Macro

Χρήστος Σίμος: Τα ιδιωτικά ΑΕΙ και η δημόσια Υγεία

Τέλος στο “κρατικό μονοπώλιο” θέλει να βάλει ο Κυριάκος Μητσοτάκη, όπως είπε ο ίδιος κατά την επίσκεψή του στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Η επιλογή της συγκεκριμένης έννοιας, βεβαίως, δεν είναι τυχαία από τον πρωθυπουργό. Είναι γνωστό πως οι οπαδοί της “ελεύθερης οικονομίας” δεν αρέσκονται στα “μονοπώλια” επικαλούμενοι πολλούς και διάφορους λόγους. Μόνο που τα δημόσια ΑΕΙ δεν αποτελούν θεσμό που πουλάει κάποιο εμπόρευμα.
 
Κατ’ αρχάς, το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν πουλάει κάτι, καθώς η υπηρεσία που προσφέρει παρέχεται δωρεάν, όπως ακριβώς και το δημόσιο σχολείο, χρησιμοποιώντας μέρος των κονδυλίων από τα χρήματα των φορολογούμενων πολιτών. Με άλλα λόγια, οι πολίτες αποδίδουν στο κράτος ένα μέρος από το εισόδημα τους προκειμένου αυτό να τους εξασφαλίσει τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συνεπώς, η χρήση του όρου “μονοπώλιο” είναι -και τυπικά- άστοχη. Ο ιδεολογικός στόχος, όμως, είναι κάτι παραπάνω από προφανής: το δημόσιο πανεπιστήμιο περιορίζει την ελευθερία των πολιτών-πελατών, συνεπώς η ίδρυση “μη κρατικών”, δηλαδή ιδιωτικών ΑΕΙ θα διευρύνει και την ελευθερία αλλά και, μέσω του ανταγωνισμού, τις επιλογές τους.
 
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Η ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, παρά τις σχετικές διακηρύξεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, δεν πρόκειται να διευρύνει τις επιλογές όσων επιθυμούν να σπουδάσουν, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο προσφέρει προγράμματα σπουδών τα οποία, κυριολεκτικά, καλύπτουν όλο το εύρος των επιστημών καθώς και όλες τις προσεγγίσεις που υπάρχουν εντός των επιστημών. Εφόσον λοιπόν το δημόσιο πανεπιστήμιο καλύπτει, αξιοποιώντας τα χρήματα των πολιτών, όλα όσα χρειάζεται να καλύψει ο συγκεκριμένος θεσμός, ποια ανάγκη εξυπηρετούν τα ιδιωτικά ΑΕΙ;
 
Η απάντηση, δυστυχώς, είναι πολύ απλή: στην πραγματικότητα, καμία. Το δημόσιο πανεπιστήμιο, ακριβώς επειδή είναι δημόσιο, μπορεί να παρέχει υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, αφού είναι απαλλαγμένο από την επιδίωξη των στόχων της επιβίωσης του ως επιχείρηση. Αλλά και για έναν ακόμα λόγο: είναι απαλλαγμένο από τα επιμέρους κίνητρα των φοιτητών του. Στο δημόσιο δεν ισχύει ο κανόνας του “πελάτη που έχει πάντα δίκιο”, ένα δίκιο που ως επί το πλείστον μεταφράζεται στην επιδίωξη της απόκτησης του πολυπόθητου τίτλου σπουδών. Βέβαια, θα αντιτείνει κανείς, πως το κίνητρο αυτό είναι ενεργό και στο δημόσιο πανεπιστήμιο και ως προς αυτό έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία εντός του. Είναι ευρέως γνωστοί οι μηχανισμοί που έχουν στήσει εδώ και χρόνια οι παρατάξεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, που ξεκινούν από τη διανομή “σημειώσεων” αντί για πολιτικές προτάσεις μέχρι την παροχή εκδουλεύσεων. Επομένως, κάποιος καχύποπτος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως η ΔΑΠ και η ΠΑΣΠ αποτελούν σοβαρούς παράγοντες υπονόμευσης της ποιότητας του δημόσιου πανεπιστήμιου, καθώς μετατρέπουν τη διαδικασία της γνώσης σε κυνήγι απόκτησης του “χαρτιού”.
 
Ας πάμε όμως στο πρώτο σημείο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο καλύπτει τις οικονομικές του ανάγκες από τα κρατικά κονδύλια, συνεπώς δεν έχει ανάγκη να πουλάει “ευπώλητα προϊόντα” ούτε και έχει ανάγκη να στρέφεται σε αναζήτηση ιδιωτικών πόρων, πρακτική που ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους, όπως θα δούμε παρακάτω. Το ιδιωτικό ΑΕΙ πού θα βρει τα χρήματα; Είναι ηλίου φαεινότερο πως δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρό πανεπιστημιακό ίδρυμα που μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του μόνο από τα δίδακτρα. Η διεκδίκηση κρατικής χρηματοδότησης συνιστά μονόδρομο, στο τέλος αυτής της διαδρομής, με τις συνέπειες για τα δημόσια ΑΕΙ να είναι προφανείς.
 
Σύνδεση με την αγορά κι άλλες ιστορίες για αγρίους
 
Από ‘κει και πέρα, η πολυθρύλητη “σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας” δύσκολα μπορεί να αποτελέσει κάτι παραπάνω από μια ιδεοληπτική αρλούμπα. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κάποιος ιδιώτης που θα επενδύσει στην εκπαίδευση χωρίς να διεκδικήσει κάποιο άμεσο ή έμμεσο όφελος. Μια πρόχειρη ματιά στα ΑΕΙ των ΗΠΑ που “συνέδεσαν” τις ιατρικές και βιολογικές τους Σχολές με τις συναφείς φαρμακευτικές εταιρείες (Naomi Klein, No Logo, Λιβάνης, 2005) είναι αποκαλυπτική. Η χρηματοδότηση “ερευνητικών” προγραμμάτων από τις εταιρείες οδήγησε εντέλει στην παραγωγή ερευνητικών πορισμάτων τα οποία εξυπηρετούσαν έναν και μόνο σκοπό: να δείξουν ότι τα σκευάσματα των εταιρειών που χρηματοδοτούσαν τις συγκεκριμένες “έρευνες” είναι υψηλής ποιότητας. Είναι μάλλον άγνωστο το αν και κατά πόσο θα μπορούσε να εμπιστευτεί κανείς αυτού του είδους την επιστήμη σε ό,τι αφορά την ατομική αλλά και τη δημόσια υγεία.
 
Αν αυτό ισχύει για τις ιατρικές σχολές, είναι επίσης προφανές πως θα ισχύει και για τις υπόλοιπες επιστήμες. Για ποιο λόγο μια εταιρεία που ειδικεύεται στην παραγωγή εμπορευμάτων που έχουν να κάνουν με την Πληροφορική να χρηματοδοτήσει κάτι που δεν θα της δώσει αποτέλεσμα; Αν όμως επιδιώκει αποτέλεσμα, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι προσαρμοσμένο στα προϊόντα που ήδη παράγει ή που σχεδιάζει να παράξει. Το αν και κατά πόσο η διαδικασία αυτή προάγει την επιστήμη και εντέλει ευνοεί την καινοτομία, την οποία, υποτίθεται, επιθυμεί η αγορά, δεν είναι άλλη συζήτηση: η σύνδεση των ΑΕΙ με την αγορά δεν ευνοεί, εντέλει, ούτε την αγορά. Είναι αδύνατη η ανάπτυξη της επιστήμης με την εμμονή στην “εξειδίκευση”.
 
Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις
 
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εδώ και μια πενταετία προσθέτει φραγμούς στο δημόσιο ΑΕΙ, αυξάνοντας διαρκώς τους νέους και τις νέες που μένουν έξω από αυτό, επικαλούμενη την ποιότητα. Την ίδια στιγμή, όμως, το επιχείρημα της ποιότητας πάει περίπατο όταν μπαίνει στη συζήτηση το χρήμα. Εκεί η “ποιότητα” μετατρέπεται σε διάφορα χαζοχαρούμενα αφηγήματα για τα “παιδιά μας που πάνε στο εξωτερικό και ακουμπάνε τα λεφτά τους”. Κατ’ αρχάς, το να φεύγει κανείς από τη χώρα του για σπουδές δεν βλάπτει, αλλά μάλλον ωφελεί. Το πρόγραμμα Erasmus γι’ αυτόν τον λόγο έχει θεσπιστεί, άλλωστε. Από ‘κει και πέρα, αυτό που δεν λέει η ΝΔ είναι ότι τα “παιδιά μας” και οι γονείς τους έχουν ήδη ακουμπήσει τα λεφτά τους στην Εφορία. Με άλλα λόγια, αυτό που υποχρεούνται να καταβάλλουν για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το έχουν καταβάλλει μέσω της φορολογίας. Το αν αυτό επαρκεί ή όχι, το αν θα πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός (προφανώς και πρέπει) είναι άλλης τάξης ζήτημα. Το σίγουρο όμως είναι ότι η ελληνική κοινωνία έχει πληρώσει για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γιατί πρέπει να ξαναπληρώσει τον ιδιώτη; Για να μην υπάρχει… μονοπώλιο;
 
Στην πράξη, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως τα ιδιωτικά ΑΕΙ φτιάχνουν μια τριτοβάθμια εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων, η οποία βασίζεται στην εισοδηματική ικανότητα των “πελατών”. Όσα περισσότερα διαθέτεις, τόσο καλύτερο χαρτί θα πάρεις, σε απλά ελληνικά. Για το αν αυτή η πρακτική προάγει ή όχι την ισότητα και εντέλει, τη δημοκρατία, η απάντηση δεν είναι και πολύ δύσκολο να δοθεί.
 
Η δημόσια τριτοβάμια εκπαίδευση, λοιπόν, είναι και ταυτόχρονα δεν είναι θέμα ελεύθερης επιλογής. Κι αυτό διότι η ιδιωτική παιδεία είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένα εμπόρευμα που απευθύνεται σε λίγους. Και στη χειρότερη, ένα μαγαζί που πουλάει χαρτιά. Και ανταγωνισμός που αφορά λίγους, δεν μπορεί να υπάρξει, εξ ορισμού.

Χρήστος Σίμος