Θυμάμαι κάποτε, πολύ παλιά σύμφωνα με τον πολιτικό χρόνο, ήμασταν με μια παρέα εξαιρετικών φίλων, αριστερών ανθρώπων, στο Κουκάκι. Καλοκαίρι, αλλά δεν έσκαγε κι ο τζίτζικας. Μαζί με έναν εξ αυτών προσπαθούσαμε να πείσουμε πόσο σπουδαίο έργο –έργο ζωής για εμάς της δημόσιας δράσης– θα ήταν να πείσουμε για να υλοποιηθεί ένα σχέδιο έτσι ώστε η Αθήνα και τα πέριξ να γίνουν καταπράσινα γιατί θα μας φάει η ζέστη. «Δηλαδή σαν πόσα δέντρα θέλετε να φυτευτούν»; «Ένα εκατομμύριο, και λίγα είναι». «Ε, είστε φασαίοι» μας απάντησε μια φίλη. Πάει να πει «λέτε σάχλες», στο λίγο πιο γλυκό του.
Έρχεται όμως η πραγματικότητα και γκελάρει αντίθετα από τις αδράνειες μας. Για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Υγείας της Βαρκελώνης το 2021 δημιούργησε μια κατάταξη περισσότερων από 800 πόλεων, κυρίως της Ευρώπης, για να δείξει πόσο ανθυγιεινές είναι. Μαντέψτε. Από όλες αυτές τις πόλεις βρεθήκαμε στην 18η χειρότερη θέση και οι θάνατοι που θα μπορούσαν να αποφευχθούν είναι τουλάχιστον 1431 ανά έτος, αν πληρούσαμε τα κριτήρια που θέτει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και αφορούν το εύρος και την ποιότητα του πρασίνου. Γκελ. Και σκεφτείτε πως αυτός ο αριθμός αφορά μόνο την Αθήνα. Βάλτε με το νου σας την Λάρισα, τα Χανιά κ.ο.κ.
Ταξικός ο καύσωνας
Είναι γνωστό πια πως στους ψυχισμούς που επικρατούν στον ύστερο καπιταλισμό οι ηθικοί πανικοί, ιδιαιτέρως δια των αριθμών, τους οποίους και θα μπορούσα να παραθέτω όσο να πιάσω όλα τα φύλλα της εφημερίδας, δεν δημιουργούν το επιδιωκόμενο ή έστω αυτονόητο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση μας, αυτό θα ήταν η δραστηριοποίηση για την εκπόνηση ενός δημοκρατικού, μαζί με την κοινωνία κι όχι αντί γι’ αυτήν, σχεδιασμού της Αθήνας των μεγάλων, σκιερών, ευημερούντων δέντρων. Οπότε τι συμβαίνει; Από την μια το «οικοάγχος» από το οποίο εμφορούνται οι νέοι και οι νέες του δυτικού κόσμου είναι κάπως ντεμέκ, δεν πολυμετράει. Κι από την άλλη, οι οικολογικές ανησυχίες των αριστερών όταν δεν πεταρίζουν σε γενικότητες απροσδιόριστες, σε μνημειώδεις τσακωμούς που μόνο οι πεισμωμένοι, οι θυμωμένες μπορούν να παρακολουθήσουν, συχνά καταλήγουν σε ακοστολόγητα, ανεφάρμοστα και μη πιστευτά ευχολόγια στην τρίτη σελίδα του προγράμματος των κομμάτων τους. Πάει να πει «να ’χαμε να λέγαμε».
Έλα όμως που κάνει γκελ νούμερο δυο και εδώ η πραγματικότητα, που περίπου λέει ότι το ταξικό το ζήτημα είναι ψηλά στην ατζέντα μας αλλά εμείς αγνοούμε τι είναι ταξικό. Σύμφωνα, λοιπόν, με το εξαιρετικό ρεπορτάζ της Ντίνας Καράτζιου την προηγούμενη εβδομάδα στη lifo, η ερευνητική ομάδα του καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη έβγαλε ένα διαυγέστατο πόρισμα: «ο συνδυασμός εισοδήματος και θερμικού κινδύνου ανέδειξε το γεγονός ότι όσο μεγαλύτερο είναι το οικογενειακό εισόδημα τόσο μικρότερος είναι ο θερμικός κίνδυνος που διατρέχουν οι πολίτες, και το αντίστροφο». Κοντολογίς οι φτωχοί, οι από κάτω καίγονται, ιδιαιτέρως στο δυτικό κομμάτι της πόλης.
Και είναι και λογικό. Για έναν επίμονο περιπατητή σαν και του λόγου μου, καμιά φορά και σε βαθμό εμμονής, είναι ηλίου φαεινότερο (τι ειρωνεία ε;) πως όλο το δυτικό κομμάτι της μητρόπολης είναι γυμνό, με τούφες – τούφες δέντρων εδώ κι εκεί που δεν μπορούν να απομειώσουν τη θερμοκρασία. Η ταξικότητα φαίνεται κι αλλιώς. Πόσο φροντισμένα είναι τα δέντρα; Πόσο καινούργια, ανθεκτικά και κυρίως υπέρψυχα είναι τα υλικά στα πάρκα; Πόσο καλά είναι τα παγκάκια, αν υποθέσουμε πως υπάρχουν; Πόση ασφάλεια, προσβασιμότητα και κοινοτική δραστηριοποίηση προσφέρεται εκεί για να μπορούν να τα απολαμβάνουν οι άνθρωποι;
Ενάντια στα μουχαμπέτια
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της lifo, o δήμαρχος Αθηναίων θέλει να εφαρμόσει στην Αθήνα τον κανόνα «3-30-300». Tο κάθε σπίτι να έχει οπτική επαφή με 3 τουλάχιστον δέντρα, η κάθε γειτονιά να έχει τουλάχιστον κατά 30% φυσική σκίαση από δέντρα και κάθε κάτοικος να έχει πρόσβαση σε ένα πάρκο με πράσινο σε ακτίνα 300 μέτρων. Πάντα μου δημιουργούσε μια σχετική αποστροφή η εταιρική επικοινωνία με υπόνοιες τεχνοκρατικής αριστείας στα πολιτικά πράγματα αλλά και πάλι. Είναι μια αρχή, ακόμα κι αν είναι εντελώς ανεπαρκής. Ο κ. Δούκας λέει επίσης πως θέλει να φυτεύει πέντε χιλιάδες δέντρα το χρόνο, έχει ήδη φυτέψει περίπου τα μισά. Λίγα είναι αλλά και πάλι. Εμείς, τι αντιτάσσουμε;
Ξέρω τις αντιστάσεις για να μην κοπεί κανένα δέντρο, για να απλωθούν κι άλλο τα πάρκα και για πολλά ακόμη. Είναι σεβαστές, είναι καλές αρχές αλλά είναι πίσω από τον καιρό μας. Χρειάζεται με περίσσιο θάρρος να πούμε πως δεν έχουμε κάνει όσα πρέπει, πως είμαστε αδρανείς, πως μας αρέσει να λέμε περισσότερα από όσα κάνουμε. Να κατανοήσουμε πως, σε αυτήν την πόλη και σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, για τρεις και τέσσερις μήνες, αν δεν κάνουμε κάτι πολύ σύντομα, θα μπορούν να κυκλοφορούν μονάχα υγιείς νέοι και νέες και κανείς άλλος, αλλιώς θα κινδυνεύει. Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που το επιτρέπει αυτό;
Να ανατιμήσουμε την ευθύνη, να την κάνουμε ακριβή, πολύτιμη και απαραίτητη για όλους και όλες. Όχι με σηκωμένο το δάχτυλο, όχι με παραληρηματικά μουχαμπέτια για το χαβά. Για να εμπνεύσουμε πρώτα να εμπνευστούμε με κουβέντες ζεστές, που να αναβλύζουν από την πραγματική ζωή. Κι ας μας λένε φασαίους, μπορεί να είναι και καλύτερα.
Βασίλης Ρόγγας