Macro

Κατέ Καζάντη: Πολυεκατομμυριούχοι κομμουνιστές ή αλλιώς πώς μας δουλεύουν

Οι τύποι, λοιπόν, και οι τύπισσες που αν πουλούσες το ένα τους παπούτσι θα ζούσε ένα χωριό της Αφρικής για πέντε δέκα χρόνια, οι τύποι και οι τύπισσες που ελέγχουν τις κυβερνήσεις του πλανήτη και μεταχειρίζονται τον άνθρωπο – εργάτη ως υποπόδιο των ποδών τους, οι τύποι και οι τύπισσες που καταληστεύουν τους πόρους του πλανήτη, αρπάζουν τα κοινά, κυριολεκτικά σκοτώνοντας, αυτοί κι αυτές στέλνουν, λέει, γράμμα και γραφή στους πολιτικούς για να καταπολεμήσουν τις ανισότητες. Και να τους φορολογήσουν. Και δηλώνουν πως θα είναι υπερήφανοι που πληρώνουν για την πράσινη μετάβαση, για τις συνθήκες της ζωής των εργατών, για τη δημοκρατία.
 
«Φορολογήστε τον ακραίο πλούτο», λένε, «κάντε αυτό το απαραίτητο και αναπόφευκτο βήμα πριν να είναι πολύ αργά. Κάντε τις χώρες σας περήφανες». Και το ζητούν αυτό απ’ τα δικά τους δημιουργήματα, από τους άμεσους εκπροσώπους τους: από τις δεξιές κυβερνήσεις δηλαδή και από τους σοσιαλδημοκράτες, τύπου Σολτς, που πτωχεύουν τις χώρες τους για να μην βάλουν χέρι στον μεγάλο πλούτο.
 
Είναι, κυριολεκτικά, για γέλια. Η επιστολή “Proud to pay more” (υπερήφανοι να πληρώνουμε περισσότερα), που εστάλη στους ηγέτες στο Νταβός, δημιουργεί ένα νέο ανθρωπότυπο βαθύπλουτου, εκείνου που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του Τσε Γκεβάρα, του Μαχάτμα Γκάντι και του Περικλή του Αθηναίου. Επαναστάτες, ειρηνιστές, δημοκράτες, όλα σε ένα.
 
Πολέμιοι της βασικής ιδέας του καπιταλισμού, ότι η μείωση των φόρων φέρει ταχύτερη ανάπτυξη, γράφουν πάλι, διότι το ξανάκαναν, λέει, και πέρυσι, ένα νέο κομμουνιστικό μανιφέστο.
 
Τάχατε, δίνουν στεγνά τους πολιτικούς διαχειριστές, ότι ετούτοι λανθάνουν και δεν πράττουν τα δέοντα. Δεν είναι δηλαδή που θα ρίξουν όποια κυβέρνηση τους πάει κόντρα, όχι, είναι που οι κυβερνήσεις είναι απερίσκεπτες. Δεν είναι που με τις εντολές τους αλλάζουν, διαρκώς προς το χειρότερο, οι εργασιακοί νόμοι σε όλον τον δυτικό κόσμο, δεν είναι που γουστάρουν τις οφ σορ και τους φορολογικούς παραδείσους, όχι, τούτα είναι πάνω από την ηθική τους. Είναι που οι ανά τον κόσμο Μητσοτάκηδες δεν τους βάζουν φρένο.
 
Άδικο έχουν; Όχι προφανώς.
 
Σε έναν κόσμο όπου κάθε τι δημόσιο υπονομεύεται, για να καταστραφεί και να ξεπουληθεί, σε έναν κόσμο όπου ηγεμονικό ιδεολογικά είναι το σύστημα που προωθεί την «ιδιωτική πρωτοβουλία», ο δε πλούτος θεωρείται ηθική ανταμοιβή των ξύπνιων με τις καινοφανείς ιδέες, ναι, η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως τις πολιτικές ηγεσίες που διαχέουν τις εμετικές ιδεοληψίες, εκείνες που ευνοούν τον πλουτισμό των αρίστων και των καταφερτζήδων.
 
Κι αν το αφήγημα πως η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση σταδιακά βελτιώνει, με επανεπενδύσεις, τις ζωές των ανθρώπων, έχει ήδη καταρρεύσει από τα πράγματα, να ποντάρεις σε έναν ηπιότερο καπιταλισμό, πάλι δεν λύνει, ούτε καν προσωρινά, το πρόβλημα. Διότι η ίδια η ύπαρξη του μεγάλου πλούτου είναι το κατεξοχήν πρόβλημα: αυτού που φτιάχνεται μόνο με αίμα, όχι με ιδρώτα.
 
Εκείνων που δουλεύουν 10ωρα και 12ωρα, εκείνων που χάνουν την πρόσβαση στην υγεία και την παιδεία, εκείνων που τα σύγχρονα, μη προνοιακά, κράτη, θεωρούν παράσιτα.
 
Ότι φταίνε οι εκλεγμένες κυβερνήσεις οι οποίες συμπεριφέρονται στο κεφάλαιο ωσάν να είναι το «άλας της γης», είναι δεδομένο. Αλλά δεδομένη είναι και η κοροϊδία της περιβόητης επιστολής: ας μαζέψουν τους λομπίστες τους απ’ τις Βρυξέλλες και τα άλλα κέντρα λήψης αποφάσεων, να μην συντάσσουν αυτοί τα νομοθετήματα.
 
Κι αν τόσο κόπτονται για τους από κάτω, ας βάλουν τους εργάτες τους να δουλεύουν 5ωρο και 4ήμερο, με ταυτόχρονο υπερπολλαπλασιασμό των μισθών, ας κάνουν μαζικές προσλήψεις, να πέσει η ανεργία, ας πληρώνουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές.
 
Και κυρίως ας αφήσουν τις ιδέες να κινηθούν ελεύθερα: να ξαναμάθουμε τι σημαίνουν εργατιά, εκμετάλλευση, κεφάλαιο, ταξικές αντιθέσεις και όλα εκείνα τα λησμονημένα, τα ντεμοντέ, τα ευτελή. Διότι εκείνο που χρειάζεται είναι να υπερβούν οι λαοί την αλλοτρίωσή τους.
 
Ώστε να αλλάζουν τις κυβερνήσεις τους και να μην πέφτουν στην ανάγκη των Ροκφέλερ, των Ντίσνεϊ και των υπόλοιπων, εγχώριων και εξωχώριων, ομοίων τους.

Κατέ Καζάντη