Η εξέλιξη της οικονομίας μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2009 χαρακτηρίζεται από δραματικές διαρθρωτικές υποχωρήσεις σε όλους τους τομείς. Η ανεργία —και όχι η ανεργία που εκτιμάει η Στατιστική Αρχή, αλλά η υψηλότερη ανεργία όπως την υπολογίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ σε όλη τη διάρκεια της κρίσης— βρίσκεται σε πρωτοφανή ύψη, και αφορά σε μεγάλο βαθμό τους νέους με υψηλά προσόντα, με το γνωστό αποτέλεσμα μιας φυγής αυτών των νέων στο εξωτερικό. Το παραγωγικό δυναμικό της χώρας έχει συρρικνωθεί μέσω μιας διαδικασίας αποεπένδυσης, που για να αντισταθμιστεί σε σχέση με τα προ της κρίσης επίπεδα χρειάζονται επενδύσεις της τάξης των 100 δισ. ευρώ. Παρά την «εσωτερική υποτίμηση», και την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν σημειώθηκε αύξηση των εξαγωγών και το ισοζύγιο ισορρόπησε χάρη στην κατάρρευση των εισαγωγών. Η πορεία της εγχώριας παραγωγής χαρακτηρίζεται από ύφεση ή στασιμότητα καθ’ όλη την περίοδο μετά το 2010, ενώ σήμερα οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις εκτιμούν αυξήσεις του ΑΕΠ κοντά στο 1 και 1,5%.
Όταν μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση αναφερόμαστε σε μια στρατηγική ανασυγκρότησης, εννοούμε πριν απ’ όλα την ανάγκη ριζικής αναδιάρθρωσης δραστηριοτήτων και δημιουργίας νέων, μέσω ενός σχεδιασμού σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο: η άποψη ότι μια τέτοια στρατηγική μπορεί να αποτελέσει το αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της λειτουργίας της αγοράς αποτελεί έναν επικίνδυνο μύθο. Ανασυγκρότηση σημαίνει επίσης ταχεία αύξηση της απασχόλησης και του εγχωρίου προϊόντος, με την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων (κάτι που δεν χαρακτηρίζει τις εφαρμοζόμενες πολιτικές), και την αναβάθμιση των δημοσίων αναπτυξιακών παρεμβάσεων, σε συνδυασμό με τον προσανατολισμό των ιδιωτικών και κοινωνικών πρωτοβουλιών. Σημαίνει, επίσης, ενσωμάτωση στην αναπτυξιακή στρατηγική σαφών κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων, ώστε να αποκατασταθούν αξιοπρεπείς κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές, και να υλοποιηθούν ουσιαστικές παρεμβάσεις προστασίας του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ένας βασικός στόχος της ανασυγκρότησης είναι και η διαθεσιμότητα πόρων για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους που παρά τις όποιες περικοπές θα παραμείνει μια δέσμευση κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθεί μια στρατηγική παραγωγικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης, με τη χρησιμοποίηση των ίδιων θεσμών και εργαλείων άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάρρευση. Ο σχεδιασμός μιας νέας στρατηγικής προϋποθέτει μια θεσμική ανανέωση, που θα αφορά και την αναβάθμιση των δημοκρατικών λειτουργιών σε όλα τα επίπεδα, καθώς ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης προϋποθέτει και την εγκαθίδρυση διαδικασιών κοινωνικής νομιμοποίησης των στόχων, και των διαδικασιών υλοποίησης των νέων σχεδίων. Η κάλυψη των επειγουσών αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας, δεν θα πραγματοποιηθεί με ένα συνδυασμό αποτυχημένων θεσμικών λειτουργιών του παρελθόντος και νεοφιλελεύθερων —και εξίσου αποτυχημένων— καινοτομιών που αρχικά επέβαλε η τρόϊκα και τώρα φαίνεται να υιοθετούμε. Η αναγκαία ανανέωση του καθεστώτος άσκησης αναπτυξιακής στρατηγικής μπορεί επιπλέον να οδηγήσει στη ριζική βελτίωση της αποτελεσματικότητας σχεδιασμένων πολιτικών, και να περιορίσει σημαντικά τις πιέσεις που ασκούν οι «θεσμοί» σε ότι αφορά τους στόχους και το περιεχόμενο της διαχείρισης της οικονομίας.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Πηγή: Η Εποχή