Την άνοιξη του 1960 η αμερικανική κυβέρνηση αποφασίζει να κάνει το πρώτο βήμα για να μπουν τα μαύρα παιδιά στα λευκά σχολεία και θεσπίζει μία διαδικασία εθνικών εξετάσεων για να αποφασίσει ποια θα είναι τα πρώτα παιδιά που θα ενταχθούν στο «πείραμα». Στις 16 Νοεμβρίου του 1960, έξω από το δημοτικό σχολείο William Frantz στη Νέα Ορλεάνη, συγκεντρωμένοι γονείς διαμαρτύρονται εξαγριωμένοι. Πετούν ντομάτες, φωνάζουν, εξαπολύουν κατάρες, γράφουν συνθήματα στους τοίχους κι έχουν στήσει στην είσοδο του κτηρίου ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στο οποίο έχουν τοποθετήσει μια μαύρη κούκλα. Είναι η στιγμή που η 6χρονη Ρούμπι Μπρίτζις γίνεται το πρώτο μαύρο παιδί που περνά την πύλη ενός σχολείου λευκών στις ΗΠΑ κι ένα σύμβολο στον αγώνα κατά του ρατσισμού μέχρι σήμερα.
Το παράδειγμα δεν ανασύρεται τυχαία. Έρχεται να απαντήσει στον προβληματισμό –πρέπει να έχει λόγο η «κοινή γνώμη» σε αποφάσεις που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα;– που εγείρεται με αφορμή, αυτή τη φορά, τη συζήτηση για το νομοσχέδιο που προτίθεται, όπως λέει, να φέρει η κυβέρνηση για τον γάμο στα ομόφυλα ζευγάρια –γάμος ανεξαρτήτως φύλου είναι πάντως το πάγιο αίτημα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας– αλλά και το δικαίωμα στην τεκνοθεσία και στην αναγνώριση της ΛΟΑΤΚΙ γονεϊκότητας. Μια συζήτηση που προκαλεί ήδη έντονους εσωκομματικούς τριγμούς στη ΝΔ και που συναντά την –αναμενόμενη, φυσικά– σφοδρή αντίδραση από την πλευρά της εκκλησίας.
Τι θα γινόταν αν…
Το ζήτημα δεν θα αποτελούσε αντικείμενο περαιτέρω σχολιασμού και δεν θα έδινε το έναυσμα για το συγκεκριμένο άρθρο αν όλες τις προηγούμενες μέρες δεν υπήρχε μια συστηματική, αν και υποδόρια, προσπάθεια, μέσω δημοσκοπικών ευρημάτων που ιεραρχούνταν μάλιστα ψηλά ως είδηση, να υπερτονιστούν οι αρνητικές απαντήσεις της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης στο ενδεχόμενο –κυρίως– της τεκνοθεσίας από ΛΟΑΤΚΙ ζευγάρια.
Και είναι εδώ που ανακύπτει το ερώτημα: μπορούν να μπαίνουν όλα τα θέματα στην κρίση της κοινής γνώμης; Θεμελιώδη δικαιώματα αντιμετωπίζονται με λογικές πλειοψηφιών-μειοψηφιών; Και κυρίως, μπορούν να χαράσσονται πολιτικές και να παίρνονται αποφάσεις για τέτοια ευαίσθητα θέματα με βάση το τι λέει η κοινή γνώμη;
Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: τι θα σήμαινε άραγε σήμερα να αποφάσιζαν οι ευρωπαϊκοί λαοί με δημοψηφίσματα για μείζονα θέματα που αφορούν την Ευρώπη; Είμαστε, για παράδειγμα, σίγουρ@ για το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας όπου οι ψηφοφόροι κάθε χώρας –της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης– θα έπρεπε να αποφασίσουν για το αν θα δεχτούν ή όχι πρόσφυγες στην επικράτειά τους; Ή αν θα έπρεπε να αποφασίσουν για την ισχύ ή όχι της θανατικής ποινής; (με δεδομένη την καταλυτική ισχύ των ΜΜΕ στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης). Ή για το δικαίωμα στην άμβλωση;
Αλλά και σε θέματα πιο στενού ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών ή η νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, πόσο βέβαιη θα μπορούσε να θεωρείται η αίσια κατάληξή τους αν αποτελούσαν αντικείμενο ενός δημοψηφίσματος, μιας επιλογής «από τη βάση»; Αυτό προφανώς δεν έχει να κάνει με την ποιότητα των ανθρώπων κάθε χώρας, αλλά με μια ρεαλιστική εκτίμηση των ισχυρότατων εθνικιστικών, μισαλλόδοξων και φασιζουσών πολιτικών τάσεων που εκτράφηκαν από το οικονομικό αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, κυρίως την τελευταία δεκαπενταετία.
Ερωτήματα που δεν θα έπρεπε, καν, να υφίστανται
Βεβαίως, σε μια πραγματική δημοκρατία, δεν θα έπρεπε καν να μπαίνουν τέτοιου είδους ερωτήματα. Γιατί προϋπόθεση για να λέγεται δημοκρατία το «κράτος» του «δήμου», είναι πρωτίστως να υπάρχει το απαραίτητο θεσμικό και νομικό πλαίσιο της ευνομούμενης πολιτείας που σέβεται θεσμικά και νομικά τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα όλων των πολιτών της, αλλά και κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτειά της.
Είναι ο σεβασμός στη διαφωνία, στη μειοψηφούσα άποψη, στην κάθε είδους και μορφής μειονότητα. Γι’ αυτό και σε θέματα που άπτονται θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν χωράει, δεν πρέπει να χωράει, ο φόβος του πολιτικού κόστους ή της λαϊκής αντίδρασης.
Πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν ζωές, οφείλουν να παίρνονται χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς να προσμετράται αν «η κοινωνία είναι έτοιμη».
Όσο κι αν η «κοινή γνώμη», ισχυρή και ανώνυμη, συνιστά μια δύναμη που επηρεάζει καταλυτικά κάθε πτυχή της ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Μια δύναμη που όλοι την επικαλούνται όταν συμφωνεί μαζί τους, και όλοι την υποτιμούν όταν αντίκειται στα σχέδιά τους. Μια δύναμη που από τη μια πλευρά διαμορφώνει συνειδήσεις, σκέψεις, συμπεριφορές και πολιτικές πρακτικές κι από την άλλη, διαμορφώνεται από ιδεολογίες, κοινωνικά στερεότυπα, ηθικές αξίες, πολιτικές σκοπιμότητες, πολιτισμικά πρότυπα και βέβαια από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.
Αυτή, λοιπόν, η κοινή γνώμη, για να είναι κάποια στιγμή «έτοιμη», έχει ανάγκη να αισθανθεί ότι γίνεται μέρος, ότι συμμετέχει σε μια μάχη ιδεών η οποία ανελλιπώς πρέπει να δίνεται.
Όσο ζοφερή κι αν ακούγεται στην προοπτική της, η ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς είναι εδώ, ήδη συντελείται. Και η αντιμετώπισή της απαιτεί μια ριζοσπαστική Αριστερά που δεν θα διστάζει να δίνει τις μάχες που απαιτούνται, προκειμένου οι ιδέες της –επικαιροποιημένες, εμπλουτισμένες, «σημερινές»– να καταστούν κάποια στιγμή κυρίαρχες. Μετατρέπεται έτσι ξανά αυτό το πεδίο –η μάχη δηλαδή των ιδεών– σε κυρίαρχο διακύβευμα: με ποιον τρόπο η υπεράσπιση της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, των λαϊκών τάξεων, των δημόσιων αγαθών, μπορεί να γίνει υπόθεση των πολλών.
Στη διαρκή αυτή μάχη, υπάρχει ωστόσο κάτι αδιαπραγμάτευτο που καμιά κοινή γνώμη δεν μπορεί να επιβάλλει, να ποδηγετήσει ή να ανατρέψει: ο σεβασμός στη ζωή, στην αξιοπρέπεια, στην αυτοδιάθεση. Έννοιες που δεν επιτρέπεται να μπουν στο ζύγι, σε καμιάς πλειοψηφίας το όνομα.
Αννέτα Καββαδία