Ο κ. Μητσοτάκης – και όλο το οικονομικό επιτελείο – με κάθε ευκαιρία μας λέει ότι η οικονομία πάει από το καλό στο καλύτερο, και οι πολίτες ευημερούν.
Εκτός βέβαια από εκείνους που χρειάζεται να μπουν σε ένα σούπερ-μάρκετ και να ψωνίσουν κάτι, ή να βάλουν καύσιμα στο αυτοκίνητό τους, ή να πληρώσουν ενοίκιο, ή να αγοράσουν ρούχα. Όλοι αυτοί αντιλαμβάνονται το μεγαλύτερο πρόβλημα των τελευταίων 2 ετών: την καλπάζουσα ακρίβεια.
Τα τελευταία δύο χρόνια τα τρόφιμα έχουν αυξηθεί κατά 24,2%, η ένδυση 9,8% και τα διαρκή αγαθά 13,3%. Επιπλέον σύμφωνα με στοιχεία του 2021 το 32,4% των νοικοκυριών στην Ελλάδα (ενώ μόλις 10,5% των Ευρωπαϊκών νοικοκυριών) δίνουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος τους σε δαπάνες στέγασης. Αυτό σημαίνει ότι το 1 στα 3 νοικοκυριά στην Ελλάδα, ξοδεύει κοντά στο μισό του εισόδημα μόνο για στέγαση. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα έξοδα σίτισης και ειδών πρώτης ανάγκης καταλαβαίνουμε σε πόσο δεινή κατάσταση βρίσκονται πολλά νοικοκυριά -και τα στοιχεία αυτά δεν αναμένεται να είναι βελτιωμένα το 2022.
Μέσα σε όλα αυτά η χώρα μας καταγράφει – σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ – την τρίτη μεγαλύτερη μείωση του πραγματικού μισθού το 2022 φτάνοντας το 7,4%.
Η κυβέρνηση λέει ότι οι αυξήσεις είναι εξωγενείς, και άρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα – άντε στην καλύτερη να δώσει για λίγο ένα pass για να λέει ότι κάτι κάνει. Το δεύτερο που λέει είναι ότι πρέπει να φορολογηθούν όσο το δυνατόν λιγότερο τα κέρδη των επιχειρήσεων με βάση το γνωστό νεοφιλελεύθερο αφήγημα: να γίνουν επενδύσεις, να μεγαλώσει η πίτα, να βγουν όλοι κερδισμένοι. Κάτι που δεν λέει – αλλά με βάση αυτό νομοθετεί – είναι να κρατηθεί το εργατικό κόστος (άρα οι μισθοί) χαμηλά μέσω της αποδόμησης κάθε πιθανού εργασιακού δικαιώματος.
Ξεχνάει όμως να μας πει την άποψή της τόσο για τη μελέτη του ΔΝΤ, ότι στην Ευρώπη ο πληθωρισμός προέρχεται κυρίως από την αύξηση των κερδών (και όχι των μισθών), όσο και για τη μελέτη της Επιτροπής Ανταγωνισμού με βάση τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη στη συνεισφορά των εταιρικών κερδών στον πληθωρισμό (50% του πληθωρισμού μπορεί να αποδοθεί εκεί). Ενδεικτικά εξάλλου της ανεξέλεγκτης κατάστασης είναι τα πρόσφατα δημοσιεύματα όπου πολλά ελληνικά προϊόντα φαίνονται να είναι φτηνότερα στα ράφια του εξωτερικού από ότι στην Ελλάδα.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι τυχαίο. Γιατί όταν έχεις την άποψη ότι οι παρεμβάσεις στην οικονομία είναι ζημιογόνες και ότι όλα θα τα λύσει η αγορά, κλείνεις το μάτι στις ανεξάρτητες αρχές, που εποπτεύουν κρίσιμους τομείς, όπως τις τηλεπικοινωνίες και την ενέργεια, να μην κάνουν τίποτα. Χαρακτηριστικό – και ταυτόχρονα χειρότερο με διαφορά – παράδειγμα είναι ο κλάδος των τηλεπικοινωνιών όπου η καρτελοποίηση είναι κοινό μυστικό σε όλη την αγορά, με την ΕΕΤΤ να συμπεριφέρεται σαν θυγατρική των εταιρειών τηλεπικοινωνίας. Σε αυτό το περιβάλλον, ούτε λόγος φυσικά για τη φορολόγηση των υπερκερδών στην ενέργεια και αλλού.
Οι πολίτες δεν ευημερούν. Η οικονομία δεν είναι το δυνατό χαρτί της κυβέρνησης.
Ευκλείδης Τσακαλώτος