Στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία της, η μεξικανή συγγραφέας Φερνάντα Μελτσόρ χρησιμοποιεί τη φόρμα της προφορικής λαϊκής ιστορίας, του επονομαζόμενου relato, για να εξερευνήσει τη φύση και τα αίτια της βίας της μεξικανικής κοινωνίας. Στο Μεξικό οι άνθρωποι αποδίδουν ενίοτε τις πράξεις βίας στα κακά πνεύματα. Στα εκτενή κοινωνικά ρεπορτάζ της, που προαναγγέλλουν το ύφος και τις θεματικές της στη μυθοπλασία, η Μελτσόρ χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά τις λαϊκές ιστορίες ως αντανακλάσεις της βίας στον πραγματικό κόσμο.
Η Μελτσόρ γεννήθηκε το 1982 στη Βερακρούς και σπούδασε δημοσιογραφία. Μαζί με την Cristina Rivera Garza και τον Yuri Herrera, ανήκει σε μια γενιά συγγραφέων που έχουν βρει νέους τρόπους να γράφουν για τη βία στο Μεξικό. Η γραφή της Μελτσόρ είναι εδραιωμένη στη βαριά, καθημερινή γλώσσα της ανατολικής παραθαλάσσιας πολιτείας – μια περιοχή όπου επιβιώνουν η προφορική παράδοση και η δεισιδαιμονία, ενώ η εγκληματικότητα προσλαμβάνει ασύλληπτες διαστάσεις βαρβαρότητας: δεν είναι τυχαίο ότι στη Βερακρούς αναπτύχθηκε η λεγόμενη ναρκο-λογοτεχνία (narconovela) ως υποείδος από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. «Το αλυσοπρίονο είναι ο ορός της αλήθειας των ναρκέμπορων».
Η Μελτσόρ αναγνωρίστηκε διεθνώς με τα μυθιστορήματά της «Η εποχή των τυφώνων» και «Πάρανταϊς» (Δώμα, 2021, 2022, αντίστοιχα), που μεταφράστηκαν στα αγγλικά και ήταν υποψήφια για το Βραβείο Booker. Σε αυτά τα μυθιστορήματα, η αφήγηση εκχωρείται εξ ολοκλήρου στις φωνές των ανθρώπων που έχουν διαπράξει βία ή έχουν υποστεί βία. Η βία κατά των γυναικών και οι πατριαρχικές δομές των σύγχρονων κοινωνιών είναι κυρίαρχα θέματα στη λογοτεχνία της. Οι μοραλιστικές κρίσεις και κάθε μορφή ηθικισμού, λείπουν από τις σκληρές ιστορίες της, που διαβάζονται με σφιγμένα τα δόντια.
Στο μεταίχμιο ρεπορτάζ και αφηγηματικής μη μυθοπλασίας
Το τελευταίο βιβλίο της περιλαμβάνει μια σειρά από δημοσιογραφικά ρεπορτάζ ή δοκίμια σε στιλ crónicas (χρονογραφήματα), όπως είναι γνωστά στο Μεξικό. Πρόκειται για ιστορίες που κινούνται στο μεταίχμιο του ρεπορτάζ και της αφηγηματικής μη μυθοπλασίας. Συνθέτουν στιγμιότυπα ενός Μεξικού στο οποίο, όπως αφηγείται η Μελτσόρ σε συνέντευξή της, «η μόνη εγγύηση που προσφέρει το κοινωνικό συμβόλαιο φαίνεται να είναι η ατιμωρησία». Το φόντο αυτών των δεκατριών ιστοριών, που γράφτηκαν μεταξύ 2002 και 2011, είναι η περίοδος επιβολής νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1980 και η κοινωνική εξάρθρωση που προκάλεσε. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από την 90χρονη διακυβέρνηση του Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος (PRI), το οποίο ναι μεν ήταν παράγωγο της Μεγάλης Μεξικανικής Επανάστασης του 1910-1920, ωστόσο εξελίχθηκε σε κράτος εν κράτει και πηγή της πολιτικής διαφθοράς που μαστίζει τη χώρα.
Στα Φώτα στον ουρανό, ένας εννιάχρονος βλέπει παράξενα φώτα να κινούνται γρήγορα στον νυχτερινό ουρανό της Βερακρούς. Τα ερμηνεύει ως UFO, και οι συντοπίτες του υιοθετούν την άποψή του, γοητευμένοι. Το μυστήριο καταρρίπτεται όταν κάποιος παρατηρεί ότι πρόκειται για φώτα αεροπλάνων που μεταφέρουν ναρκωτικά, που διακινούν κοκαΐνη υπό την επίβλεψη της Ομοσπονδιακής Δικαστικής Αστυνομίας.
«Η ζώνη της ανομίας» αφηγείται την ιστορία μιας συνοικίας στις όχθες του ποταμού Τενόγια, η οποία δημιουργήθηκε από απελεύθερους σκλάβους αφρικανικής καταγωγής και εν τέλει, εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας, παράκμασε σε μια εξαθλιωμένη πολίχνη γεμάτη κακόφημα μπαρ και βρώμικες καντίνες.
Η ομώνυμη ιστορία της συλλογής αναφέρεται στο συναπάντημα ντόπιων λιμενεργατών και Δομινικανών προσφύγων που εκτρέπονται από την «υποσχεμένη Ιθάκη» του Μαϊάμι και βρίσκονται, μετά από μέρες ταξιδιού, εξαθλιωμένοι στη Βερακρούς. Η χειρονομία αλληλεγγύης των λιμενεργατών προς τους λαθρεπιβάτες –να τους βοηθήσουν να περάσουν με ασφάλεια μέσα από την πόλη– αμφισβητείται από ένα από τα μέλη του πληρώματος, το οποίο βρίσκεται σε μια ανταποδοτική αποστολή στη Νέα Υόρκη για να εκδικηθεί τους δολοφόνους της οικογένειάς του.
Επιρροές και αναφορές
Μια από τις λαϊκές αφηγήσεις, στις οποίες επιστρέφει η Μελτσόρ, είναι αυτή της «La Llorona», ενός εκδικητικού φαντάσματος που θρηνεί τα παιδιά της που βρήκαν τον θάνατο επειδή δεν είχε τροφή για να τα ταΐσει. Η ιστορία, η οποία έχει αποχρώσεις της Μήδειας, συνδέεται με την εποχή της αποικιοκρατίας και με ιθαγενείς γυναίκες, οι οποίες συχνά γοητεύονταν και στη συνέχεια εγκαταλείπονταν από ισπανούς άνδρες. Πατώντας σ’ αυτή την ιστορία, στο χρονογράφημα «Σκλάβα σου, γυναίκα σου ή βασίλισσά σου», η Μελτσόρ παραθέτει το βιβλίο του Μισέλ Φουκό «Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ» (1973): «κάθε έγκλημα πρέπει να εξυπηρετεί κάποιους σκοπό στην κοινωνία». Ο μύθος της La Llorona παίρνει τη μορφή μιας εικοσιτετράχρονης πρώην βασίλισσας της ομορφιάς, Εβαντζελίνα Τεχέρα Μποσάδα, η οποία έγινε πρωτοσέλιδο των ταμπλόιντ στο Μεξικό τη δεκαετία του 1980 όταν κατηγορήθηκε για τη δολοφονία των δύο μικρών γιων της. Συνδυάζοντας ένα true crime story, στο ύφος του Εν Ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε και μια λαογραφική αφήγηση, η Μελτσόρ εξερευνά τη νομική, κοινωνική και ψυχιατρική διάσταση της υπόθεσης της Μποσάδα. Κυρίως την αδυναμία της χώρας να προσφέρει προστασία στους πολίτες της, ιδίως στους πιο ευάλωτους.
Το «Μια κινηματογραφική φυλακή» αφηγείται τον εκτοπισμό του πληθυσμού εκατοντάδων κρατουμένων μιας ολόκληρης φυλακής από τις ομοσπονδιακές αρχές, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τον Μελ Γκίμπσον, ο οποίος επιθυμούσε να γυρίσει «με ρεαλιστικό τρόπο» την ταινία «Get the Gringo» του 2012 – που μέρος της διαδραματίζεται σε μεξικανική φυλακή. Η Μελτσόρ σατιρίζει ανελέητα τη διαφθορά των αρχών και την εθελόδουλη υποταγή στις επιθυμίες των γκρίνγκος.
«Το σπίτι στο Εστέρο» είναι το πιο εκτενές χρονογράφημα της συλλογής. Ιστορία μυστηρίου και φαντασμάτων, αφηγείται τις απόπειρες μιας παρέας εφήβων να εξερευνήσουν ένα παλιό αρχοντικό που θεωρείται στοιχειωμένο σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες. Η Μελτσόρ απομυθοποιεί τις προφορικές δεισιδαιμονίες των απλών ανθρώπων, χωρίς όμως να τις γελοιοποιεί. Τις χρησιμοποιεί ως «ζωντανό αρχείο». Σε σημεία, το χρονογράφημα παρωδεί τον Εξορκιστή, αλλά συγχρόνως του αποδίδει φόρο τιμής. Το βασικό, όμως, σημείο αναφοράς του χρονογραφήματος είναι «Η πτώση του Οίκου των Άσερ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε.
Συμμορίες και καρτέλ
Τα τελευταία χρονογραφήματα της συλλογής («Θ’ αφήνετε τ’ αγόρια μου ήσυχα», «Ένα καλό παιδί», «Η ζωή δεν αξίζει μία», «Το τελευταίο γράμμα») εξερευνούν το βασίλειο του τρόμου της συμμορίας των Zetas.
Οι Zetas στρατολογήθηκαν από ελίτ στρατιωτικών μονάδων από το Καρτέλ του Κόλπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Χρησιμοποιώντας εξελιγμένο οπλισμό, προερχόμενο από τις ΗΠΑ, κυριάρχησαν ανάμεσα στις υπόλοιπες συμμορίες, εξαπολύοντας ένα πρωτοφανές κύμα βίας (απαγωγές, βασανιστήρια, μαζικές εκτελέσεις) στην ανατολική ακτή. Οι Zetas διατήρησαν τον έλεγχο της Βερακρούς μέσω της διαφθοράς υψηλού επιπέδου. Ο Ερέρα και ο Ντουάρτε ντε Οτσόα, κυβερνήτες της πολιτείας διαδοχικά από το 2004 έως το 2016, πλούτισαν όταν συνεργάστηκαν με την εγκληματική οργάνωση, θέτοντας τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις στη διάθεση των Zetas. Αυτοί οι κυβερνήτες έκαναν τη Βερακρούς την πιο επικίνδυνη πολιτεία της χώρας. Το 2016 ανακαλύφθηκε εκεί ο μεγαλύτερος ομαδικός τάφος στο Μεξικό. Περιείχε πάνω από 300 κρανία.
Όπως λέει και η Φερνάντα Μελτσόρ, στη Βερακρούς άνθρωποι σκοτώνονται ή εξαφανίζονται, αλλά κανείς δεν τολμάει να κατονομάσει τους δράστες. Η αστυνομία και ο στρατός απαντούν βίαια, αλλά συχνά είναι ασαφές εάν δρουν εναντίον των Zetas ή με τις ευλογίες τους. Οι απλοί άνθρωποι πεθαίνουν, μαθαίνουν να μη βλέπουν ή να μη λένε τίποτα και να επιβιώνουν όπως μπορούν.
Θανάσης Μήνας