Αν στοιχημάτιζε κανείς για το πώς θα εξελιχθεί η προεκλογική συζήτηση μέχρι τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, θα έπεφτε σίγουρα μέσα. Δεν είναι δα και δύσκολο να μαντέψεις, με δεδομένα τα μέχρι σήμερα δείγματα γραφής, πως τα βασικά επίδικα αυτής της κάλπης δεν πρόκειται να απασχολήσουν ούτε τους σχεδιασμούς ούτε το αφήγημα, της πλειονότητας τουλάχιστον, των κομματικών σχηματισμών που μετέχουν σε αυτή τη διαδικασία. Παρακολουθώντας στοιχειωδώς το πώς εξελίσσεται, μέχρι στιγμής, η προεκλογική αντιπαράθεση, είναι σαφές πως τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση –συμπαρασύροντας δυστυχώς και τα υπόλοιπα κόμματα, άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο– αφήνουν εκτός συζήτησης τα της Ευρώπης, παρακάμπτοντας, απολύτως συνειδητά, τα όσα κρίσιμα διακυβεύονται στην ευρωκάλπη.
Ο πόλεμος ως διαιρετική τομή Αριστεράς – Δεξιάς
Θα μου πείτε πως δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Πως ανέκαθεν οι ευρωεκλογές είχαν έναν πιο… χαλαρό χαρακτήρα ή ήταν η ευκαιρία να εκφραστεί η όποια δυσαρέσκεια προς ασκούμενες πολιτικές και τις δυνάμεις που τις εφαρμόζουν. Σωστά, αν και κακώς…
Με τη διαφορά πως η συγκεκριμένη αναμέτρηση δεν γίνεται υπό τις συνθήκες του παρελθόντος, ούτε σε ουδέτερο χρόνο.
Η συνεχιζόμενη ανθρωποσφαγή στη Γάζα όφειλε να δίνει τον τόνο και όλη η συζήτηση να επικεντρώνεται σε αυτό ακριβώς: στον πόλεμο. Γιατί και εκεί βρίσκεται σήμερα η (πάντα υπαρκτή) διαιρετική τομή Αριστεράς – Δεξιάς: στην ανοχή ή μη απέναντι στις θηριωδίες του Ισραήλ εναντίον άμαχου πληθυσμού, στην αιτιολόγηση ή μη της «χλιαρής» αντίδρασης των κυβερνήσεων της Δύσης, στην επίκληση της συνθετότητας του προβλήματος προκειμένου να δικαιολογηθεί η βαρβαρότητα.
Όταν ο ίδιος ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ, περιγράφει τη Γάζα ως «ένα νεκροταφείο για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και επίσης ένα νεκροταφείο για πολλές από τις πιο σημαντικές αρχές του ανθρωπιστικού δικαίου», αυτό δεν είναι αρκετό ώστε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επιδείξει την αποφασιστικότητα που οφείλει απέναντι στον θύτη;
Ή όταν ο σημαντικός παλαιστίνιος πολιτικός και ακτιβιστής Μουσταφά Μπαργκούτι, κάνει τον απολογισμό της τραγωδίας –«μετά από 200 ημέρες ισραηλινών επιθέσεων στη Γάζα έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 34.000 Παλαιστίνιοι, εκ των οποίων υπολογίζεται ότι το 70% είναι γυναίκες και παιδιά. Επιπλέον, υπολογίζεται ότι 7.000 άτομα βρίσκονται κάτω από τα ερείπια και οι τραυματίες είναι 76.000. Το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών έχει καταστραφεί, μεταξύ των οποίων το 70% των κατοικιών, όλα τα πανεπιστήμια, και 33 από τα 36 νοσοκομεία. Στη Δυτική Όχθη ο ισραηλινός στρατός μαζί με τους εποίκους έχουν σκοτώσει 486 Παλαιστίνιους και έχουν τραυματίσει περισσότερους από 4.700», λέει– τι παραπάνω πρέπει να γίνει, ώστε να κατανοηθεί πως η άμεση κατάπαυση του πυρός οφείλει να είναι το ένα και μοναδικό σύνθημα που πρέπει να πρωταγωνιστεί στην προεκλογική καμπάνια, τουλάχιστον των κομμάτων της Αριστεράς; Σε αυτό, άλλωστε, εμπεριέχονται όλα τα άλλα μείζονα θέματα: κλιματική κρίση, κοινωνικό κράτος, ενεργειακή κρίση, πληθωρισμός, προσφυγικό κλπ.
Αντιπολεμικό κίνημα, τώρα!
Δεν έχουν περάσει παρά λίγα χρόνια, ήταν Νοέμβριος του 2018, απ’ όταν εγκαινιαζόταν στη Βουλή, από τον τότε πρόεδρο Νίκο Βούτση, μια έκθεση για το αντιπολεμικό κίνημα στον ευρωπαϊκό Νότο τη δεκαετία του 1980, που περιλάμβανε αφίσες, φωτογραφίες, εκδόσεις και δημοσιεύματα, τα οποία αναδείκνυαν το μαζικό κίνημα που επηρέασε σημαντικά τις κοινωνίες και την πολιτική ατζέντα. Υπενθύμιζε πώς την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, το αίτημα για την ειρήνη και τον αφοπλισμό συσπείρωσε, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, χιλιάδες ανθρώπους και υπήρξε συστατικό στοιχείο της μαζικής πολιτικοποίησης, καθώς και της συγκρότησης ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας. Πώς κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυρηνικών όπλων, αναδύθηκε παγκοσμίως ένα μαζικό και μαχητικό αντιπολεμικό κίνημα, σε στενή σχέση με άλλα κινήματα της εποχής –όπως το νεολαιίστικο, το γυναικείο, το συνδικαλιστικό, το οικολογικό–, το οποίο θα επηρέαζε σημαντικά τις εξελίξεις. Και εστιάζοντας στη σημασία της συγκριτικής ανάγνωσης του αντιπολεμικού αυτού κινήματος, παρουσιάζοντας αναλυτικά την επίδρασή του στην κοινωνία, την πολιτική και τον πολιτισμό, υπενθύμιζε πόσο επίκαιρο παραμένει σήμερα το αίτημα της ειρήνης.
Είναι στους ώμους της Αριστεράς, των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων, η ευθύνη της δημιουργίας (ξανά) ενός τέτοιου κινήματος –ενδεχομένως τα όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες στα πανεπιστήμια, και όχι μόνο, των ΗΠΑ, να δείχνουν τον δρόμο. Με δεδομένες και τις ευρωεκλογές, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να αναζητηθούν νέοι μαχητικοί τρόποι που θα θέσουν κόκκινες γραμμές στην εξωτερική πολιτική της Δύσης –κόκκινες γραμμές γύρω από τις οποίες θα συσπειρώνονται κοινωνικές δυνάμεις, όπως το φοιτητικό κίνημα, τα εργατικά συνδικάτα, αλλά και το περιβαλλοντικό κίνημα, αφού οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί αποτελούν παγκοσμίως βασική αιτία επιτάχυνσης της κλιματικής κρίσης.
Το να σταματήσει η φρίκη στην Παλαιστίνη, δεν είναι μόνο θέμα ηθικής τάξης και ανθρωπιάς. Είναι στοιχειώδης προϋπόθεση για την προστασία της παγκόσμιας ειρήνης και σταθερότητας –κάτι που ισχύει, άλλωστε, και για τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Άρα σήμερα, περισσότερο από ποτέ, υπάρχει ανάγκη ενός μεγάλου, ενιαίου αντιπολεμικού κινήματος με κοινές διαδηλώσεις, με αποφάσεις και δράσεις σωματείων, μαζικών φορέων, διανοούμενων, καλλιτεχνών, στους δρόμους, στους εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, παντού. Η κοινή –παρά τις διαφορετικές αποχρώσεις– ανάγνωση των γεγονότων από τις βασικές δυνάμεις της Αριστεράς, μπορεί και πρέπει να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί αν δεν δοθεί τώρα αυτή η μάχη, θα υπερισχύσει ο φόβος και η απόγνωση. Η καύσιμη ύλη, δηλαδή, του σκοταδισμού και της Ακροδεξιάς.
Αννέτα Καββαδία