Τρακάρισμα. Σημαίνει τη σύγκρουση δύο οχημάτων, αλλά ενδεχομένως και δύο ανθρώπων. Απλώς, στη δεύτερη περίπτωση δεν προκαλείται ο δυνατός και ξερός ήχος που προκαλείται στην πρώτη από την «τράκα», δηλαδή την πρόσκρουση, ειδικά αν μιλάμε για τεράστιους όγκους σίδερου, ατσαλιού κι άλλων μετάλλων και κραμάτων. Τώρα, και στην περίπτωση των ανθρώπινων σωμάτων, δεν αποκλείεται να προκληθεί κάποιος εκκωφαντικός ήχος, ενδεχομένως κι ένας σεισμός, ειδικά αν ο ένας είναι ογκώδης, ευτραφής και σέρνει καράβια, πολλά καράβια, και μαζί σέρνει και μιντιακές ναυαρχίδες, κι ο άλλος είναι μεν ψηλός και φιτ, αλλά σέρνει μια ολόκληρη χώρα, σέρνει κι όλες τις αμαρτίες που έχει κάνει εις βάρος της, αλλά κυρίως μία, έχει αθετήσει κάποια υπόσχεση, ένα δάνειο, κάποια μεγάλη «τράκα», έχει φερθεί σαν αγνώμων τρακαδόρος δηλαδή, κι αυτά στον κόσμο του λιμανιού δεν συγχωρούνται. Κι έτσι επέρχεται το μεγάλο τρακάρισμα, θορυβώδες και σεισμικό.
Τρακέρνουν τα τρένα, που λέει και εκ Κολάμπια Μητσοτάκης (όχι πως δεν υπάρχει στα λεξικά το ρήμα, αλλά κάπως ακούγεται από έναν γλωσσαμύντορα της αγγλικής), τρακέρνουν οι άνθρωποι, τρακέρνουν όμως και οι λέξεις. Κι εδώ ας με συγχωρήσουν οι καλοί μας συνεργάτες Σαραντάκος και Μεθενίτης που μπαίνω στα λεξιλογικά χωράφια τους, αλλά είναι παράξενο πώς οι λέξεις εκδικούνται τους χρήστες τους με τις διφορούμενες έννοιες και τις περίεργες ετυμολογίες τους. Διότι τράκα είναι η ηχηρή σύγκρουση αλλά και η απόσπαση αγαθού ή χρημάτων χωρίς σαφή δέσμευση επιστροφής, με γλείψιμο, υποσχέσεις, κολακεία, εκ του ιταλικού attracar πιθανά, και τρακαδόρος είναι τελικά ο τζαμπατζής που, όταν γίνει πολύ ενοχλητικός στους ανεκτικούς μέχρι τότε πιστωτές του, πρέπει να είναι έτοιμος για ένα μεγάλο τρακάρισμα, όχι τυχαίο, αλλά σχεδιασμένο και εκκωφαντικό, εξ ου και ο μεγάλος τρακαδόρος του Μαξίμου δεν μπορούσε να κρύψει στη Βουλή το μεγάλο τρακάρισμά του (άλλη μια σημασία της λέξης, για το σοκ/τρακ που παθαίνει κάποιος έπειτα από μια σύγκρουση ή για την κατάσταση αγωνίας και άγχους που του προκαλεί μια επικείμενη δοκιμασία). Και σταματώ εδώ την ετυμολογία.
Εκτυλίσσεται μπροστά μας ένα μεγάλο τρακάρισμα. Το βλέπουμε σε σλόου μόσιον. Δεν αφορά τρένα, φορτηγά πλοία, νταλίκες, αλλά τα οχήματα της εξουσίας, της οικονομικής ισχύος και της πολιτικής επιρροής. Τους ίδιους πόλους εξουσίας που μέχρι και τις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού εγγυώντο μια ακόμη σχετικά αδιατάρακτη τετραετία για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τα ίδια κέντρα ισχύος που, ακόμη και μετά τον εκλογικό θρίαμβο της Ν.Δ. και το σοκ κατάρρευσης και κατακερματισμού της αντιπολίτευσης, διακήρυσσαν ότι «έχουμε την καλύτερη κυβέρνηση στην Ε.Ε. από άποψη οικονομικών μεταρρυθμίσεων, επιχειρηματικού περιβάλλοντος και προοπτικών ανάπτυξης». Το διακήρυσσαν ακόμη και δημόσια και επώνυμα, σε διεθνή και εγχώρια φόρουμ. Και το συγκρότημα Μαρινάκη, παρότι υπήρχαν αφορμές δυσφορίας και αιτίες ενόχλησης (μα, και ο πρόεδρος παρακολουθούμενος;) και πεδία τριβής (π.χ. με τον Δημητριάδη), δεν είχε δείξει κάποια πρόθεση μετωπικής σύγκρουσης με το σύστημα Μητσοτάκη.
Τι άλλαξε; Γιατί το συγκρότημα Μαρινάκη αποφάσισε τώρα να πάει για το μεγάλο τρακάρισμα; Ποιο είναι το διακύβευμα, με δεδομένο ότι τα μείζονα επιχειρηματικά ενδιαφέροντα του εφοπλιστή, μιντιάρχη, ιδιοκτήτη ΠΑΕ είναι κυρίως εν πλω; Είναι γινάτι, είναι η λαγνεία της εξουσίας και της επιρροής, είναι η αντίδραση σε υποβόσκουσες ή ορατές διεργασίες στην κοινωνία με τις οποίες ο μιντιακός όμιλος θέλει να συγχρονιστεί ή τουλάχιστον να μην αποκλειστεί, είναι τα νέα πεδία εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας στα οποία συναντά εμπόδια ή υπερβολικά ευνοημένους από το Μαξίμου ανταγωνιστές; Ή μήπως η απλή διαπίστωση ότι η Μητσοτάκης Α.Ε. έχει αποκτήσει υπερβολική δύναμη, ότι το πολιτικό της μονοπώλιο πρέπει να αποδυναμωθεί δραστικά και να αντισταθμιστεί με τη διαμόρφωση ή ανακατασκευή ενός δεύτερου ισχυρού πόλου στο κομματικό σύστημα;
Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς σε ευφάνταστες θεωρίες συνωμοσίας για να ερμηνεύσει το εν εξελίξει μεγάλο τρακάρισμα. Εχει συμβεί αρκετές φορές στη μεταπολιτευτική πεντηκονταετία να μετακινούνται οι τεκτονικές πλάκες της εξουσίας, να συγκρούονται και να προκαλούν σεισμούς στο πολιτικό προσκήνιο και στο σύστημα διακυβέρνησης. Οταν ο Παπανδρέου διακήρυξε την πρόθεσή του να ευνοήσει «νέα τζάκια» στο επιχειρηματικό στερέωμα, προσέλκυσε πολλούς που θέλησαν να μπουν στη σορτ λιστ, αλλά προκάλεσε και μια αντισυσπείρωση παλιών τζακιών που του κήρυξαν τον πόλεμο, με αποκορύφωμα το λεγόμενο «βρόμικο ’89». Κι όταν ο πατήρ Μητσοτάκης βγήκε υπερβολικά ισχυρός από αυτή την εξέλιξη, εξαιρετικά γρήγορα βρήκε απέναντί του μια επιχειρηματική αντισυσπείρωση πρόθυμη να τον ροκανίσει, έστω κι αν ανάμεσα στις συνιστώσες της πολλοί είχαν ευεργετηθεί από την πολιτική του. Το ίδιο συνέβη με τον Σημίτη, παρά το γεγονός ότι το «εκσυγχρονιστικό» σχέδιό του γέμισε χρήμα πολλούς επιχειρηματικούς ομίλους, κι αυτό συνέβη και με τον Κ. Καραμανλή, όταν ψέλλισε τα γνωστά περί «νταβατζήδων», στο μέτωπο των οποίων κονιορτοποιήθηκε το φιλόδοξο κατασκεύασμα του «βασικού μετόχου».
Το φληνάφημα Μητσοτάκη ότι «δεν θα συγκυβερνήσει με κανένα παράκεντρο» δεν παίζει. Δεν υπήρξε κυβέρνηση στη μεταπολιτευτική Ελλάδα που να μη συγκυβερνούσε, εκούσα άκουσα, όχι με παράκεντρα, αλλά με καράκεντρα οικονομικής ισχύος, ή να μη στηριζόταν τουλάχιστον σε έναν συσχετισμό ανοχής τους. Ισως η μοναδική εξαίρεση είναι η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015, που δέχθηκε ανοιχτό και ανελέητο πόλεμο από το επιχειρηματικό «μενουμευρωπιστάν». Μετά, έπεσε κι αυτή σε έναν αδύναμο συσχετισμό ανοχής, μέχρι να κάνει τη βρομοδουλειά του τρίτου μνημονίου, ώστε να ετοιμαστεί η μητσοτάκεια διακυβέρνηση της μεγάλης γιούργιας στο κράτος και στο δημόσιο ταμείο.
Τα μεγάλα τρακαρίσματα των προηγούμενων δεκαετιών έχουν όλα τα βασικά υλικά για ερμηνεύσουμε και το τελευταίο, που εξελίσσεται μπροστά μας σε αργή κίνηση, με πρώτο σταθμό τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Η αποσκίρτηση του ομίλου Μαρινάκη από το μέτωπο στήριξης ή ανοχής της Μητσοτάκη Α.Ε., αν δεν προκύψει κάποια ανακωχή, θα υποχρεώσει όλους τους πρωταγωνιστές του επιχειρηματικού προσκηνίου σε αναδιάταξη. Λίγο πολύ όλα τα μεγάλα τζάκια που βρίσκονται σε στενή και διαρκή επαφή με το δημόσιο ταμείο, ως προμηθευτές, εργολάβοι, δανειστές, υποβολείς ή χειροκροτητές ευνοϊκών «μεταρρυθμίσεων», θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση. Τα περιθώρια «ουδετερότητας» είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Τα μεγάλα διλήμματα θα τα αντιμετωπίσουν οι μεγάλοι κατασκευαστικοί/ενεργειακοί παίκτες, με τα μεγάλα ανεκτέλεστα δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Ανάλογα δύσκολη είναι η θέση όσων κινούνται μεταξύ εφοπλισμού και ΜΜΕ. Οι τραπεζίτες πρέπει να ρωτήσουν τους νέους, ξένους ιδιοκτήτες τους. Τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια που αγοράζουν ό,τι κινείται και πωλείται είναι πιθανό να πιεστούν να εγκαταλείψουν έστω και πρόσκαιρα τον συνήθη πολιτικό «αγνωστικισμό» τους. Και, φυσικά, απέναντι στην όποια επιχειρηματική συσπείρωση κατά του συστήματος Μητσοτάκη είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει και μια αντισυσπείρωση στήριξης. Πάντως, το μεγαλο τρακάρισμα είναι αναπότρεπτο. Βάλτε ζώνες ασφαλείας.
ΚΙΜΠΙ