Η περίπτωση των Τεμπών –της πλέον πολύνεκρης σιδηροδρομικής τραγωδίας στην ιστορία της χώρας- έχει πολλές διακλαδώσεις. Το ανθρώπινο λάθος συναντά την έλλειψη εργατικού δυναμικού και την εργασιακή εξουθένωση, την ανεπαρκή αξιολόγηση των υπαλλήλων και τη διαχρονική εγκατάλειψη και απαξίωση του ελληνικού σιδηροδρόμου. Ο σταθμάρχης είχε τοποθετηθεί σε αυτή τη θέση, έχοντας παρακολουθήσει μόνο ένα σύντομο πρόγραμμα εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα δεν υπήρχε καμία αυτοματοποιημένη δικλίδα ασφαλείας, ικανή να αποτρέψει το ανθρώπινο λάθος. Παραδόξως είχαν αγοραστεί σύγχρονα συστήματα, τα οποία ποτέ δεν λειτούργησαν. Δεν είναι, ωστόσο, αυτό το θέμα μας σε αυτήν τη σελίδα. Ενα χρόνο μετά, εκείνο που μας απασχολεί είναι πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε τη μη επανάληψη ανάλογων τραγωδιών όπως τα Τέμπη, η Θεσσαλία, το Μάτι, πώς μπορεί να υπάρξει ένα δομημένο πλαίσιο, ικανό να φροντίσει τις πληγές -τόσο σε πρακτικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο- των επιζησάντων, των συγγενών των νεκρών και όλων που βίωσαν καταστροφές και απώλειες και φυσικά μέσα από ποια μέσα θα αποδοθεί δικαιοσύνη και θα αποφευχθεί η λήθη.
Χρειαζόμαστε μνημονικούς τόπους και όχι χέρια που σβήνουν τα ονόματα των νεκρών. Ο τόπος ως υπόβαθρο της μνήμης ενσωματώνει θετικές και αρνητικές ιδέες και συναισθήματα, ενώ παράλληλα έχει τη δύναμη να αποτρέψει νέα τραύματα. Η διαπραγμάτευση του τραυματικού συντελείται εξάλλου στο πλαίσιο μιας μνημονικής έκρηξης. Συνεπώς είναι περισσότερο από αναγκαία η δημιουργία τόπων μνήμης. Διότι «είναι θεμελιώδους σημασίας να συνειδητοποιήσουν και να θυμούνται οι άνθρωποι ότι οι ίδιοι θα αποφασίσουν αν θα επαναληφθεί παρόμοια τραγωδία. Μόνο άνθρωποι μπόρεσαν να την προκαλέσουν και μόνο άνθρωποι μπορούν να την εμποδίσουν» όπως σημειώνει ο καθηγητής Βλαντισλάβ Μπαρτοσέφσκι, με αφορμή το Αουσβιτς. Ο συλλογισμός του έχει απήχηση σχεδόν στα πάντα. Η μνήμη αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ενθύμησης του παρελθόντος. Δίχως μνήμη δεν υπάρχει τόπος ούτε πολιτισμός. Τα μνημεία, ως ανθρώπινες κατασκευές, είναι οι βασικοί εκφραστές του πολιτισμού, καθώς αποτελούν ένα μέρος των συλλογικών αναπαραστάσεων και στοχεύουν στη δημιουργία κοινωνικής μνήμης. Ο Χάρης Δούκας προανήγγειλε πως θα φτιάξει ένα μνημείο για τα θύματα των Τεμπών. Χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ τόπους μνήμης σε αυτήν τη μετακοινωνική εποχή, όπου το κοινωνικό υποχωρεί διαρκώς.
Η σύνδεση της πολιτικής εξουσίας με τη ζωή και κατ’ επέκταση με τον θάνατο, θεμέλιος λίθος της θεωρίας του Φουκό, επιβεβαιώθηκε σε αυτή την περίπτωση με τον πιο θλιβερό τρόπο. Για την ακρίβεια είδαμε μπροστά μας τη «Νεκροπολιτική»- του Ασίλε Μπέμπε. Και νιώσαμε όλοι σαν περιττοί άνθρωποι, σαν ανθρώπινα απορρίμματα – φράση δανεική από τον Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Το τραυματικό στοιχείο άλλωστε δεν αφορά μόνο όσους είναι παρόντες στον τόπο της καταστροφής. Οι συλλογικές τραυματικές εμπειρίες εγγράφονται στο ασυνείδητο όλων όσοι εμπλεκόμαστε ακόμα και με έμμεσο τρόπο. Το τραύμα, το αίσθημα φόβου, επισφάλειας και ανασφάλειας μπορεί να συρρικνωθεί μόνο μέσα από ένα πλαίσιο -κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό, θεραπευτικό. Οταν όμως η βιοπολιτική διαχείριση του βλαπτικού συμβάντος είναι ανεπαρκής, οι δεσμοί που ενώνουν την οικονομική με την κοινωνική ιστορία, την πραγματική παραγωγή με την κοινωνία και τις κοινωνικές ομάδες έχουν διαρραγεί τότε οι άνθρωποι κυριεύονται από μια αίσθηση εκμηδενισμού. Η βιοπολιτική συνομιλεί με το διαγενεαλογικό και με το συλλογικό τραύμα, το οποίο συγκαταλέγεται στις βασικές αιτίες μετατραυματικού στρες, αποπειρών αυτοχειρίας, μείζονος κατάθλιψης, τοξικοεξάρτησης και άλλων εξαρτητικών συμπεριφορών.
Αν οι φυσικές καταστροφές δείχνουν να είναι τα κατεξοχήν αυτοάνοσα του βιοπολιτικού σώματος, υπό την έννοια πως το βιολογικό αντανακλάται στο πολιτικό και αντίστροφα, τότε τι μας δείχνει η τραγωδία των Τεμπών; Η κοινωνία διαμορφώνεται τη στιγμή που οι οικονομικοί πόροι λαμβάνουν μια κοινωνική μορφή μέσω των θεσμών, γράφει ο Αλέν Τουρέν στο «Τέλος των Κοινωνιών». Οι οικονομικοί πόροι δεν έγιναν προσλήψεις εργαζομένων, παρόλο που η ΟΣΕ το είχε ζητήσει, ούτε προληπτική συντήρηση, παρόλο που η σιδηροδρομική κοινότητα ζούσε για χρόνια με τον φόβο ενός δυστυχήματος. Οπως ζούσαν για χρόνια με τον φόβο μιας πυρκαγιάς στο Μάτι ή μιας πλημμύρας στη Θεσσαλία, εξαιτίας της έλλειψης ενός δομημένου θεσμικού πλαισίου για την αντιπλημμυρική προστασία και για την πρόληψη-αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Ναι, ζούμε το τέλος των κοινωνιών, μπαζώνουμε τους τόπους μιας τραγωδίας και σβήνουμε τα ονόματα των νεκρών. Αν η μνήμη είναι μια συν-κατασκευή, μια συνοικοδόμηση του παρελθόντος στο παρόν, στην οποία συμμετέχουν τόσο άτομα και ομάδες όσο οι θεσμοί και η κοινωνία -φράση δανεική από τον Σερζ Μοσκοβισί -, τότε πώς θα συνεχίσουμε να θυμόμαστε δίχως να συγκρουστούμε σφόδρα με τους υπερασπιστές της δημόσιας λήθης; Οφείλουμε δημόσια μνήμη στους ανθρώπους που χάθηκαν. Ετσι θα ενισχυθεί η συλλογική μνήμη και θα γλιτώσουν τα παιδιά. Και τότε ίσως και να υπάρχει ελπίδα.
Δήμητρα Αθανασοπούλου