Macro

Προπαγάνδα με γραβάτα

Στα δύο πρώτα λήμματα του γράμματος Σ, διαβάζουμε: «Σακίδιο (το). ουσ.». Αναφέρονται ως χρήστες του -σκωπτικά, εννοείται- τέσσερις υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ και όχι ο δημοσιογράφος-πολιτικός που στη δημόσια σάτιρα είχε ταυτιστεί με το εν λόγω αντικείμενο. «Σαμαροβενιζέλοι (οι). ουσ.». «…εν μέσω συνεχών διαμαρτυριών μας οι Σαμαροβενιζέλοι έφεραν τον τόπο δέκα κουτσά βήματα μπροστά, ενώ οι Τσιπροκαμμένοι, εν μέσω πανηγυρισμών, τον οδήγησαν είκοσι πλήρη άλματα πίσω».

Από το πρώτο λήμμα μέχρι το τελευταίο, η πολιτικο-επικοινωνιακή στόχευση του βιβλίου του Γιάννη Βλαστάρη «Λεξικό χωρίς γραβάτα» (εκδόσεις Αρμός) είναι κρυστάλλινη. Υπό μία έννοια, ούτε ο συγγραφέας αποπειράται να τη συγκαλύψει άλλωστε (βλ. «Λίγες σκέψεις αντί εισαγωγής»).

Θα ήταν αφόρητα ανιαρή τόσο για εμένα τον ίδιο όσο και για τον/την αναγνώστη/ρια μια έστω και συνοπτική ανάλυση των εντυπωσιακά έκδηλων ιδεολογικο-πολιτικών θέσεων τούτου του σατιρικού πονήματος. Αλλού είναι το ζήτημα.

Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι την εποχή του διαδικτύου οι παρουσιάσεις βιβλίων έχουν αποκτήσει μια ιδιαίτερη αίγλη και μια ξεχωριστή κοινωνικο-πολιτική λειτουργία. Η έκδοση ενός έντυπου κειμένου, ενός τόμου, ενός προϊόντος «με σάρκα και οστά» που δραπετεύει από την κλειστοφοβική και επίπεδη μονοτονία της ηλεκτρονικής οθόνης και ξανοίγεται στην αγορά με την προ-διαδικτυακή σημασία του όρου, ως αντικείμενο-υποκείμενο που «μας μιλάει» από την περίοπτη θέση της προθήκης ή του ραφιού ενός βιβλιοπωλείου, εύλογα αποτελεί αφορμή για εορτασμό.

Ορισμένες φορές μάλιστα, αποκομίζει κανείς την εντύπωση πως η επικοινωνιακή λειτουργία των βιβλιοπαρουσιάσεων είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντική με εκείνην του παρουσιαζόμενου βιβλίου. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως εκείνη του προαναφερθέντος «Λεξικού…», όταν μετέχουν σε αυτές, είτε ως εισηγητές είτε ως ακροατές με (ή και χωρίς) παρεμβάσεις στη συζήτηση, κορυφαία στελέχη της πολιτικής ζωής του τόπου.

Αν κρίνει κανείς από το ρεπορτάζ της «Εφ.Συν.» (και όχι μόνο), η εκδήλωση της περασμένης Τρίτης (βλ. «Εφ.Συν.», 2.3.2017, σ. 6-7) προσέλαβε τον χαρακτήρα μιας αντι-ΣΥΡΙΖΑϊκής γιορτής, όπου όλοι συμφωνούσαν με τον εαυτό τους, που σημαίνει κατά κύριο λόγο με τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη επωδό τής (παρούσης βεβαίως στην εκδήλωση) ηγεσίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συγκεκριμένη βιβλιοπαρουσίαση όμως δεν είναι παρά μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ενός γενικότερου φαινομένου παρόμοιων εκδηλώσεων.

Οι τρεις βασικοί πυλώνες της κεντρικής εξουσίας στην Ελλάδα, ήτοι το -εγχώριο και διεθνές- χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, τα δύο πρώην μεγάλα πολιτικά κόμματα -που εξακολουθούν να ελέγχουν κατά μέγα μέρος τον κρατικό μηχανισμό- και οι μεγάλοι ιδιωτικοί επικοινωνιακοί οργανισμοί -άρτι «δικαιωθέντες» μετά τη γνωστή απόφαση του ΣτΕ- από κοινού με τους ιδεολογικούς φορείς που συντάσσονται με αυτούς, φαίνεται πως συγκλίνουν στο ότι εκδηλώσεις τέτοιου είδους αποτελούν ιδανικές ευκαιρίες για τη συγκρότηση μιας προπαγανδιστικής εικόνας που εξυπηρετεί τους στόχους τους.

Είναι όντως εντυπωσιακή η επαναλαμβανόμενη παρουσία των ίδιων λίγο-πολύ προσώπων ως εισηγητών ή συνομιλητών στις εν λόγω εκδηλώσεις. Και δεν αναφέρομαι τόσο στα γνωστά πολιτικά πρόσωπα, η συνεχής παρουσία των οποίων κάθε άλλο παρά εκπλήσσει.

Αλλά πιο πολύ σε διαρκώς παρούσες προσωπικότητες από τον ευρύτερο επιστημονικό, ακαδημαϊκό, εκδοτικό, δημοσιογραφικό, ακόμη και λογοτεχνικό-καλλιτεχνικό χώρο – από τα κυκλώματα δηλαδή στα οποία ανήκουν οι «άνθρωποι της διανόησης», με την ευρεία έστω έννοια του όρου. Αλλωστε, η παρουσίαση βιβλίων είναι προνομιακός τόπος συνεύρεσης αυτής ακριβώς της κοινωνικής κατηγορίας.

Ωστόσο, η πολλαχώς εκφραζόμενη αντι-ΣΥΡΙΖΑϊκή και ευρύτερα αντι-αριστερή αιχμή των λεγομένων, σε συνδυασμό με τα συναφή νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα περί «εκσυγχρονισμού» που αενάως ανακυκλώνονται σε όλους τους τόνους, εντυπωσιάζει λιγότερο με την επαναληπτικότητά της, καθότι αναμενόμενη. Και γι’ αυτό ακριβώς η προπαγανδιστική αποτελεσματικότητα δεν συνίσταται κυρίως εκεί, δηλαδή στα ίδια τα λεγόμενα των ομιλητών.

Στόχος της επικοινωνιακής στρατηγικής τούτων των βιβλιοπαρουσιάσεων και άλλων συναφών εκδηλώσεων είναι η δημιουργία ενός διάχυτου προπαγανδιστικού κλίματος – η διάχυση του οποίου εκτείνεται αρχικά στους άμεσα συμμετέχοντες σε αυτές και κατόπιν στην κοινωνία εν γένει, διά μέσου της μιντιακής διάδοσης και προβολής τους.

Πρόκειται για ένα προπαγανδιστικό κλίμα «αντεστραμμένης αντίστασης» – κατά το οποίο οι πραγματικές καθεστωτικές δυνάμεις αυτοπαρουσιάζονται ως αντιστεκόμενες στην «απολυταρχία» ή στον «ολοκληρωτισμό» της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Να κατηγορείται ευθέως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι χούντα, δύσκολα γίνεται πιστευτό – αν και ακούγεται βέβαια και αυτό.

Πιο αποτελεσματικό από προπαγανδιστικής πλευράς είναι να γίνονται εκδηλώσεις που φαίνεται πως φιλοδοξούν να θυμίσουν τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνονταν επί αληθινής χούντας, υπό αληθινές συνθήκες κρατικής τρομοκρατίας, και στις οποίες όσοι/ες συμμετείχαν δικαίως ένιωθαν αντιστεκόμενοι/ες -έμμεσα ή σιωπηρά, έστω- στο δικτατορικό καθεστώς.

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών