Macro

Ο Βενιζέλος ποινικοποιεί τη διάδοση των αριστερών ιδεών

Τη 19η Αυγούστου 1928, διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές τις οποίες κέρδισαν με μεγάλη διαφορά οι Φιλελεύθεροι και τα συνεργαζόμενα με αυτούς κόμματα. Το ΚΚΕ συμμετείχε υπό τη μορφή του «Ενιαίου Μετώπου», αλλά έλαβε μόνο 14.325 ψήφους, συγκεντρώνοντας 1,41%, δίχως να καταφέρει την εκλογή κάποιου βουλευτή.
 
Την 22α Δεκεμβρίου, ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος, τηρώντας σχετική προεκλογική του υπόσχεση, έφερε στη Βουλή ένα νομοσχέδιο υπό τον τίτλο «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Εισηγητής ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός Εσωτερικών, ο κερκυραϊκής καταγωγής Κων. Ζαβιτσάνος (ή Ζαβιτζιάνος). Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο ποινικοποιούσε τη διάδοση «ανατρεπτικών» (δηλαδή κομμουνιστικών και αναρχικών) ιδεών, ενώ θεσμοθετούσε την καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Οι υποθέσεις θα εκδικάζονταν από ποινικά δικαστήρια, τα οποία θα επέβαλλαν βαριές ποινές σε όσους παραβάτες ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί ή στρατιωτικοί.
 
Στα πρώτα στάδια της κοινοβουλευτικής συζήτησης, τέθηκαν ορισμένα διαδικαστικά ζητήματα, τα οποία επέλυσε με δυναμικές τοποθετήσεις του ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Μάλιστα, τόνισε ότι η κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να δεχθεί τροπολογίες βουλευτών αλλά προειδοποίησε το Σώμα πως «εάν όμως θέλετε να ματαιώσητε την ψήφισιν δεν θα το επιτύχετε… μη νομίσετε ότι και εγώ δεν έχω ενδοιασμούς τινας διά το υποβληθέν νομοσχέδιον, αλλά δεν θα με αναγκάσητε να αφήσω ανυπεράσπιστον την κοινωνίαν διά να έχωμεν ανησυχίας από εδώ και από εκεί…». Η συζήτηση επαναλήφθηκε την 3η Απριλίου 1929. Πρώτος έλαβε τον λόγο ο Ι. Ράλλης, ο οποίος σημείωσε ότι ο κίνδυνος ανατροπής του κοινωνικού καθεστώτος δεν ήταν τόσο μακρινός. Ο πρωθυπουργός απάντησε ότι το καθεστώς δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο, αλλά αυτό δεν το εμπόδιζε να λάβει μέτρα προστασίας για το μέλλον. Πρόσθεσε δε ότι θα ήταν «μωρία» ένα κοινωνικό καθεστώς που δεν ανησυχεί για το παρόν «να αφήνει να δηλητηριάζονται (σ.σ. οι πολίτες) ημέραν καθ’ ημέραν διά να γεννηθεί μίαν ημέραν και ο κίνδυνος αυτός».
 
Μετά, μίλησε ο Αλ. Παπαναστασίου, που επισήμανε ότι οι κομμουνιστές δεν είχαν το δικαίωμα να διαμαρτύρονται διότι θεμέλιο της ιδεολογίας του κόμματός τους «είναι η κατάλυσις της δημοκρατικής αρχής, της ελευθερίας της σκέψεως και της ελευθερίας της συζητήσεως». Μάλιστα, επικαλέστηκε τις συνθήκες στη Σοβιετική Ενωση, όπου δεν κυκλοφορούσαν αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Κατόπιν, κατηγόρησε τους κομμουνιστές ότι με την τακτική τους διασπούσαν τις εργατικές δυνάμεις και προκαλούσαν σύγχυση στον αγώνα για την επικράτηση πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης. Κατ’ αυτόν, οι κομμουνιστές αρνούνταν την αρχή της ελευθερίας και την επικράτηση της πλειοψηφίας, εφόσον απέβλεπαν στην επικράτησή τους διά της βίας.
 
«Το ΚΚΕ δεν υπήρξε αποτέλεσμα εγχώριων κοινωνικών συνθηκών αλλά μιμήσεως και επιδράσεως ξένης προπαγάνδας», συμπλήρωσε. Μολαταύτα, διαφώνησε με το νομοσχέδιο, καθώς δεν πίστευε ότι υφίστατο κίνδυνος η πλειοψηφία των Ελλήνων να ενστερνιστεί τις ιδέες αυτές. Αντιθέτως, η απαγόρευσή τους θα τις ενίσχυε διότι θα δημιουργούσε «μάρτυρες της κομμουνιστικής ιδέας». Μάλιστα, εξέφρασε την εκτίμηση ότι «εν κρυπτώ εργαζομένη η κομμουνιστική κίνησις θα είναι πολύ πλέον επιφοβωτέρα παρ’ όταν εργάζεται εν τω φανερώ», Επιπλέον, θεώρησε επαρκείς τις προβλεπόμενες διατάξεις στον Ποινικό Κώδικα. Συνέχισε, εστιάζοντας στην αοριστία του νομοσχεδίου, που καθιστούσε δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ προπαγάνδας και προσηλυτισμού, ενώ πρότεινε να συμπεριληφθούν και οι φασιστικές ιδέες όπως και η προπαγάνδιση εν γένει των δικτατορικών ιδεών.
 
Τότε, ζήτησε τον λόγο ο Ζαβιτσάνος, ο οποίος επιτέθηκε στον Παπαναστασίου. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του βουλευτή Ν. Τζερμιά, φίλου του Παπαναστασίου, ο οποίος κατηγόρησε τον υπουργό ότι διαπνεόταν από αντιδραστικές αρχές και είχε υποκύψει στις παροτρύνσεις των «κομμουνιστικοφάγων υπηρεσιών». Εξέφρασε δε τη βεβαιότητα ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα ήταν η απαρχή της καταστροφής για τον τόπο. Η συνεδρίαση διακόπηκε για να επαναληφθεί την 30ή Μαΐου. Πρώτος έλαβε τον λόγο ο Λ. Μακάς, ο οποίος αμφέβαλλε για τη σκοπιμότητα του νομοσχεδίου, προκαλώντας την παρέμβαση του Βενιζέλου. Ο τελευταίος δήλωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Το νομοσχέδιον δεν επιδιώκει να διώξει τον κομμουνισμόν ως ιδέαν, το νομοσχέδιον επιδιώκει να κτυπήσει την Γ’ Διεθνή και τας μπολσεβικικάς αρχάς αυτής, αίτινες απέχουν πολύ του ιδεώδους κομμουνισμού. Το νομοσχέδιον επιδιώκει την δίωξιν των οπαδών της Γ’ Διεθνούς. Δεν δυνάμεθα να διώξωμεν τον κομμουνισμόν, διότι και ο Χριστός υπήρξε κήρυξ της ιδέας αυτής. Ο Χριστός διεκήρυξε πρώτος τον κομμουνισμόν, αλλά από την υψηλήν ιδεολογίαν του κομμουνισμού μέχρι των ανατρεπτικών ενεργειών των ανθρώπων της Μόσχας, υπάρχει διαφορά». Κατόπιν, μίλησαν αρκετοί βουλευτές και μετά έλαβε τον λόγο ο υπουργός Εσωτερικών. Τόνισε ότι «ο κομμουνιστικός κίνδυνος» ήταν υπαρκτός, γι’ αυτό και όλα τα άλλα κράτη είχαν λάβει μέτρα προς αντιμετώπισή του. Αντιθέτως, η Ελλάδα είχε ακολουθήσει «χλιαρή» πολιτική επί του θέματος. Σημείωσε ότι δεν διωκόταν η ιδέα αλλά όσοι επιδίωκαν να επιβάλουν τις απόψεις τους διά της βίας.
 
Οι τότε ισχύοντες νόμοι έφερναν σε δύσκολη θέση τις Αρχές και τους δικαστές διότι εάν τα αδικήματα που προκαλούσαν διατάραξη της τάξης (με τραυματισμούς, ακόμη και με δολοφονίες) χαρακτηρίζονταν ως πράξεις εσχάτης προδοσίας, θα επέφεραν την επιβολή ακόμη και της θανατικής ποινής. Εάν οι δικαστές ήθελαν να αποφύγουν την επιβολή μιας τόσο βαριάς ποινής, τότε οι προβλεπόμενες ποινές ήταν πολύ επιεικείς, αγγίζοντας τα όρια του γελοίου.
 
Η ομιλία του Ζαβιτσάνου προκάλεσε την αντίδραση του Παπαναστασίου και του Γ. Παπανδρέου. Ο τελευταίος σημείωσε ότι συμφωνούσε με τον πρωθυπουργό αλλά όχι και με τον υπουργό Εσωτερικών, προκαλώντας την παρέμβαση του Βενιζέλου. Ο Κρητικός πολιτικός διευκρίνισε ότι ο Ζαβιτσάνος «εκινείτο δεξιότερα πολιτικώς» του ιδίου αλλά τελικώς «ακολουθούσε σαφώς το πνεύμα της κυβερνήσεως». Αλλωστε, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελούσε προϊόν συνεργασίας μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Παπανδρέου σημείωσε ότι ο υπουργός κινούνταν πολιτικά πέραν της κυβερνητικής γραμμής, τοποθέτηση που εξόργισε τον Ζαβιτσάνο. Αυτός δήλωσε απερίφραστα πως εάν ήταν στο χέρι του θα τιμωρούσε ακόμη και τη σκέψη! Προκλήθηκαν νέες αντιδράσεις και ορισμένα σημεία της ομιλίας διαψεύστηκαν από τον παριστάμενο υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Κων. Γόντικα.
 
Η εικόνα που παρουσίαζε η κυβερνητική πτέρυγα δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, γεγονός που ανάγκασε τον Βενιζέλο να λάβει τον λόγο. Δήλωσε, εμφανώς ταραγμένος, τα ακόλουθα: «Επί του νομοσχεδίου υπάρχει πλήρης συνεννόησις… εισάγεται ως κυβερνητικόν νομοσχέδιον και δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η τύχη της κυβερνήσεως συνδέεται με την ψήφισιν του υπό συζήτησιν νομοσχεδίου». Εθεσε, λοιπόν, απερίφραστα θέμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Ηταν φανερό ότι επιθυμούσε την κατ’ αρχήν ψήφιση του νομοσχεδίου το ταχύτερο δυνατόν. Η φράση του προκάλεσε χειροκροτήματα από βουλευτές των Φιλελευθέρων. Ο πρωθυπουργός συνέχισε, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του: «Η κυβέρνησις νομίζει ότι έχει δικαίωμα αλλά και καθήκον να ζητήσει από την Βουλήν να την οπλίσει. Τα άλλα είναι λεπτομέρειαι». Ακολούθως, τάχθηκε υπέρ των απόψεων του Ζαβιτσάνου, «αδειάζοντας» πολιτικά τον Γόντικα. Συμπλήρωσε δε ότι η δράση των κομμουνιστών στη χώρα ήταν τέτοια «ώστε δεν ημπορούμεν να λέγωμεν ότι δεν γίνεται τίποτε».
 
Μετά, μίλησαν ο Καφαντάρης, ο Ζαβιτσάνος και ο κυβερνητικός βουλευτής Λ. Νάκος. Ο τελευταίος αμφισβήτησε την ταύτιση της υπερψήφισης του νομοσχεδίου με την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι ο πρωθυπουργός είχε αφήσει ελεύθερους τους βουλευτές.
 
Η τοποθέτησή του αυτή ανάγκασε εκ νέου τον Βενιζέλο να λάβει τον λόγο. Διευκρίνισε ότι η «ελευθερία» προς τους βουλευτές δεν συνίστατο στην υπερψήφιση του νομοσχεδίου αλλά στην εκ μέρους τους υποβολή τροπολογιών. «Διά την αρχήν του νομοσχεδίου δεν υπάρχει εις την Βουλήν Φιλελεύθερος, ο οποίος δύναται να δώσει ψήφον αρνητικήν», τόνισε εμφατικά. Η παρέμβασή του δεν καταλάγιασε τις αντιδράσεις, καθώς οι Παπαναστασίου και Νάκος επέμειναν στις απόψεις τους. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να λάβει και πάλι τον λόγο. Παραδέχθηκε ότι οι ομιλίες του Ζαβιτσάνου είχαν δυναμιτίσει το κλίμα αλλά παρείχε πλήρη κάλυψη στον Κερκυραίο πολιτικό. Μολαταύτα, η κατάσταση δεν ηρέμησε, αν και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παν. Τσαλδάρης, δήλωσε ότι συμφωνούσε με την κυβέρνηση, εφόσον υπήρξε η διευκρίνιση πως δεν διώκονταν οι ιδέες και η σκέψη.
 
Στη συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου το νομοσχέδιο ψηφίστηκε. Τη 17η Ιουλίου, το ίδιο έπραξε και η Γερουσία. Εκτοτε, αποτέλεσε νόμο του κράτους (ν. 4229/24 Ιουλίου 1929, ΦΕΚ 245/Τεύχος Πρώτον/25 Ιουλίου 1929). Την ίδια πρακτική ακολουθούσαν και άλλα κράτη, αν και ο Στάλιν είχε θέσει ως προτεραιότητά του «την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία χώρα» (τη Σοβιετική Ενωση).
 
Σημειωτέον ότι ο νόμος αυτός επέτρεψε τη διάλυση των περισσότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων έως τα τέλη του 1930. Την 26η Ιουλίου 1929, πραγματοποιήθηκε η πρώτη δίκη για παράβασή του, με κατηγορούμενο τον φοιτητή Παράσχο Μαρμαρέλη, που καταδικάστηκε σε 8 μήνες φυλάκιση και 3 μήνες εξορία. Σύμφωνα με την «Εργατική Βοήθεια Ελλάδας», 12.000 κομμουνιστές συνελήφθησαν έως τον Δεκέμβριο του 1932. Πολλοί απ’ αυτούς παραπέμφθηκαν σε δίκη, 2.203 κατεδικάστησαν σε ποινές που αθροιστικά έφταναν τα 1.936 έτη φυλάκισης και 785 χρόνια εξορίας!
 
Τέλος, 120 στρατιώτες και ναύτες στάλθηκαν στους «Πειθαρχικούς Ουλαμούς» του Καλπακίου και της Μαρμάρως. Εως την 4η Αυγούστου 1936, περίπου 16.500 κομμουνιστές είχαν συλληφθεί, πολλοί από τους οποίους παραπέμφθηκαν σε δίκη και 3.031 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές.
 
ΔΡ. Ι.Σ. Παπαφλωράτος