Αν λίγα χρόνια πριν ισχυριζόταν κανείς πως ένας 24χρονος που, κατά δήλωσή του, δεν έχει ψηφίσει ποτέ στη ζωή του, δεν έχει καν εκλογικό βιβλιάριο, ουδέποτε έχει διατυπώσει κάποια πολιτική θέση πέρα από το «όλοι ίδιοι είναι», ο οποίος ωστόσο αντλεί κοινωνική επιρροή από τα εκατομμύρια ακολούθων του στο Tik Tok, το Youtube, το Instagram και το Twitter, θα εκλεγόταν ευρωβουλευτής, σίγουρα θα αντιμετωπιζόταν σκωπτικά.
Και όμως, ο Φειδίας Παναγιώτου, φιγουράρει στη λίστα των κύπριων ευρωβουλευτών.
Ο influencer (περίπου 50.000 ευρώ τον μήνα τα έσοδά του από την επιτυχία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), που φορώντας πουκάμισο, σακάκι και γραβάτα, τα οποία συνδύασε με μποξεράκι, ανακοίνωσε με ένα ολιγόλεπτο βίντεο την υποψηφιότητά του στις 22 Ιανουαρίου, ο άνθρωπος που ψήφισε πρώτη φορά την Κυριακή προκειμένου να σταυρώσει τον εαυτό του, ο υποψήφιος χωρίς ίχνος πολιτικής ουσίας και θέσεων στον λόγο του, συγκέντρωσε σχεδόν 20%, τερματίζοντας τρίτος στην ευρωκάλπη, με ένα ποσοστό που πλησίασε επικίνδυνα το δεύτερο ΑΚΕΛ και αφήνοντας κατά πολύ πίσω του τόσο το ΕΛΑΜ, όσο και το ΔΗΚΟ.
«Λαλώ μια νύχτα, βλάκα Φειδία, αν δεν ψηφίζεις και δεν ασχολείσαι, πάντα θα βγαίνουν οι ίδιοι φλώροι και είπα φτάνει…», αιτιολόγησε την απόφασή του να ασχοληθεί με την πολιτική, πείθοντας να τον ψηφίσουν το 5,5% στις ηλικίες 65+, 6% στους 55-64, 14% στους 45-54, 19% στους 35-44, 27,5% στους 25-34 και σχεδόν 40% στις ηλικίες 18-24 ετών.
Άλλο πολιτική, άλλο social media
Προκαλεί έκπληξη. Θα έπρεπε όμως; Ας αναλογιστούμε ποιο έδαφος βρήκε πρόσφορο η συγκεκριμένη περσόνα και κατάφερε να πλασαριστεί θριαμβευτικά. Και διευρύνοντας τον συλλογισμό –αφού η συνθήκη δεν αφορά φυσικά μόνο την Κύπρο– ας προσπαθήσουμε με ειλικρίνεια να απαντήσουμε αν όλα όσα ζούμε το τελευταίο διάστημα, είναι πολιτική. Αν το χτίσιμο ενός δυνατού προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αν η υπερπροβολή προσωπικών και οικογενειακών στιγμών, αν οι φωτογραφίες από κοινωνικές συναναστροφές και εκδηλώσεις, αν οι δημόσιες σχέσεις, δυναμώνουν την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και συγκρατούν την αποστροφή του εκλογικού σώματος προς αυτό ή αν δίνουν το σήμα πως τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα είναι αυτά που άρχισαν να καταργούν την έννοια της πολιτικής.
Γιατί πολιτική σημαίνει πρόγραμμα με αρχή, μέση, τέλος, ευκρινή, ολοκληρωμένα νοήματα, λύσεις, ενσυναίσθηση και «ατζέντα». Σημαίνει αντιπαράθεση, προγραμματικές διαφορές, ιδεολογικές ταυτίσεις και στρατεύσεις. Δεν είναι πολιτική οι διαδικτυακές …χαριτωμενιές, το τσαλαβούτημα, οι ατάκες του λεπτού. Και σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορεί να εξαντλείται στα social media. Στο κάτω-κάτω, όλα τα παραπάνω, άλλοι που δεν έχουν σχέση με το πολιτικό σύστημα, τα κάνουν απείρως καλύτερα, επειδή αυτή είναι η δουλειά τους. Όπως ο Φειδίας Παναγιώτου για παράδειγμα, που έρχεται να επιβεβαιώσει πως στην κρίση αξιοπιστίας του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού, η ανάδυση προσώπων-προϊόντων μεταπολιτικής, αντιπολιτικής κατ΄ άλλους, συμπεριφοράς, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Στον καιρό της μεταπολιτικής
Ήδη από το 1995 ο Ζακ Ρανσιέρ, αλλά και η Σαντάλ Μουφ και ο Κόλιν Κράουτς, εισήγαγαν τους όρους «μεταδημοκρατία», «μεταπολιτική», στην προσπάθειά τους να θεωρητικοποιήσουν την παγκόσμια συνθήκη της εποχής, με αφετηρία τις δυτικές, φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η μεταπολιτική, λοιπόν, συνδέεται και αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον με εξασθενημένους δημοκρατικούς θεσμούς, αποϊδεολογικοποιημένες πολιτικές συγκρούσεις, δυσαρέσκεια έναντι των παραδοσιακών κομμάτων –ακόμη και από ισχυρό τμήμα των ψηφοφόρων τους– κυριαρχία της υποκειμενικότητας, του ανορθολογισμού και των αυταπατών, καλλιέργεια ενός εικονιστικού μεσσιανισμού με λατρεία των ηγετών, που σε ένα κλονιζόμενο και φθαρμένο κόσμο καλούνται να «σώσουν» τον λαό από τους εχθρούς του.
Και, φυσικά, συνδυάζεται καθοριστικά και αλληλοσυμπληρώνεται με την κοινωνία του θεάματος και την κυριαρχία της εικόνας έναντι της έννοιας. Φρονεί ότι τα κοινωνικά προβλήματα, που δεν λύνονται αλλά οξύνονται, δεν αντιμετωπίζονται με καθιερωμένες δικαιολογίες και αμφίβολες υποσχέσεις, αφού η πειστική τους εμβέλεια είναι περιορισμένη λόγω της ασυνέπειας ή της περιορισμένης υλοποίησης τους. Κατά συνέπεια, δεν επικεντρώνεται σε τετριμμένες, φθαρμένες δικαιολογίες και επαγγελίες, σε επαναλαμβανόμενα σημαίνοντα, αλλά στο σημαίνον, στην εικόνα και τον λόγο ενός «Μεσσία» που με την παρουσία, την οικειότητα, την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό του, ακόμη και με την εμφάνισή του, γίνεται ο ίδιος σημαίνων και σημαινόμενο ταυτόχρονα, της προσδοκίας του καλύτερου.
Κανείς άμοιρος ευθύνης
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, η κοινωνία –μακριά, με ευθύνη των κομμάτων εξουσίας, από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και με τα ΜΜΕ να ενισχύουν την απολίτικη συμπεριφορά– εμφανίζεται απορημένη, παραιτημένη-αποστρατευμένη, αλλά και αποχαυνωμένη, θρυμματισμένη. Μια κοινωνία έγκλειστη, άκρως εξατομικευμένη, ανερμάτιστη και διαρκώς ανικανοποίητη σ’ ένα αβάσταχτο διαρκές και «ατομικό» παρόν, σε έναν αδηφάγο καταναλωτισμό των πάντων, αλλά και σε διαρκή σύγχυση, με υπερχειλίζουσα τη θυμική/συναισθηματική αντίδραση. Ίσως και σε αυτό να οφείλεται η αποχή, αλλά και η «ακατανόητη», «απρόσμενη», «αναξιόπιστη», «συγκυριακού χαρακτήρα» και «καταγγελτική» εκλογική στάση των πολιτών.
Ένα εκλογικό σώμα που δεν είναι πάντως άμοιρο ευθυνών.
Γιατί ναι μεν, όπως έλεγε ο Ζοζέ Σαραμάγκου «Δεν πρόκειται περί δημοκρατίας όταν από τους πολίτες απαιτείται ένα μόνο πράγμα: η ψήφος», το να πηγαίνουν ωστόσο 51.465 άνθρωποι να ψηφίζουν, και να εκλέγουν, μια 76χρονη κτηνοτρόφο από ένα χωριό στον Έβρο, παντελώς σε αυτούς άγνωστη, την οποία δεν έβρισκε κανείς το βράδυ των ευρωεκλογών –ακόμη και παράγοντες από το κόμμα που την περιέλαβε στο ψηφοδέλτιό του– μια γυναίκα που δεν έκανε προεκλογικό αγώνα, δεν είχε παρουσία στα social media, δεν είχε δώσει καμία συνέντευξη, και που το μοναδικό κριτήριο με το οποίο την σταύρωσαν οι ψηφοφόροι ήταν ότι βρέθηκε πρώτη στο ευρωψηφοδέλτιο της Ελληνικής Λύσης, ως η μόνη υποψήφια που το επώνυμό της άρχιζε από «Α» (Αλεξανδράκη Γαλάτω), ε δεν το λες και υπεύθυνη εκλογική συμπεριφορά. Όποιο θυμωμένο μήνυμα κι αν θέλεις να στείλεις.
Αννέτα Καββαδία