Είναι προφανές πως «ένας νόμος δεν αρκεί». Και είναι προφανέστερο πως αν, μέχρι και την άκρη του κόσμου, δεν δύνανται οι άνθρωποι να αγκαλιάζονται στα φανερά και ν΄ αγαπιούνται στις πλατείες και στα καφενεία, οι αγώνες για τούτο το θεμελιώδες πρέπει να είναι καθημερινοί. Διότι η κοινωνική ένταξη -εξακολουθεί να- περνάει μέσα και από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ο οποίος θέτει, διαρκώς, προσκόμματα: οι αστικές κοινωνίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, δεν ξεφεύγουν από την καπιταλιστική συνθήκη, που, ακόμα, ομνύει στο περιβόητο τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία- οικογένεια».
Έτσι, στα καθήκοντα όλων εκείνων που, με δουλειά μυρμηγκιού, επιθυμούν ν΄ αλλάξουν τον κόσμο, συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή –και- στις παρελάσεις υπερηφάνειας, στα γνωστά Gay Pride. Για την Αριστερά, που πρωτοπόρησε σε δύσκολους καιρούς, η υπεράσπιση των παραγκωνισμένων αποτελεί εξάλλου ταυτοτικό χαρακτηριστικό.
Αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος συγκρότησης των δυτικών αστικών δημοκρατιών, αυτός που ακολουθεί το χρήμα, μπορεί, εύκολα, να γίνει βαθιά προοδευτικός: για λόγους αυτοσυντήρησης, ξεπερνά τον εαυτό του. Επίσης, οπότε, ομνύει στα «ανθρώπινα δικαιώματα», συνεπής στις αρχές του Διαφωτισμού, επίσης ακολουθεί τις λογικές της συμπερίληψης. Ταυτοχρόνως, προς τέρψη των αγορών, διευρύνει την πελατειακή του βάση.
Το Pinkwashing είναι εδώ, σε κάθε στιγμή της κοινωνικής ζωής: Διότι όταν, την ίδια ώρα, ο άνθρωπος εξακολουθεί να κανονικοποιείται μέσα στην καπιταλιστική συνθήκη, με τις αλλοτριωτικές διαδικασίες παραγωγής να φτιάχνουν πρότυπα κατά το συμφέρον και το κέρδος τους, τα ανά τον κόσμο Gay Pride είναι ξέπλυμα. Όπως επίσης και να υποστηρίζεις μια πολιτική ορθότητα συμπερίληψης, καλύπτοντας με αποσμητικά χώρου όλη την μπόχα της ωμής εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Αν το σεξ κι οι ηδονή του καταστέλλονται “με τόση σκληρότητα, οφείλεται στο ότι είναι ασυμβίβαστο με μια γενική κι εντατική ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας”, λέει ο Μισέλ Φουκό και συνεχίζει: “η ιστορία της σεξουαλικότητας θα έπρεπε να διαβαστεί πριν απ’ όλα ως το χρονικό μιας αύξουσας καταστολής” , καταστολής που, με την αναδιάταξη των εργασιακών σχέσεων, επί τα χείρω για τους από κάτω, ολοένα χειροτερεύει.
Τις τελευταίες δεκαετίες η Αριστερά, απέναντι στα μείζονα, σιωπά: με την τεχνολογική ανάπτυξη να περικόπτει διαρκώς θέσεις εργασίας και την τεχνητή νοημοσύνη να απειλεί όλο και περισσότερες, να υπερασπίζεσαι επί παραδείγματι το 8ωρο και το πενθήμερο εκλαμβάνεται ως σαφής συντηρητισμός. Η απώλεια της πρωτοπορίας, με την οποία, καταγγέλλοντας, θα διεκδικούσε, με το αίμα της, μια νέα εργασιακή συνθήκη, με δραστική περικοπή των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας, είναι προφανής. Αλλά, δυστυχέστατα, η ίδια η απώλεια της πίστης στον κοινωνικό μετασχηματισμό, μαζί με τη σιωπή που περιβάλλει κάθε τέτοια ιδέα, αποτελεί για την Αριστερά την απαρχή της δεξιάς διολίσθησης: εφόσον, η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας δεν κατονομάζεται πια και η υπόσχεση ότι οι οικονομικές δυνάμεις θα τεθούν στην υπηρεσία των από κάτω δεν δίδεται με σαφήνεια, ο εμφαντικός τρόπος με τον οποίο εκφέρεται σ’ εκείνα τα, ας πούμε, δευτερεύοντα, τα οποία ο καπιταλισμός ήδη έχει καταστήσει ανώδυνα, κρίνεται επί της ουσίας προς τα δεξιά στροφή.
Το βασίλειο του δικαιωματισμού, αλώθηκε από τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις που εισέβαλαν στα πάντα, από το γυναικείο ζήτημα μέχρι το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ. Εκεί οι σχέσεις εκμετάλλευσης όχι μοναχά δεν κατονομάζονται αλλά, περίπου, δεν υπάρχουν. Η πλούσια γόνος, παριστάνοντας την Κλάρα Τσετκίν αδιαφορεί για την ταξική διαστρωμάτωση, ο πλούσιος λευκός ομοφυλόφιλος άνδρας αναπαράγει το παμπάλαιο εξουσιαστικό μοντέλο και όλα τούτα στον πολιτικό λόγο δεν καταγγέλλονται. Εξυπηρετώντας τους από πάνω, αφού συσκοτίζει όλη την κυνική καπιταλιστική πραγματικότητα.
Κεφάλαιο – σχέσεις παραγωγής – εκμετάλλευση: αυτή η βάση που στηρίζει το εποικοδόμημα μοιάζει να ξεχάστηκε.
Αλλά ο αγώνας, σήμερα, την εποχή των λιγοστών κεκτημένων, αφού κάμποσα αφαιρέθηκαν, παραμένει ίδιος: μαζί με την μάχη της ελευθέρωσης της σεξουαλικότητας και του θεμελιώδους δικαιώματος στην ηδονή, οφείλουμε, πρώτα και κύρια, να δίνουμε τη μάχη ενάντια στο σύστημα που δημιουργεί την καταπίεση, την ανισότητα, τη στέρηση. Και κυρίως, όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε, να μιλάμε γι’ αυτήν. Να κατονομάζουμε το σύστημα, να καταγγέλλουμε τις παγίδες του και να εξυφαίνουμε σχέδια για την αντικατάστασή του.
Κατέ Καζάντη