Macro

Ασκήσεις μνήμης και μυθοπλασίας

Στο Chevreuse του Πατρίκ Μοντιανό, ο αναγνώστης μυείται σε έναν μυστηριώδη κόσμο, ο οποίος κινείται στα όρια του ονείρου και της πραγματικότητας, καθώς αναζητά εναγωνίως μαζί με τον ήρωα την αλήθεια για το παρελθόν και την απομάκρυνσή του από το σκοτάδι της λήθης.

«Σεβρέζ. Αυτό το όνομα μπορεί να έλκυε κι άλλα ονόματα σαν μαγνήτης» (σ. 13). Θραύσματα αναμνήσεων, εικόνες ενός μακρινού παρελθόντος βυθισμένου στη λήθη ξετυλίγονται με αφορμή τυχαία γεγονότα και συναντήσεις, λεπτομέρειες που ανασύρουν στην επιφάνεια τη μια μνήμη μετά την άλλη, «όπως το κύμα φέρνει δεμάτια φύκια σε αποσύνθεση» (σ. 46), στο μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιανό Chevreuse (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Πόλις, Αθήνα 2023). Η Σεβρέζ, τόπος όχι μόνο πραγματικός, αλλά κυρίως πνευματικός, συνιστά την αφετηρία και συνάμα τον προορισμό της αναζήτησης του χαμένου παρελθόντος του αφηγητή και πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος του Μοντιανό, Ζαν Μποσμάν.

Ο βραβευμένος με Νόμπελ (2014) Πατρίκ Μοντιανό (Μπουλόν-Μπιγιανκούρ 1945) στο ατμοσφαιρικό αυτό μυθιστόρημα, με τον τρόπο του ονείρου, σκηνοθετεί την περιήγηση του ήρωά του στον δαίδαλο της μνήμης, ακολουθώντας πιστά τα χνάρια της έως τώρα συγγραφικής του πορείας. Ο Ζαν Μποσμάν σκάβει σε βάθος στις αναμνήσεις του, «όπως οι αρχαιολόγοι που καταλήγουν να φέρουν στο φως μια ολόκληρη θαμμένη πόλη με τον λαβύρινθο των δρόμων της» (σ. 63), προσπαθώντας να βρει απαντήσεις για μια γυναίκα, που φαίνεται πως διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στη ζωή και ενηλικίωσή του, για τόπους που επισκέφτηκε, για τους γονείς του, για την ίδια την ταυτότητά του.

Η λέξη Σεβρέζ δεν πυροδοτεί μόνο τους μηχανισμούς της μνήμης, αλλά και της αφήγησης και κατ’ επέκταση της γραφής. Ενα τραγούδι, το «Douce dame» ερμηνευμένο από κάποιον Σερζ Λατούρ, και η Δούκισσα της Σεβρέζ, ηρωίδα των Απομνημονευμάτων του Καρδινάλιου του Ρε, θέτουν σε κίνηση τα γρανάζια της μνήμης του αφηγητή-ήρωα της ιστορίας. Μέρος των γεγονότων διαδραματίζονται στο Παρίσι, όπως στα περισσότερα μυθιστορήματα του Μοντιανό, ή σε προάστιά του. Ενα διαμέρισμα, όπου συναντώνται μυστηριώδη άτομα, γίνεται το κέντρο της πλοκής. Πρόσωπα, επώνυμα και ανώνυμα, πηγαινοέρχονται σε αυτό, ενώ κάποια από αυτά έχουν ύποπτο παρελθόν. Ποια μπορεί να είναι η σχέση του Μποσμάν με τα σκιώδη αυτά πρόσωπα;

Πώς μπορεί ο Μποσμάν να είναι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπει, που ακούει, που ζει, που θυμάται; Τι έχει συμβεί στο μακρινό παρελθόν, στην παιδική ηλικία του, που τον συνδέει με τα πρόσωπα αυτά; Ερωτήματα στα οποία ο συγγραφέας δίνει απαντήσεις-αινίγματα, που ενισχύονται από το απρόοπτο και τη διαρκή αίσθηση του ήρωα πως «όλοι αυτοί οι άνθρωποι ύφαιναν έναν ιστό αράχνης όπου ήλπιζαν να τον παγιδεύσουν» (σ. 70).

Η «οσμή του χρόνου» είναι κυρίαρχη και σε αυτό το μυθιστόρημα του Μοντιανό, η αφήγηση του οποίου γίνεται μέσα από ποικίλες οπτικές και συγκεκριμένα αυτή του παιδιού-αφηγητή, του εικοσάχρονου-αφηγητή και του ώριμου, εβδομηντάχρονου, αφηγητή. Συγγραφέας, αφηγητής, ήρωας και αναγνώστης είναι ρόλοι που συγχέονται συχνά στα μυθιστορήματα του Μοντιανό, υπό το βάρος της μαγείας της μνήμης και της μεταμοντέρνας αντίληψης και κατανόησης της έννοιας του χρόνου.

Η αγωνία του αφηγητή-ήρωα απέναντι στον χρόνο παίρνει τη μορφή της αναζήτησης της ταυτότητάς του στο παρελθόν, λογοτεχνικό πρότυπο του οποίου είναι ο Μαρσέλ Προυστ. Το παρελθόν δεν είναι μονάχα παρελθόν στο έργο του Γάλλου νομπελίστα, αλλά φορέας αξιών και ιδεών, καθώς τις περισσότερες φορές η ατομική μνήμη συμπλέκεται με τη συλλογική, παίρνοντας κάποτε αποστάσεις από τη θεσμική. Στην ερώτηση πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί της μνήμης ως πρώτη ύλη της μυθοπλασίας στο έργο του Μοντιανό, την απάντηση μας τη δίνει ο Μποσμάν:

«Είχε φέρει μαζί του, στο σακ βουαγιάζ, ένα μπλοκ με κόλλες αλληλογραφίας. Ενα πολύ ζεστό απομεσήμερο, εκεί που ήταν καθισμένος σ’ ένα από τα τραπεζάκια του café, στη μικρή πλατεία, στη σκιά, έγραψε μια πρώτη φράση που θα μπορούσε να ’ναι η πρώτη φράση ενός μυθιστορήματος. Μετά κράτησε κάποιες σημειώσεις, στην τύχη. Θα ’θελε να κάνει έναν απολογισμό των όσων είχε περάσει τον τελευταίο καιρό. Μετά από δεκαπέντε χρόνια, επιστρέφουν οι αναμνήσεις απ’ τα παιδικά σου χρόνια που τις νόμιζες χαμένες, κι είσαι σαν τον αμνησιακό που ανακτά ένα κομμάτι της μνήμης του» (σ. 109).

Στο Chevreuse του Πατρίκ Μοντιανό, ο αναγνώστης μυείται σε έναν μυστηριώδη κόσμο, ο οποίος κινείται στα όρια του ονείρου και της πραγματικότητας, καθώς αναζητά εναγωνίως μαζί με τον ήρωα την αλήθεια για το παρελθόν και την απομάκρυνσή του από το σκοτάδι της λήθης.

Δέσποινα Παπαστάθη
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ