Macro

Indian trouble

Θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλουμε αυτή την έννοια του Ινδιάνου με τη σύγχρονη παραμορφωτική κατασκευή του φύλου, που μοιάζει να προκαλεί μια ύποπτα παρόμοια «αναταραχή» στις κατεστημένες νοητικές κατηγορίες: λειτουργώντας ως φαντασίωση/φάντασμα, συγκεντρώνει λιβιδινικές προβολές, ατομικές φοβίες και συλλογικούς φόβους, γίνεται στόχος κρατικής καταστολής και πατριαρχικής βίας όσο και πραγμοποιημένο νομικό φετίχ σε ένα σύστημα του οποίου η ενότητα βασίζεται στη διαιώνιση των διαχωρισμών.
 
Η νεότερη δυτική φιλοσοφία, με τις οικουμενικές αξιώσεις της και τα πανανθρώπινα προτάγματά της, πέρασε στην Ιστορία για το αντίθετο από αυτό που διεκδίκησε: για τον εξοβελισμό από την καθολική της επικράτεια, σε μια ζώνη ριζικής ακαθοριστίας, όσων μορφών ζωής βρέθηκαν να μην πληρούν τις εκάστοτε προδιαγραφές του ανθρώπινου, με αποτέλεσμα να καταδικαστούν σε μια μοίρα ήκιστα ζηλευτή, αλλά διαφορετική από εκείνη των αποβολιμαίων Αλλων της προνεωτερικής σκέψης –παραδειγματική μορφή των οποίων παραμένουν οι δούλοι των Αρχαίων.
 
Τα όντα που βρίσκονται έξω από τον οικουμενισμό των Μοντέρνων δεν μπορούν καν να νοηθούν με φιλοσοφικούς όρους: όνομά τους γίνεται η ίδια η αμφισημία και οι απόπειρες ορισμού τους καταλήγουν μια ατέρμονη διελκυστίνδα ανάμεσα σε ανταγωνιστικές βλέψεις που τα ιδιοποιούνται με γνώμονα κυμαινόμενα ιδεολογικά συμφέροντα.
 
Οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής, τους οποίους μελετά εξαντλητικά και άκρως διαφωτιστικά ο Κώστας Γαλανόπουλος ως λογοθετικά αντικείμενα των Ευρωπαίων φιλοσόφων από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, υπήρξαν μία από αυτές τις ακαθόριστες μορφές ζωής, ίσως η πιο εμβληματική.
 
Από την «ανακάλυψη του Νέου Κόσμου» μέχρι τις μέρες μας, διαβιούν στη ζώνη της Libertas, στους αντίποδες του Imperium, όπως το είχε θέσει ο Τόμας Χομπς στην προμετωπίδα του έργου του Περί του πολίτη, όπου παίρνουν εναλλάξ, με ιλιγγιώδη ταχύτητα και συχνά στη σκέψη του ίδιου στοχαστή, πότε απειλητική όψη (η χομπσιανή εικονογράφηση δείχνει χαρακτηριστικά μια γυναικεία φιγούρα με τόξο και δόρυ που επιβλέπει σκηνές κανιβαλισμού) και πότε τα χαρακτηριστικά του περίφημου ρουσοϊκού «καλού άγριου», στο πρόσωπο του οποίου επιβιώνουν τα ίχνη ενός απολεσθέντος παραδείσου της ανθρωπότητας απαλλαγμένου από τα πολιτισμικά δεινά.
 
Κανένας φιλόσοφος της νεωτερικότητας δεν ξεπέρασε ποτέ στ’ αλήθεια αυτό το δίπολο, το οποίο στον προχωρημένο πια 19ο αιώνα διατηρήθηκε ως μελαγχολική παραίτηση μπροστά σε μια αναπόδραστη εξέλιξη που αντισταθμίζει την απώλεια της φυσικής αθωότητας με τα καταπιεστικά οφέλη του εκπολιτισμού (στον προδρομικό βεμπεριανισμό ενός Τζον Στιούαρτ Μιλ) ή, αντίστροφα, ως ανεύρεση ενός προκαπιταλιστικού παρελθόντος που μετατρέπεται σε προεικόνιση ενός μετακαπιταλιστικού μέλλοντος (στα ύστερα εθνολογικά γραπτά του Μαρξ, ο οποίος βέβαια στη νεότητά του δεν είχε καθόλου χρόνο για πρωτόγονους).
 
Είναι πιθανό αυτός ο οιονεί αναθεωρητισμός του 19ου αιώνα να στάθηκε αποτέλεσμα της βαριάς σκιάς της αποικιοκρατίας στα πιο προοδευτικά πνεύματα της εποχής –μιας σκιάς ωστόσο που δεν παύει να συγκαλύπτει το πρόβλημα, το ανεπίκριτο της «κατάστασης του Ινδιάνου», καθότι η αποικιοκρατία δεν μπορεί να ταυτιστεί με την ιστορική γενοκτονία των Αυτοχθόνων Αμερικανών ούτε στις μεθόδους της ούτε από τη σκοπιά των θυμάτων της.
 
Παλινωδώντας μεταξύ εγκλεισμού/οικειοποίησης και αποκλεισμού/πάταξης των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής, η ευρωπαϊκή φιλοσοφία δίνει μια αρκετά ακριβή ιδέα για ό,τι χωρίζει τον Ινδιάνο από τον αποικισμένο Αφρικανό, για παράδειγμα, του οποίου η φιγούρα δεν γοήτευσε/απώθησε κανέναν Ευρωπαίο κλασικό. Συνεχιζόμενη απόδειξη, η σημερινή θεσμική κατάσταση των Αυτοχθόνων Αμερικανών, που ούτε είχε ούτε έχει ανάλογό της στον αποικιοκρατικό και μεταποικιοκρατικό κόσμο: η μακροχρόνια θέσπιση άνω των 300 αυτόνομων ινδιάνικων περιοχών στις ΗΠΑ, υποβαθμισμένων παραμεθορίων όπου ζουν σε δυσμενείς συνθήκες ένα εκατομμύριο άνθρωποι (κάτι λιγότερο από το ήμισυ όλων των Αυτοχθόνων των ΗΠΑ), είχε ως παράδοξο επιστέγασμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, την απόφαση της αμερικανικής Γερουσίας να αναγνωρίσει με κάθε επισημότητα την επίδραση του Εθνους των Ιροκουά στην πολιτική σκέψη των Ιδρυτών Πατέρων και στην ομοσπονδιακή δομή του αμερικανικού πολιτεύματος.
 
Κοινωνική περιθωριοποίηση -άρα υπόκωφη, αδιόρατη, καθημερινή βία- και πολιτικώς ορθή ανατίμηση μεταφέρουν εμπράκτως στο παρόν τη διφορούμενη στάση της φιλοσοφικής νεωτερικότητας, υποβάλλοντας ότι έχουμε να κάνουμε (και) εδώ με μια μορφή κυριαρχίας διαφορετική από την ωμή επιβολή, αν και όχι λιγότερο επικίνδυνη. Θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλουμε αυτή την έννοια του Ινδιάνου με τη σύγχρονη παραμορφωτική κατασκευή του φύλου, που μοιάζει να προκαλεί μια ύποπτα παρόμοια «αναταραχή» στις κατεστημένες νοητικές κατηγορίες: λειτουργώντας ως φαντασίωση/φάντασμα, συγκεντρώνει λιβιδινικές προβολές, ατομικές φοβίες και συλλογικούς φόβους, γίνεται στόχος κρατικής καταστολής και πατριαρχικής βίας όσο και πραγμοποιημένο νομικό φετίχ, σε ένα σύστημα του οποίου η ενότητα βασίζεται στη διαιώνιση των διαχωρισμών. Από αυτή την άποψη όλος ο κόσμος είναι ακόμα Αμερική –και θα αλλάξει μόνο μαζί της.
 
Γιώργος Καράμπελας
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις