσώπηση. Το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια δομική κρίση των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς στην Ελλάδα. Αυτή η κρίση δημιουργεί όλες αυτές τις παλινωδίες: τα εκφυλιστικά φαινόμενα στον ΣΥΡΙΖΑ, την αδυναμία προσανατολισμού και σοβαρής πολιτικής συζήτησης στο ΠΑΣΟΚ, την περιχαράκωση του ΚΚΕ, τον μικρομεγαλισμό σχημάτων που βρίσκονται κάτω από το εκλογικό κατώφλι. Σε αυτό το πλαίσιο, «πυροτεχνήματα» τύπου «να βρούμε έναν αρχηγό να νικήσει τον Μητσοτάκη» ή «να επινοήσουμε ένα modus operandi για τη συγκόλληση των κομμάτων του προοδευτικού χώρου», θέτουν εξαρχής τα λάθος ερωτήματα και δίνουν κατ’ επέκταση απαντήσεις άνευ σημασίας. Όταν έχει εμφανιστεί μια τέτοια δομική κρίση τα υποκείμενα της Αριστεράς πρέπει να αναστοχαστούν ως προς την πολιτική τους θέση και πορεία.
Έχει μονοπωλήσει πάντως την πολιτική συζήτηση…
Προφανώς και αυτό επιβεβαιώνει μια αναγκαιότητα που υπάρχει. Αλλά είναι και πολύ βολικό να ασχολούνται όλοι με τους «βυζαντινισμούς» της (Κεντρο)αριστεράς και όχι με το τι δεν κάνει καλά μία κυβέρνηση που σε λιγότερο από ένα χρόνο έχασε ένα εκατομμύριο ψήφους. Πάντως δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που αναμένεται να επιλυθεί άμεσα τους επόμενους μήνες. Στο ΠΑΣΟΚ η εκκρεμότητα των εσωκομματικών εκλογών αφήνει και ένα ερωτηματικό για το αν το κόμμα θα παραμείνει ενιαίο την επόμενη μέρα αυτών των εκλογών όποτε αυτές κι αν γίνουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε έναν κυκεώνα εσωτερικών αντιπαραθέσεων και περιμένουμε δούμε πώς θα αποτυπωθεί αυτή η εσωτερική κατάσταση και στο καταστατικό συνέδριο του φθινοπώρου. Οι μικρότερες δυνάμεις δεν μπορούν να επηρεάσουν προς το παρόν τη συζήτηση, ενώ και το πλαίσιο που μπήκε από το Ίδρυμα Τσίπρα σε αυτή τη φάση είναι μάλλον ένας ευσεβής πόθος. Προς το παρόν, όλοι οι δρώντες του χώρου είναι ανώριμοι για να ξεκινήσουν μια συζήτηση με έναν τρόπο που θα παράξει ουσιαστικά αποτελέσματα.
Δε μπορεί να συγκροτηθεί ένας νέος πολιτικός φορέας με «παράκλητους» και «Μεσσίες» ούτε βέβαια και με ένα πολιτικό προσωπικό επιβαρυμένο από τις αντιφάσεις του κυβερνητισμού. Ούτε επίσης μπορεί να φτιαχτεί ένα πολιτικό πρόγραμμα που μόνη στόχευσή του θα είναι «να φύγει η Δεξιά». Υπάρχει ένα εδραιωμένο έλλειμμα εμπιστοσύνης που δεξιώνονται τα κόμματα αυτού του χώρου, που δεν τα επέτρεψε να εμφανιστούν ως εναλλακτική προς την ΝΔ και που σε μεγάλο βαθμό τροφοδότησε την αποχή. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί η κρίση εκπροσώπησης με πρακτικές και αντιλήψεις που έχουν απαξιωθεί στη συνείδηση της κοινωνίας. Από τη στιγμή που τα πολιτικά υποκείμενα βρίσκονται σε δομική κρίση, η οποία είναι αποτέλεσμα επιλογών που έκαναν τα ίδια, για να κινητοποιήσουν ξανά την κοινωνία πρέπει να κάνουν αυτοκριτική. Να ξαναδούν τα «τραύματα» της κυβερνητικής τους περιόδου μέσα στην οικονομική κρίση – το ΠΑΣΟΚ για το 2010-2014 και ο ΣΥΡΙΖΑ (και η Νέα Αριστερά) για το 2015-2019. Να εντοπίσουν τι τα απομάκρυνε από την κοινωνία. Και να πάψουν να μιλούν διαρκώς με όρους μιας κάποιας «ιστορικής δικαίωσης» που δεν αφορά κανέναν πλην των κομματικών τους ελίτ.
Τα κόμματα της Αριστεράς (ΝεΑρ, ΜέΡΑ25, Κόσμος) τι μηνύματα πρέπει να λάβουν από το πώς εξελίσσεται η συζήτηση και ποια η θέση τους σε αυτή;
Ότι η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή καθαυτή δεν λύνει τα προβλήματα και ότι πρέπει να ξαναδούν θεμελιακά ζητήματα της πολιτικής τους ταυτότητας και δράσης. Αν για παράδειγμα, στην περίπτωση της Νέας Αριστεράς, εθεωρείτο η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ και η δημιουργία του νέου κόμματος ότι θα λειτουργούσε ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για τα μισά στελέχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, τότε αυτό ήταν εξαρχής μια λανθασμένη αντίληψη. Αν ένας πολιτικός σχηματισμός, στον οποίο είναι στελέχη τρεις πρώην γραμματείς του ΣΥΡΙΖΑ, δύο πρώην επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης στο δήμο Αθηναίων και ορισμένοι τους πιο δημοφιλείς τέως βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλείται κυρίως επιχειρήματα γενικής κρίσης του πολιτικού συστήματος χωρίς να επερωτά εξίσου και τις πολιτικοοργανωτικές του αδυναμίες, τότε πράγματι δεν υπάρχει συνείδηση του προβλήματος. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι με βάση το exit poll στο 70% των ψηφοφόρων που είχαν προαποφασίσει τι θα ψηφίσουν, η Νέα Αριστερά έλαβε 1,4%.
Για να μπορέσει να αποκτήσει μια δυναμική η Νέα Αριστερά τι πρέπει να κάνει;
Δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω αυτό το ερώτημα. Όμως, ας δούμε τα δεδομένα. Δεν υπάρχει προς το παρόν κάποια κοινωνική διαίρεση την οποία να προσπαθεί η Νέα Αριστερά να πολιτικοποιήσει στον κομματικό ανταγωνισμό και η οποία να παρέχει κάποια γείωση των προταγμάτων της στην κοινωνία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι επρόκειτο καταρχήν για μια διάσπαση στελεχών από τα πάνω, χωρίς τα αναγκαία κοινωνικά ερείσματα που θα της έδιναν τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα διακριτό εκλογικό και κοινωνικό ακροατήριο. Βλέπουμε επίσης ότι στο επίπεδο της σύνθεσης της εκλογικής επιρροής της δεν υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση της ψήφου πλην των κατηγοριών των ανέργων, των ελεύθερων επαγγελματιών και των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ είχε χαμηλά ποσοστά σε περιοχές κατώτερων εισοδημάτων. Αν χρησιμοποιήσουμε τον όρο του T. Πικετί, πρόκειται για μια ελάσσονα εκδοχή «βραχμανικής αριστεράς», δηλαδή μια αριστερά που ψηφίζεται κατά κύριο λόγο από υψηλά μορφωτικά στρώματα. Θα φανεί από το ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος αν θα ξεκινήσει κάποια συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης όλων αυτών των αδυναμιών.
Η Αριστερά θεωρείς ότι βρίσκεται ξανά στο μηδέν και πρέπει να προσπαθήσει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της;
Την κυβερνητική εκδοχή της Αριστεράς την ξεθεμελίωσε και απονομιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 και μετά. Κι από εκεί ξεκινά η δομική κρίση των υποκειμένων της Αριστεράς. Η Αριστερά για να ανακάμψει πρέπει να αρχίσει να λέει πράγματα που παράγουν νόημα στους ανθρώπους, ιδίως σε ένα πλαίσιο κρίσης εκπροσώπησης. Για αυτόν τον λόγο ένας νέος φορέας πρέπει να ξεκινήσει από εκεί. Εάν δεν γίνει αυτό οτιδήποτε φτιαχτεί είτε πολιτικός συνασπισμός είτε νέο κόμμα θα είναι εύθραυστο και παροδικό.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τα προτάγματα της ΝΔ για ένα κομμάτι της βάσης της παράγουν νόημα. Όπως επίσης και πολλά από τα προτάγματα των κομμάτων της ακροδεξιάς για τους δικούς τους ψηφοφόρους. Και ότι φυσικά η κρίση εκπροσώπησης και η κρίση εμπιστοσύνης προϋπήρχε, δεν ήταν προϊόν των εκλογών του 2024· σε αυτές γίναμε μάρτυρες μιας παρόξυνσης αυτής της κρίσης. Η βάση της λεγόμενης (Κεντρο)αριστεράς παρακολουθεί τον χώρο με μια εδραιωμένη δυσπιστία. Ας μη θεωρούμε ότι με αυτό το πολιτικό προσωπικό και με αυτά τα πολιτικά υποκείμενα μπορεί να αποκατασταθεί έστω και μερικώς η εμπιστοσύνη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα διαμορφωθεί μελλοντικά η κατάσταση· νομίζω ότι σε αυτή τη φάση θα διατηρηθεί ο κατακερματισμός και ότι δεν θα βρεθεί εύκολα ένας κοινός προγραμματικός βηματισμός ανάμεσα στα κόμματα.
Ιωάννα Δρόσου