ΤΕΙΧΗ (Κ. Καβάφης, 1896, 1987)
Χωρίς περίσκεψην, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Ο κατακερματισμός της ελληνικής αντιπολίτευσης, προϊόν της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ εντός του 2023, και η παρεπόμενη διαδικασία πολιτικού μετασχηματισμού σε κόμμα πιο κοντά στους ΑΝΕΛ (παρά σε αυτό που κάποτε –με όλα τα στραβά του– υπήρξε) αποτελεί τη συνθήκη ενός δυσοίωνου σεναρίου για την Ελληνική Δημοκρατία: μια δημοκρατία χωρίς αντιπολίτευση.
Το σενάριο αυτό εκτυλίσσεται τη χρονιά που η Μεταπολίτευση γιορτάζει τα πενήντα της χρόνια. Στιγμιότυπα αυτής της πορείας επιχειρεί περιληπτικά να καταγράψει το παρόν κείμενο. Ο τίτλος για το 2024 στην Ελλάδα είναι η ανυπαρξία κοινωνικών αναχωμάτων, πολιτικών αντιστάσεων και θεσμικών αντίβαρων. Όχι όμως ως προϊόν μιας τομής, αλλά μιας βραδείας και επώδυνης συνέχειας. Εξού και ο τίτλος του κειμένου: «ανεπαισθήτως», δανεισμένο από τα «Τείχη» του Κ. Καβάφη…
1. ΣΥΡΙΖΑ: Όλα εδώ πληρώνονται
Στην πολιτική, όπως και στη ζωή γενικώς, έλκουμε περισσότερο αυτό που είμαστε κι όχι αυτό που επιθυμούμε να γίνουμε. Αυτό έπαθε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2023. Κοινώς, όλα εδώ πληρώνονται. Αυτά, ωστόσο, που πληρώθηκαν το 2023 και κείνα που έπονται για το 2024 έχουν μια μακρά ιστορία που πάει πολύ πίσω από τη χρονιά αυτή.
Όλα ξεκίνησαν με τον «διπλό εκλογικό σεισμό» του 2012. Τότε φάνηκε ότι το νέο αστέρι στην ελληνική πολιτική σκηνή, στη θέση του καταρρέοντος ΠΑΣΟΚ, θα ήταν σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Το άστρο έλαμψε, αλλά δεν έμελλε να αντέξει για πολύ. Η λάμψη του διήρκεσε όσο η πεποίθηση ότι το αφήγημά του είναι έγκυρο. Όταν το στόρυ κατέρρευσε, εκείνο το συγκλονιστικό καλοκαίρι του ’15, η λάμψη έσκασε και άρχισαν να φαίνονται οι κακοτεχνίες πίσω από το φως που θάμπωνε. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 κερδήθηκαν από την κεκτημένη ταχύτητα της συγκυρίας. Ωστόσο, από την επόμενη μέρα φαινόταν ότι η ανηφόρα θα ήταν αβάσταχτη. Με το στρατηγικό πολιτικό κόνσεπτ της απαλλαγής από το μνημονιακό άγος κατεστραμμένο, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αδύνατο να βρει άμεσο υποκατάστατο να τον κρατάει πολιτικά δυναμικό.
Τα πολλά θετικά της διακυβέρνησής του στο κοινωνικό πεδίο, και δευτερευόντως στο πεδίο των δημοκρατικών θεσμών ή της εξωτερικής πολιτικής (με μείζον τη Συμφωνία των Πρεσπών) δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τον οργανισμό υγιή. Η δημοσκοπική κατάρρευση του κόμματος ουσιαστικά ξεκινάει την επομένη των εκλογών του 2015 και ήδη από τις αρχές του 2016 αρχίζει να παγιώνεται μια σημαντική απόσταση από τη Νέα Δημοκρατία. Κι αυτό ανεξαρτήτως των κυβερνητικών του επιδόσεων.
Την ίδια στιγμή, εδραιώνονται δύο επίσης εξαιρετικά κρίσιμα πολιτικά δεδομένα: το πρώτο είναι η φωναχτή πεποίθηση της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης για την αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως του αρχηγού του προσωπικά. Το δεύτερο είναι η απόλυτη έλλειψη κοινωνικής γείωσης του κόμματος: με ελάχιστες εξαιρέσεις, κοινωνικά κινήματα, επαγγελματικά σωματεία, επιμελητήρια, πανεπιστήμια είναι εκτός ακτίνας επιρροής του κυβερνώντος αριστερού κόμματος. Πώς, αλήθεια, γίνεται η Αριστερά του 30% να βγάζει τους ίδιους περίπου δημάρχους με την Αριστερά του 3%; Ανοιχτό ερώτημα για τους πολιτικούς επιστήμονες των καιρών μας…
Η κυρίαρχη ανάγνωση του πρώτου προβλήματος, αυτού του μείζονος ελλείμματος αξιοπιστίας, ήταν πολύ επιφανειακή και στρεβλή: για όλα υποτίθεται πως έφταιγαν τα «συστημικά μίντια», οι δημοσκοπικές εταιρείες και οι ακροκεντρώοι, λες και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έφτανε από το 4% στο 36%, όλοι αυτοί ήταν μαζί του… Από την αρχή, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε απέναντί του όλο το κατεστημένο μαζί με τους «μετανοημένους» αριστερούς που λειτούργησαν σαν εξαπτέρυγα του συστήματος. Όμως μέχρι το 2015, όλοι αυτοί μαζί δεν εμπόδισαν σε τίποτε την πολιτική του άνοδο. Πώς γίνεται να καθόρισαν τόσο δραστικά την πολιτική του πτώση;
Η απλή απάντηση στις χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις είναι ότι, από ένα σημείο και ύστερα, ο κόσμος άρχισε να μην αντέχει και τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως από το καλοκαίρι του 2011 ως το 2015 δεν άντεχε τους ως τότε κυβερνώντες. Αυτά είχε στην Ελλάδα ο μύλος των Μνημονίων: θυσία πολιτικού προσωπικού για τη διάσωση της οικονομίας.
Και επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, με ευθύνη όλων των μεγάλων στελεχών του που το επέτρεψαν, είχε μετασχηματιστεί σε προσωποπαγή μηχανισμό, η κύρια εστία της αποδοκιμασίας αφορούσε το πρόσωπο του αρχηγού του. Όπως ο Αλ. Τσίπρας δηλαδή κινητοποίησε τον ενθουσιασμό με το πολιτικό του ταλέντο, έτσι κινητοποίησε και την αποστροφή, η οποία μετά την περίοδο της αντιπολίτευσης, από το 2019 ως το 2023 έφτασε σε δυσθεώρητα και μη ανατάξιμα επίπεδα. Σε αυτήν την εκφυλιστική διαδικασία, η θεσμοθέτηση της απευθείας εκλογής προέδρου από τα μέλη του κόμματος στο συνέδριο του 2022 υπήρξε κομβικής σημασίας, της οποίας οι τραγικές επιπτώσεις φυσικά έγιναν πιο αισθητές μετά την αποχώρηση του Αλ. Τσίπρα.
Πάντως, το 31,5% που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019 ήταν ένα ανέλπιστο μεν, αλλά κακό, δηλητηριώδες δώρο. Συσκότισε τις δομικές ανεπάρκειες κάνοντας την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύει ότι «βρέξει-χιονίσει» το 1/3 του ελληνικού λαού θα ήταν μπετόν μαζί του. Τα άγονα χρόνια της αντιπολίτευσης (2019-2023) έδειξαν ότι ουδέν αναληθέστερο. Ο διπλός εκλογικός σεισμός του 2023 απλώς το επικύρωσε.
Η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να αντιμετωπίσει τα προηγούμενα διά της επίθεσης στο πρόσωπο «Μητσοτάκης» και το «καθεστώς» του παρόξυνε το πρόβλημα. Η μετάβαση από την προγραμματική στην προσωπική αντιπαράθεση των δύο αρχηγών λειτουργούσε ως πολιτικό υποκατάστατο του στρατηγικού ελλείμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, η σαφής πολιτική επιλογή της πρώην ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να «μιλήσει» στα δεξιά της και όχι στη νεολαία, στη γειτονιά, στον χώρο της εργασίας και των κοινωνικών κινημάτων στέρησε από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τη ζωτική δυνατότητα οικοδόμησης δεσμών και ερεισμάτων με προνομιακά ακροατήρια της Αριστεράς: κόσμο που αποστρέφεται τη Δεξιά αλλά δεν εμπιστεύτηκε την Αριστερά διότι του απευθύνθηκε χρησιμοθηρικά και περιστασιακά. Χωρίς άγκυρες στην κοινωνία, χωρίς κομματικές δομές που λειτουργούν, παρά μόνο με περιφερόμενα στελέχη στα κανάλια, η κατάσταση εκφυλίστηκε ακόμη περισσότερο.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση κρίθηκε ως πολύ καλύτερος από τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση ή, ακριβέστερα, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση από το 2019 θεωρήθηκε χειρότερος από τον ΣΥΡΙΖΑ-κυβέρνηση ως τότε. Πώς αλλιώς να αξιολογηθεί ότι ως απερχόμενη κυβέρνηση πήρε 31% ενώ ως αξιωματική αντιπολίτευση έφτασε το 2023 στο 17%;
Μετά τη διπλή ήττα του καλοκαιριού και την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα, ήταν πλέον φανερό ότι ελλείψει της συγκολλητικής ουσίας των διαφορετικών κόσμων στον ΣΥΡΙΖΑ, που υπήρξε η προσωπικότητα του πρώην προέδρου του, το κόμμα δεν θα άντεχε. Κάπως έτσι ήρθε η εκλογή του νέου προέδρου, μιας τιμωρητικά κωμικής φιγούρας για ένα αριστερό κόμμα. Ωστόσο, η εκλογή του νέου προέδρου δεν ήταν απλώς μια κακή στιγμή. Ήταν συνέπεια όλων των προηγουμένων κακών στιγμών που σωρεύονταν διαρκώς και όχι μόνο ανεπαισθήτως. Ωστόσο, ουδείς τολμούσε να μιλήσει, με λιγοστές εξαιρέσεις.
2. Το 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διασπάστηκε: η διάλυσή του επιταχύνθηκε.
Από το φθινόπωρο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν παγόβουνο σε έναν ολοένα και πιο ανυπόφορο καύσωνα, χωρίς μάλιστα επίγνωση των θερμοκρασιών που διαρκώς αυξάνονταν. «Ανεπαισθήτως» οι διαλυτικές θερμοκρασίες συνηθίστηκαν.
Μόνο έτσι, στη μέση –αν όχι μακρά– αυτή διάρκεια θα αντιληφθεί ότι το 2023 δεν είχαμε διάσπαση, αλλά την επιτάχυνση μιας ήδη προχωρημένης διάλυσης. Οι αποχωρήσεις στελεχών μετά την εκλογή του νέου προέδρου του είναι απλώς ένα στιγμιότυπο μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας, η οποία, μετά τη διάσπαση που ακολούθησε τη συνθηκολόγηση του 2015, έχει τα χαρακτηριστικά διαρκών συρρικνώσεων, αποχωρήσεων και μετασχηματισμών που οδήγησαν σταδιακά στο εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του 2023.
Αν το δει κανείς στιγμιαία, η κοινοβουλευτική ομάδα της «Νέας Αριστεράς», προϊόν των αποχωρήσεων του 2023, είναι ονομαστικά το προϊόν μιας διάσπασης. Αν όμως το δει σε μέση διάρκεια, δεν πρόκειται περί αυτού. Δεν συζητάμε για διάσπαση δύο στέρεων πολιτικών μεγεθών που αποχωρίζονται, αλλά για μια διαρκή διαδικασία αποσύνθεσης κατά τη διάρκεια της οποίας έχουμε άλλοτε μικρές κι άλλοτε μεγάλες αποκολλήσεις.
Και η διαδικασία αυτή δεν έχει ακόμη τελειώσει. Είναι βέβαιον ότι θα συνεχιστεί εντός κι εκτός του πάλαι ποτέ κραταιού ΣΥΡΙΖΑ και μετά από τις ευρωεκλογές του 2024.
Εντός του ΣΥΡΙΖΑ συντελείται πλέον μια γοργή διαδικασία πολιτικής αφαίμαξης που οδηγεί σε μια νέα πολιτική ταυτότητα που είχε αρχίσει, ωστόσο, να κυοφορείται εντός του κόμματος με εμφατικό τρόπο από το 2019. Αυτή η νέα πολιτική ταυτότητα είναι ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν πολιτικό τύπο anything goes σε συνδυασμό με ένα κράμα πολιτικού εκλεκτικισμού εντός του οποίου «αδιαμεσολάβητα» όλα μπορούν να γίνονται δεκτά: και ο φιλελευθερισμός και ο κρατισμός. Και ο λόγος εναντίον των μεταναστών (βλ. «ατζέντα Ισλαμπάντ» του αρχηγού του), αλλά και ο λόγος υπέρ τους. Και στροφή στις «παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας» και «επιστροφή στο μέλλον». Και ο ύμνος του κεφαλαίου και της εργασίας. Και πολλά άλλα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα με πλατιά παραταξιακά αντιδεξιά χαρακτηριστικά οδεύει προς το ιστορικό του τέλος, όπως εξάλλου συνέβη από το 2010 ως το 2012 με το ΠΑΣΟΚ.
Το δεύτερο σίγουρο είναι ότι αυτή η διαδικασία δεν συνέβη το 2023, ούτε μπορεί να χρεωθεί (ή να πιστωθεί, ανάλογα με την οπτική που το βλέπει κανείς, στον νέο του αρχηγό). Για τον λόγο αυτόν, είναι αδόκιμη η θέση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διασπάστηκε μετά την εκλογή Κασσελάκη. Η «αδιαμεσολάβητη» σχέση με τον κόσμο του κόμματος, μια σχέση δηλαδή απαλλαγμένη από τα βαρίδια των οποιωνδήποτε διαδικασιών που παραπέμπουν σε δημοκρατική συλλογικότητα εντός ενός ζώντος κόμματος, δεν είναι επινόηση του νέου προέδρου. Ο δρόμος είχε στρωθεί από τον προηγούμενο. Υπό την έννοια αυτήν, λοιπόν, παρά τις προφανείς αναντιστοιχίες και διαφορές, η νυν αποτελεί μια συνέχεια της προηγούμενης ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυοφορία αυτού του πολιτικού υποκειμένου συνέβαινε, λοιπόν, από το 2015 «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», όπως γράφει κι ο Καβάφης. «Ανεπαισθήτως» λοιπόν, εδώ και αρκετά χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ έφτιαξε τα τείχη του που τον « έκλεισαν από τον κόσμον έξω».
Αλλά εδώ που τα λέμε, αν το PCI ενός Τολιάτι, ενός Μπερλινγκουέρ κατέληξε μέσω Ντ’ Αλέμα στη νεοφιλελεύθερη καρικατούρα ενός Ρέντσι, δεν είναι ιστορικά ανακόλουθο ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα να καταλήγει στον Σ. Κασσελάκη. Το εννοώ χωρίς κανέναν σαρκασμό.
3. «41%»: «ανεπαισθήτως» το 2024 δεν θα έχουμε καλύτερη δημοκρατία στην Ελλάδα.
Η ιστορική ήττα της Αριστεράς στην Ελλάδα, που αποτυπώθηκε με τον πιο πανηγυρικό τρόπο το 2023, είναι (παρά τις δεδομένες ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ) μια συνθήκη που επιφέρει ζωτικές βλάβες στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Από το 1974 κι ύστερα, ουδέποτε θυμόμαστε κυβέρνηση χωρίς αντιπολίτευση.
Η νέα πολιτική συνθήκη στην Ελλάδα είναι αδιανόητη και πρωτοφανής για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία: πενήντα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, η Δεξιά να θέτει μόνη της και ανεξέλεγκτα την ατζέντα. Για μια χώρα που μέχρι πριν από λίγα χρόνια καυχιόταν ή αντιμετωπίζονταν από πολλούς στην ΕΕ ως το «γαλατικό χωριό που αντιστέκονταν στον μονόδρομο της λιτότητας», η εξέλιξη είναι, αν μη τι άλλο, φοβερή…
Προσοχή, ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι η πολιτική ηγεμονία της Δεξιάς αυτή καθαυτή, αλλά οι όροι της: καχεκτική αντιπολίτευση, μονοφωνική ενημέρωση, κατακερματισμός των κινημάτων, χειραγώγηση ανεξάρτητων αρχών και δικαιοσύνης. Το πρόβλημα δεν είναι το 41% από μόνο του. Ξαναείχαμε στο παρελθόν και 41 και 48%. Και ο Καραμανλής το 1974, όταν η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία ξεκινούσε το ταξίδι της, είχε 54%, αλλά την ατζέντα την έβαζε συμβιβαζόμενος με μια ισχυρή κοινωνική αντιπολίτευση την επαύριον της χούντας.
Το θέμα σήμερα είναι η σωρευτική ανυπαρξία κοινωνικών αναχωμάτων, ιδεολογικών αντιστάσεων και θεσμικών αντίβαρων. Από την οικονομική κρίση στην πανδημία και από την πανδημία στην εποχή της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης, η δημοκρατία ούτως ή άλλως ταλαιπωρείται. Και ταλαιπωρείται περισσότερο όταν η αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά άφαντη, κάτι πλέον που χαρακτηρίζει την Ελλάδα. Πολλοί συγκρίνουν την κατάσταση με την επί δεκαέξι ετών ηγεμονική θητεία της καγκελαρίου Μέρκελ, όταν θέλουν να δημιουργήσουν περήφανους ελληνογερμανικούς συνειρμούς. Φοβούμαι όμως πως αν θέλουμε να βρούμε παραλληλισμούς δεν πρέπει να κοιτάξουμε τόσο ψηλά στον ευρωπαϊκό βορρά. Υπάρχουν πολύ περισσότερο συγκρίσιμα μεγέθη από αυτά μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, και αφορούν ηγέτες που μακροημερεύουν σε δημοκρατίες που ασθμαίνουν. Αυτές οι δημοκρατίες είναι σίγουρα πιο συγκρίσιμες με την Ελλάδα από τη Γερμανία σε επίπεδο θεσμικής επάρκειας και σε άλλους δείκτες.
Το πρωτόφαντο στην Ελλάδα είναι ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι εξ αντικειμένου άγγελος ανελεύθερων χαρακτηριστικών στο πολίτευμα. Ανελεύθερη δημοκρατία ονομάζουμε το καθεστώς εκείνο το οποίο νομιμοποιείται από τη λαϊκή βούληση –επομένως, είναι δημοκρατία– αλλά στο όνομα της νομιμοποίησης αυτής συρρικνώνει την πραγματική δημοκρατία ως πολίτευμα, απαξιώνοντας κράτος δικαίου και θεσμικά αντίβαρα στην εκτελεστική εξουσία.
Η πορεία προς την ανελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ταξίδι με πάγιο προορισμό. Δεν υπάρχει δηλαδή ένα σημείο πέραν του οποίου ένα δημοκρατικό καθεστώς γίνεται ανελεύθερο. Για τον λόγο αυτόν, δεν είναι δόκιμη η συζήτηση περί «ορμπανοποίησης» της ελληνικής πολιτικής ζωής. Κάθε χώρα έχει το στίγμα της. Το κρίσιμο είναι η συρρίκνωση της δημοκρατίας. Και αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα. Άλλα χαρακτηριστικά έχει το ανελεύθερο ταξίδι στις ΉΠΑ, άλλα στην Τουρκία, άλλα στην Αργεντινή ή στη Βραζιλία. Άλλα στην Ιταλία, άλλα στη Γαλλία, άλλα στη Σερβία, άλλα στην Ελλάδα. Πορεία με ανελεύθερα χαρακτηριστικά στην Ευρώπη παρατηρούμε στις μετασοσιαλιστικές δημοκρατίες των Βαλκανίων, κυρίως στη Σερβία. Παρατηρείται κατεξοχήν σε δημοκρατίες της Κεντρικής Ευρώπης, με την Ουγγαρία και την Πολωνία να είναι οι εμβληματικοί πρωταθλητές στη χρήση του όρου, αλλά πορεία με ανελεύθερα χαρακτηριστικά παρατηρείται και στον Ευρωπαϊκό Νότο με την Ιταλία και την Ελλάδα να πρωταγωνιστούν και τη Γαλλία να έπεται.
Με την ευκαιρία, το να προτιμούν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες να ρισκάρουν το πολύ πιο επικίνδυνο ταξίδι από τις ακτές της Τουρκίας προς τη Νότια Ιταλία της Μελόνι αντί προς την Ελλάδα του Μητσοτάκη, κάτι –μάλλον δυσάρεστο– δείχνει για τη δεύτερη. Κάτι δείχνει το ότι προτιμούν το αυξημένο ρίσκο να καταλήξουν στη χώρα μιας νεοφασίστριας πρωθυπουργού από το να έρθουν στη δική σου χώρα.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας. Η πιο τρανή απόδειξη ότι η δημοκρατία στην Ελλάδα συρρικνώνεται πλέον με τα βοναπαρτικά χαρακτηριστικά ενός πρωθυπουργικοκεντρικού συστήματος εξουσίας είναι η απάντηση που δίνουν όσοι απαξιούν να απαντήσουν στις κριτικές που δέχεται η παντοδύναμη κυβέρνηση της χώρας. Μια λέξη ή μάλλον ένας αριθμός: «41%».
Υποκλοπές είπατε;
41%. Ο λαός μάς ψήφισε. Ό,τι και να πείτε είναι αδιάφορο.
Η μονότονη και επηρμένη επίκληση του ποσοστού που πήρε η κυβέρνηση στις εκλογές του 2023 από τους εκπροσώπους της κάθε φορά που υφίστανται κριτική είναι η ελληνική εκδοχή του δημοκρατικού εκφυλισμού. Πιο mild από Ουγγαρία, Πολωνία και Σερβία, αλλά εκφυλισμός στα σίγουρα.
Τα βήματα είναι ταξινομημένα ακολούθως (όχι μόνο για την Ελλάδα):
1. Απευθείας έλεγχος των Μυστικών Υπηρεσιών και της δημόσιας τηλεόρασης από την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας.
2. Αδρανοποίηση των ενοχλητικών Ανεξάρτητων Αρχών.
3. Απαξίωση του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
4. Έλλειμμα πλουραλισμού στην ενημέρωση.
5. Χειραγώγηση των κεφαλών της Δικαιοσύνης.
6. Εδραίωση μιας πανίσχυρης κυβέρνησης χωρίς ορατή πιθανότητα αλλαγής της.
Αυτά τα βήματα που διεθνώς έχουν καταγραφεί ως πορεία συρρίκνωσης της δημοκρατίας παρατηρούνται ως textbook στην Ελλάδα.
Το πιο σημαντικό είναι ότι ο εκφυλισμός αυτός δεν έχει τα χαρακτηριστικά μιας αναπάντεχης καταστροφής. Είναι η εξοικείωση των ανθρώπων με τη νοσηρότητα που μέχρι πρότινος θα φάνταζε εκτός ορίων. Πλέον τα όρια και οι φραγμοί αμβλύνονται. Η ζημιά έγινε και εμείς τώρα συνειδητοποιούμε πως είναι πολύ αργά, διότι ξορκίζοντας και περιμένοντάς την, δεν καταλάβαμε ότι ήδη συνέβαινε. Η καταστροφή λοιπόν δεν είναι μόνο τομή (διδάσκει o Μπέντζαμιν), αλλά κυρίως συνέχεια. Το κακό λοιπόν δεν είναι μόνο η ανάδυση του αγνώστου, αλλά η συνέχεια αυτού που γνωρίζαμε πολύ καλά και που δεν μπορέσαμε να αποφύγουμε.
Για τον λόγο αυτόν, η εικόνα του μέλλοντος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας δεν εμπνέει αισιοδοξία. Οι φυσικές καταστροφές επαναλαμβάνονται σε βαθμό που πλέον έχουν γίνει μια μόνιμη έκτακτη ανάγκη. Κλιματικοί πρόσφυγες πλέον από την ίδια τη χώρα. Άνθρωποι που φεύγουν. Brain drain μνημειωδών διαστάσεων από την αρχή της ελληνικής κρίσης ως σήμερα. Την ίδια στιγμή η ελληνική οικονομία φωνάζει για εργατικά χέρια στον πρωτογενή τομέα, την κατασκευή και τον τουρισμό, αλλά δεν υπάρχουν. Η αγοραστική δύναμη κατακρημνίζεται χαμηλότερα από τα 2/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μετά διερωτόμαστε στην Ελλάδα γιατί οι άνθρωποι φεύγουν… Πλέον, μόνο η Βουλγαρία είναι κάτω από την Ελλάδα στην ΕΕ των 27 στην αγοραστική δύναμη.
4. Κατακλείδα: η κουρασμένη δημοκρατία δεν είναι όμως αποκλειστικά ελληνική υπόθεση.
Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία γιορτάζει τα πενήντα της χρόνια κουρασμένη και διόλου ελκυστική. Οι θεσμοί λογοδοσίας ατροφούν. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος αδρανοποιείται. Οι ανεξάρτητες αρχές –άλλοτε η μεγάλη υπόσχεση– σιγάζουν όταν κάνουν τη δουλειά τους διότι είναι ενοχλητικές. Η δικαιοσύνη ασθμαίνει σε βαθμό αυτοακύρωσης. Το έλλειμμα πλουραλισμού στον τύπο είναι ντροπιαστικό. Οι υποκλοπές θέλουν να δείχνουν κανονικότητα. Για τα επόμενα χρόνια, ό,τι λέγεται και δεν λέγεται (κυρίως το δεύτερο) στη δημόσια σφαίρα δεν θα είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά καρπός του φόβου και του εκβιασμού. Αυτό είναι εφιαλτικό. Αν ο κοινοβουλευτισμός χωράει αυτόν τον εκφυλισμό, το κράτος δικαίου που αντιστέκεται, απλώς παρακάμπτεται.
Έχουμε λοιπόν σοβαρούς λόγους να αμφιβάλουμε αν το 2024 θα είναι μια καλή χρονιά για την Ελληνική Δημοκρατία, αλλά και για τη συνταγματική δημοκρατία στην Ευρώπη συνολικά. Κάθε πέντε χρόνια ζούμε με τον φόβο αν η Λε Πεν θα γίνει Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας και, όπως φαίνεται, έρχεται η στιγμή που θα το καταφέρει. Ως και η Γερμανία, σταδιακά χάνει τον σταθερό της βηματισμό προς τη διεύρυνση της συνταγματικής δημοκρατίας.
Τα προγνωστικά είναι συντριπτικά εναντίον μιας εξέλιξης προς την εδραίωση και τη διεύρυνση της δημοκρατίας, τόσο στο πεδίο της διαχείρισης της κλιματικής κρίσης, όσο σε αυτό της κοινωνικής δικαιοσύνης και των θεσμών που υποφέρουν. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Είναι μάλλον η πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΕ που η γραφειοκρατία των Βρυξελλών στέκει αμήχανη απέναντι στη συντριπτική ηγεμονία της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη. Στις ευρωεκλογές του Ιούνη, ο ήδη συντηρητικός πολιτικός χάρτης της Ένωσης αναμένεται να βαφτεί ακόμη βαθύτερο μπλε, με ολοένα και εντονότερα τα στοιχεία του μαύρου. Η εικόνα τρομάζει. Η ευρωπαϊκή alt right πλέον εμφανίζεται ως η πιο δυναμική αντιπολίτευση στην όμορή της φιλο-ευρωπαϊκή Δεξιά, με αποτέλεσμα οι δύο να τσαλαβουτούν στα ίδια νερά για να κερδίσουν η μία την άλλη. Η Ιταλία και η Γαλλία δείχνουν τον δρόμο. Η Ελλάδα ακολουθεί.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η συγκυρία γεμίζει απελπισία και ηττοπάθεια τα μυαλά των ανθρώπων με επίγνωση και κριτική σκέψη. Ο φαταλισμός όμως είναι πολιτικά προβληματικός. Εξάλλου, όπως εκ προοιμίου δεν υπάρχει happy end σε οτιδήποτε, παρά μόνο σε ξεπερασμένες αμερικανιές του Χόλυγουντ, δεν υπάρχει και το αντίθετο. Γενικά, there is no happy end because there is no end at all. «Γι’αυτό, αν παινεύεις την αμφιβολία, μη παινέψεις την αμφιβολία που καταντάει απελπισία», γράφει ο Μπρεχτ. Και με αυτό κλείνουμε.
Δύσκολο καθήκον στην αρχή αυτού του χρόνου…
Σε τελευταία ανάλυση όμως, «το μέλλον διαρκεί περισσότερο» από το 2024, όπως έγραφε κάποτε ένας σοφός.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Ο κατακερματισμός της ελληνικής αντιπολίτευσης, προϊόν της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ εντός του 2023, και η παρεπόμενη διαδικασία πολιτικού μετασχηματισμού σε κόμμα πιο κοντά στους ΑΝΕΛ (παρά σε αυτό που κάποτε –με όλα τα στραβά του– υπήρξε) αποτελεί τη συνθήκη ενός δυσοίωνου σεναρίου για την Ελληνική Δημοκρατία: μια δημοκρατία χωρίς αντιπολίτευση.
Το σενάριο αυτό εκτυλίσσεται τη χρονιά που η Μεταπολίτευση γιορτάζει τα πενήντα της χρόνια. Στιγμιότυπα αυτής της πορείας επιχειρεί περιληπτικά να καταγράψει το παρόν κείμενο. Ο τίτλος για το 2024 στην Ελλάδα είναι η ανυπαρξία κοινωνικών αναχωμάτων, πολιτικών αντιστάσεων και θεσμικών αντίβαρων. Όχι όμως ως προϊόν μιας τομής, αλλά μιας βραδείας και επώδυνης συνέχειας. Εξού και ο τίτλος του κειμένου: «ανεπαισθήτως», δανεισμένο από τα «Τείχη» του Κ. Καβάφη…
[…]
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.