Macro

Γιώργος Καλλής «Η ελευθερία των ορίων. Από την αρχαία Ελλάδα στην εποχή της κλιματικής αλλαγής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022

Συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε την ελευθερία ως την απουσία ορίων, ως το αντίθετο των ορίων. Δεν είναι σίγουρο ωστόσο ότι ήταν έτσι πάντα, για τους πάντες. Από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μέχρι τους αντίστοιχους της νεοτερικότητας κοινή πεποίθηση ήταν ότι η ελευθερία προϋποθέτει την αναγνώριση της αναγκαιότητας, των ορίων.
 
Αλλά και σε σχέση με την ευημερία μας, φαίνεται πως η κυρίαρχη προσέγγιση διαφέρει τόσο σε σχέση με το παρελθόν μας όσο και σε σχέση με άλλους πολιτισμούς ή με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Η ξέφρενη παραγωγικότητα και κατανάλωση, απόλυτα συνδεδεμένη με το καπιταλιστικό φαντασιακό, δεν ήταν το ιδεώδες ούτε των πρωτόγονων «κοινωνιών αφθονίας» (Σάλινς) ούτε των προνεοτερικών κοινωνιών.
 
Στο πλαίσιο αυτό, ο Γιώργος Καλλής μας προτρέπει να ξανασκεφτούμε το ζήτημα της ελευθερίας εντός των ορίων, κατά τον τρόπο που το έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες, τα μεγάλα δημιουργήματα των οποίων (τραγωδία, φιλοσοφία, δημοκρατία) στηρίζονταν στην ιδέα του μέτρου και του περιορισμού του απεριόριστου, οι ιθαγενείς, που θεωρούσαν ότι η φύση είναι πλούσια και παρέχει αρκετά σε όλους/ες, οι ποιητές/τριες και οι ζωγράφοι, που δημιουργούν εντός των περιορισμών που θέτουν η έκταση του κειμένου και του τελάρου.
 
Ο συγγραφέας ξεκινά με την κριτική στην ιδέα ότι η μαλθουσιανή θεωρία του πληθυσμού αποτελεί μια θεωρία των ορίων (η φτώχεια είναι ενδημική, αφού ο πληθυσμός αναμένεται να αυξάνεται γρηγορότερα από τα υλικά αγαθά). Στην πραγματικότητα, όπως αναλύει διεξοδικά, είναι μια θεωρία των μη ορίων, αφού για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια προκρίνει την οικονομική ανάπτυξη άνευ ορίων και όχι τον περιορισμό των γεννήσεων ή την καλύτερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Με τον τρόπο αυτό, ο Μάλθους έδωσε στις επιδιώξεις των καπιταλιστών μια επιστημονική δικαιολόγηση: Πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο, για να παράγουμε περισσότερο, για να μην πεινάμε (όχι πως θα πάψουμε να τρέχουμε σαν χάμστερ στη ρόδα, αφού ποτέ δεν θα υπάρχουν πολλά για όλους). Ο Γιώργος Καλλής επισημαίνει τη μαλθουσιανή αφετηρία της νεοφιλελεύθερης λογικής, σύμφωνα με την οποία οι ανθρώπινες επιθυμίες είναι απεριόριστες, κάτι που δικαιολογεί την ανάπτυξη χωρίς όρια.
 
Στο σημείο αυτό προβαίνει σε μερικές καίριες κριτικές παρατηρήσεις, που υπερβαίνουν την προφανή καταδίκη της ανάπτυξης λόγω της καταστροφικής αποσταθεροποίησης του κλίματος και του θανάσιμου κινδύνου για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα. Σε τελική ανάλυση, όσο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τα αναγκαία μέτρα για τη διάσωσή μας ως μια «θυσία» με μεγάλο προσωπικό κόστος τόσο θα δυσκολεύονται να πράξουν το αυτονόητο. Όσο οι περιορισμοί που προϋποθέτει η αποανάπτυξη φαντάζουν σαν απώλεια της ελευθερίας τόσο οι άνθρωποι θα περιμένουν ένα τεχνολογικό θαύμα που θα αποσοβήσει την κλιματική κατάρρευση. Όπως επισημαίνει λοιπόν ο συγγραφέας, το ατελείωτο κυνήγι της παραγωγής και κατανάλωσης για την ικανοποίηση όλο και περισσότερων επιθυμιών α) μας παραλύει, καθώς μετατρέπεται σε μόνιμη πηγή άγχους, αφήνοντάς μας διαρκώς ανικανοποίητους, και β) μειώνει τον χώρο που έχουν άλλοι άνθρωποι και άλλα είδη για να ευημερούν αντιστοίχως.
 
Η λύση που προτείνει είναι η ανάκτηση μιας κουλτούρας των ορίων, τα οποία θα θέσουμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας, χωρίς να περιμένουμε κάποιον εξωτερικό καταναγκασμό (π.χ. φυσικό). Αυτή είναι άλλωστε και η διαφορά της αυτονομίας από την ετερονομία στη φιλοσοφία του Καστοριάδη, μια σταθερή πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα. Και συνεχίζει: Όπως οι δυτικές κοινωνίες έθεσαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όρια στις ανισότητες, την εξουσία επί άλλων ανθρώπων, τις ώρες εργασίας, τη μόλυνση, το κάπνισμα, κ.ά, έτσι και τώρα μπορούν να τεθούν όρια στη συσσώρευση του χρήματος και της εξουσίας. Αλλά αυτό προϋποθέτει, όπως σωστά επισημαίνει ο Γιώργος Καλλής, να πάψουμε να πιστεύουμε στην εξίσωση της ευημερίας με τη συνεχή υπέρβαση των ορίων (το γνωστό moto των διαφημίσεων και των life couchers) και να απολαύσουμε έναν πιο απλό βίο όπου «η ευχαρίστηση, συχνά δε και η ηδονή, απορρέουν μέσα από την προσωρινή παραβίαση των ορίων και από “οριακές εμπειρίες” – με άλλα λόγια, από εμπειρίες που προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός ορίου. […] Το όνειρο ενός διονυσιακού παροξυσμού δίχως τέλος –η κρυφή επιθυμία που πυροδοτεί τον καπιταλιστικό πολιτισμό μας– δεν είναι απλώς αυτοκαταστροφικό – δεν έχει ούτε καν πλάκα».
 
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.