…ολωσδιόλου αντιλαϊκή υπόθεση.
Στο περιβόητο Χάρβαρντ, αυτό που αποτελεί το βαρύ πυροβολικό της αριστείας κι αυτό που επικαλούνται οι θιασώτες της ως θέσφατο, κάνει το διδακτορικό του, εν έτει 1937, ο Πολ Σουίζι, με επιβλέποντα καθηγητή τον Γιόζεφ Σουμπέτερ.
Ο Σουίζι ασχολείται εκτενώς με τον «Μονοπωλιακό καπιταλισμό» και τη «Θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης», διδάσκει για τα Οικονομικά του Σοσιαλισμού και προσπαθεί να συνθέσει τον, της μοδός τότε, κεϊνσιανισμό με τον μαρξισμό. Γίνεται πασίγνωστος. Η φήμη, καθώς και η κοινωνική του δράση, ξεπερνούν τα όρια της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Αλλά οι ιδέες -αχ, αυτές οι ιδέες!- δεν κρίνονται συμβατές με το κύρος του πανεπιστημίου και ο Σουίζι δεν γίνεται ποτέ μόνιμος καθηγητής. Παραιτείται, επί της ουσίας διωκόμενος. Και βέβαια, κατά την περίοδο του Μακαρθισμού, το 1953, καλείται από τις αρχές του Νιου Χαμσάιρ να απολογηθεί για μια ομιλία του. Αρνείται να απαντήσει και φυλακίζεται ως το 1957.
Η στάση του, για έναν διανοούμενο, στην εποχή της ιδεολογικής ηγεμονίας του σκληρού νεοφιλελευθερισμού, παραμένει υποδειγματική.
Δεν άλλαξαν πολλά από τότε στο Χάρβαρντ. Από τα σκάνδαλα για τα πλουσιόπαιδα που αντέγραφαν κατά συρροή, μέχρι τον διευθυντή του νεκροτομείου της Ιατρικής ο οποίος, συν γυναιξί, εμπορευόταν ανθρώπινα λείψανα και όργανα, και τον προπονητή που λάμβανε δωράκια από μεγιστάνα για να βγάλει τα βλαστάρια του πρωταθλητές στη ξιφασκία, η πολλή αριστεία διαπλέκεται με το χρήμα, σεμνά και ταπεινά: αλήστου μνήμης το σκάνδαλο της δεκαετίας του ’60 με τις στημένες έρευνες για τη ζάχαρη και τα καρδιολογικά προβλήματα όπου εμπλεκόταν γνωστή και μη εξαιρετέα πολυεθνική αναψυκτικών.
Γιατί, αλήθεια, τα θέλουμε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Για τη δεξιά και τις ολιγαρχίες, από όπου αντλεί και τη νομιμοποίησή της, είναι παραπάνω από χρήσιμα. Είναι απολύτως απαραίτητα. Δεν είναι μόνο που αγοράζουν πτυχία για τα παιδιά τους, ο στόχος τούτος δεν τους πολυνοιάζει. Ουδέποτε εξάλλου η ταξική διαστρωμάτωση άλλαζε και πολύ μέσα από την εκπαίδευση -είναι γνωστό τοις πάσι ότι αλλιώς βγαίνουν τα φράγκα, όχι από τη μόρφωση.
Το μείζον είναι η χειραγώγηση. Η αναπαραγωγή, μέσω επιστημονικών αξιολογήσεων βεβαίως βεβαίως, του χρήματος και της εξουσίας. Η περικοπή οποιασδήποτε μορφής γνώσης που την απειλεί, προς τούτο η ανυποληψία των ανθρωπιστικών σπουδών και η καταδίκη σε ανεργία όσ@ τις ακολουθούν. Η τύφλωση των μαζών, ώστε να περιβάλλουν με θαυμασμό τους άριστους πρωτεύσαντες δίχως ν’ αναρωτιούνται αν και πώς τούτοι συνεισφέρουν στο κοινό καλό ή μοναχά στο αβγάτισμα των κεφαλαίων των αφεντικών.
Αλλά: η βιομηχανία του θεάματος, και όχι μόνο, πριν φτιάξει, ως γνωστόν, τα προϊόντα, φτιάχνει τους πελάτες. Οι συνειδήσεις, οπότε, διαβρώνονται απ’ τα μικράτα. Στα σχολεία εισβάλλουν οι εταιρείες (παγουρίνια Λασκαρίδη), χαρίζουν ό,τι προαιρούνται με το λογότυπό τους ενώ το (δεξιό) κράτος μεριάζει για να διαβούν. Σπονσονάρουν, επίσης, κατευθύνοντας τα, τα πανεπιστήμια (επαγγελματικό μεταπτυχιακό στο Μετσόβιο από τη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ) κι εξαφανίζοντας κάθε τι ενοχλητικό. Τον μαρξισμό, ας πούμε: αν στην εποχή του Μακάρθι οι μαρξιστές οικονομολόγοι διώκονταν, στη σημερινή, ελεύθερη, εποχή μας, δεν υπάρχουν καν για να διωχθούν.
Η ανάπλαση του ανθρώπινου νου, αυτός είναι ο μόνος στόχος. Να αντικατασταθεί η αλληλεγγύη με την ιδιώτευση και τον ατομισμό, να παραμεριστεί ακόμα και ο Κέινς για να κατακυριεύσουν τις κοινωνίες τα ιδεολογήματα του Μίλτον Φρίντμαν και της διαβόητης σχολής του Σικάγου. Η βιαιότητα του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς» διδάσκεται ως η μόνη ανθρώπινη συνθήκη: τα προνοιακά κράτη λογαριάζονται ως φύρα, η φορολογία του μεγάλου πλούτου ως κλοπή, οι μισθολογικές αυξήσεις του κόσμου της εργασίας ως τροχοπέδη.
Στις «καλές σπουδές», αυτές που αποτελούν τυπικά υπερπροσόντα και κοστίζουν πανάκριβα, τα ανωτέρω διδάσκουν. Ακόμα και αν ξεπέσει καμιά/νεις από τους από κάτω, με τα γνωστά άλλοθι/παγίδες των υποτροφιών, έχει από τα πριν διαφθαρεί. Επιπλέον, όλ@ καθίστανται ευεπίφορ@ στην προπαγάνδα που προστάζει πως οι απόφοιτες/οι των διαφόρων Χάρβαντ είναι εκείνοι/ες, οι μόνοι/ες, που δικαιωματικά εξουσιάζουν. Μια ιδιότυπη ανώτερη φυλή, Άρια, που ασκεί έναν επίσης ιδιότυπο σύγχρονο ρατσισμό, κατηγοριοποιώντας με συστημικούς όρους «τυπικών προσόντων» την ανθρώπινη ύπαρξη.
Τα ιδιωτικά, χρηματοδοτούμενα από το κεφάλαιο για τους σκοπούς του κεφαλαίου, πανεπιστήμια, όπως κι αν παρουσιάζονται –ιδρύματα, μη κρατικά, με δωρεές κ.ο.κ.- και οι αριστείες που παράγουν, για την Αριστερά, αποτελούσαν και αποτελούν με ολωσδιόλου αντιλαϊκή υπόθεση.
Κατέ Καζάντη