Συνεντεύξεις

Τάκης Ψαρίδης: Η ανοχή στο κακό είναι ο εκφασισμός της κοινωνίας

Έχοντας διανύσει μια δημοσιογραφική διαδρομή πολλών χιλιομέτρων τόσο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση όσο και σε ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης και εφημερίδες, ο Τάκης Ψαρίδης επέλεξε στο πρώτο βιβλίο του «Χειραγωγική ελευθερία» (εκδόσεις Εύμαρος) να κάνει ένα άλλου τύπου ρεπορτάζ. Επιχειρώντας ένα «φιλοσοφικό ρεπορτάζ», μπαίνει στα ενδότερα της κοινωνικής ύπαρξης και μας καλεί να σκεφτούμε ξανά γύρω από τον εαυτό και τη θέση του στον σύγχρονο κόσμο. Με λίγα λόγια, βάζει στο τραπέζι της συζήτησης τη μετεξέλιξη του ανθρώπου από σκεπτόμενο ον σε χειραγωγούμενο καταναλωτή.
 
Από την ατομική ελευθερία μέχρι την επίφαση ελευθερίας που βιώνουμε, ο Τ. Ψαρίδης εξηγεί πώς από τον Όργουελ περάσαμε στον κόσμο του Χάξλεϊ, πώς το ψηφιακό περιβάλλον συνθέτει τις ψηφίδες της σύγχρονης συνείδησης, μιλάει για την ολοένα αυξανόμενη ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για καταξίωση, κυρίως όμως μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι «η ανοχή στο κακό είναι ο εκφασισμός στην κοινωνία».
 
Ελευθερία και χειραγώγηση είναι δύο έννοιες αντίθετες. Πώς έχουμε κατορθώσει να συνυπάρχουν αυτές οι δύο έννοιες στη ζωή μας;
 
Ζούμε στις φιλελεύθερες δυτικές Δημοκρατίες μας όπου η ατομική ελευθερία, θεσμικά τουλάχιστον, είναι ανεμπόδιστη. Δηλαδή, μπορούμε να επιλέξουμε αυτό ή εκείνο ή το άλλο. Κανένας θεσμός δεν μας εμποδίζει, όμως ποια ελευθερία επιλογής έχουμε χωρίς δυνατότητα επιλογής; Για παράδειγμα, έχουμε τη δυνατότητα να αξιολογήσουμε και να επιλέξουμε τα σημαντικά για τον βίο μας και την κοινωνία, δηλαδή υλικά και άυλα αγαθά, κοινωνικούς ρόλους, υπηρεσίες και εν γένει τρόπους ζωής, δηλαδή τρόπους κοινωνικής αναγνώρισης και καταξίωσης; Από την άλλη, ακόμα κι αν έχουμε αυτήν την ατομική δυνατότητα και την κατάλληλη προσωπικότητα να αξιολογούμε και να επιλέγουμε τα σημαντικά μας, έχουμε την οικονομική και την κοινωνική δυνατότητα να το κάνουμε; Σήμερα ένας νέος έχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό και δεν μπορεί να βρει δουλειά με βάση τις σπουδές του. Μας παρέχονται ίσες ευκαιρίες ώστε να επιλέγουμε αυτά που επιθυμούμε; Το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου είναι πόσο ελεύθερος ή χειραγωγημένος είναι ένας εαυτός όταν δεν είναι αυτόνομος να επιλέγει αυτεξούσια τα σημαντικά του. Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα στα οποία, αν απαντήσουμε, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα εάν και κατά πόσο η ατομική μας ελευθερία είναι χειραγωγική, και είναι χειραγωγική στον βαθμό που περιορίζεται ή και καταργείται η αυτονομία μας.
 
Η κατ’ επίφαση ελευθερία σε οδήγησε να γράψεις τη «Χειραγωγική ελευθερία». Ποιες συνθήκες σε οδήγησαν να ασχοληθείς τώρα μ’ αυτά τα ζητήματα;
 
Οταν ήμουν νέος, είχα δει μια ταινία που με συγκλόνισε, τον «Ταξιτζή» του Σκορσέζε. Σε κάποιο σημείο ακούγεται ότι σε κάθε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος υπάρχει ένας άγνωστος που αγωνίζεται να γίνει «κάποιος». Αυτό με συγκλόνισε και άρχισα να σκέφτομαι πώς οι τρόποι που αναγνωριζόμαστε και καταξιωνόμαστε κοινωνικά για να νιώσουμε «κάποιοι» επηρεάζουν και καθορίζουν τον βίο μας. Ένας από τους τρόπους που σήμερα είναι κυρίαρχος είναι αυτός που μας επιβάλλει η αγορά, και ιδίως η νεοφιλελεύθερη αγορά, καθώς μας χειραγωγεί επικοινωνιακά. Έτσι εμείς μέσα από υλικά και άυλα αγαθά αλλά και μέσα από κοινωνικούς ρόλους και θέσεις αξιολογούμε ουσιαστικά αυτά που μας επιβάλλει η αγορά ως σημαντικά. Στην πραγματικότητα η αγορά προκειμένου να πουλήσει σε ευρύτερες μάζες και όσο το δυνατόν με μικρότερο κόστος μετασχηματίζει τα ασήμαντα σε σημαντικά μέσα από την κατανάλωση είτε μέσα από τη διαφήμιση. Στην πραγματικότητα πουλάει τρόπους ζωής και κοινωνικής καταξίωσης.
 
Είμαστε, δηλαδή, όσα like παίρνουμε.
 
Ακριβώς. Το like στα social media είναι το υπέρτατο κοινωνικό νόμισμα. Πολλές φορές είμαστε και δυστυχώς νιώθουμε όσα like παίρνουμε. Δεν είναι μόνο η διαφήμιση ο μηχανισμός που μετατρέπει το ασήμαντο σε σημαντικό. Είναι και εκατοντάδες εκπομπές, όπως, για παράδειγμα, τα reality show, όπου τα προτεταμένα οπίσθια και οι γραμμωμένοι κοιλιακοί μετατρέπουν τον παίκτη σε κάτι τόσο σπουδαίο και σημαντικό, ώστε όταν επιστρέφει από το «Survivor» στο αεροδρόμιο, να τον υποδέχονται γκρεμίζοντας τα τείχη, όπως υποδέχονταν οι αρχαίοι μας τους ολυμπιονίκες. Όμως πόσο μας ωφελεί και πόσο μας αρέσει να τρώμε στο πιάτο μας σκουπίδια; Γιατί αυτό κάνουμε όταν ταΐζουμε και καταξιώνουμε την ύπαρξή μας με το νόημα που προκύπτει από τη σχέση μας με καθετί ασήμαντο, ευτελές και τίποτα.
 
Κάποιοι, ωστόσο, προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Δεν υπάρχει όντως;
 
Εναλλακτική μπορεί να μην υπάρχει για τη νεοφιλελεύθερη αγορά. Έτσι πουλάνε και δεν μπορούν και δεν θέλουν να πουλήσουν αλλιώς. Για μας, όμως, την κοινωνία σαφώς και υπάρχει εναλλακτική. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου προτείνω ένα σχέδιο επιμέλειας για έναν αυτόνομο εαυτό.
 
Βάζεις, όμως, και διάφορες παραμέτρους.
 
Φυσικά. Το σχέδιο αυτό αποτελείται από έναν αγώνα που έχει δύο πλευρές, αλληλένδετες μεταξύ τους. Η πρώτη πλευρά είναι ο ατομικός αγώνας για την καλλιέργεια των γνώσεων, των δεξιοτήτων μας, κυρίως της παιδείας μας και φυσικά της προσωπικότητάς μας, που για να ευδοκιμήσει συνδέεται απαραιτήτως και με τον αγώνα της δεύτερης πλευράς. Έναν αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, για να έχουμε ίσες ευκαιρίες για όλους, Κράτος Δικαίου, πραγματική Δημοκρατία και ανοιχτή κοινωνία. Θεωρώ ότι μόνο αυτός ο διττός αγώνας μπορεί να μας οδηγήσει σε μια αυτονομία του εαυτού μας και επομένως στην επαναχειραφέτισή μας. Καθώς φαίνεται, αυτός ο αγώνας είναι βαθιά πολιτικός. Άλλωστε και το ζήτημα της δυνατότητας για αξιολόγηση και επιλογή αποτελεί από σύσταση κοινωνίας το κορυφαίο ζήτημα της φιλοσοφίας. Γι’ αυτό και, όπως καταλήγω στο βιβλίο μου, η ουσία της φιλοσοφίας είναι βαθιά πολιτική.
 
Γι’ αυτό ονομάζεις το βιβλίο σου «φιλοσοφικό ρεπορτάζ»; Αλήθεια, πού αρχίζει η φιλοσοφία και πού η δημοσιογραφία σ’ αυτή την περίπτωση;
 
Θεωρώ ότι το βιβλίο μου αποτελεί ένα φιλοσοφικό ρεπορτάζ για το νόημα που μας καταξιώνει, για τους τρόπους που αναγνωριζόμαστε κοινωνικά, για την κρίση του εαυτού, φυσικού ή ψηφιακού, και για όλους αυτούς τους τρόπους που μας κάνουν να επιθυμούμε και να αγαπούμε την ίδια μας τη χειραγώγηση. Πάνω απ’ όλα είμαι δημοσιογράφος και ως δημοσιογράφος έχω διαβάσει και ερευνήσει τόνους φιλοσοφία.
 
Η κρίση που περιγράφεις εντείνεται από το ψηφιακό περιβάλλον;
 
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της κοινωνίας κάνει αυτό που λέγαμε στην αρχή: Μας προσφέρει πολύ περισσότερες ελευθερίες επιλογής απ’ ό,τι η φυσική πραγματικότητα, αλλά με λιγότερες δυνατότητες επιλογής, καθώς έχουμε περάσει από την εποχή της επιτήρησης στην εποχή της χειραγώγησης, από τον Όργουελ στον κόσμο του Χάξλεϊ. Κι αυτό γιατί η αγορά δεν χρειάζεται επιτηρούμενους πολίτες, αλλά δραστήριους καταναλωτές, πλην όμως χειραγωγημένους, για να μπορεί να πουλάει απεριόριστα. Σήμερα μπορούμε να κατασκευάσουμε όποιον ψηφιακό εαυτό θέλουμε και να τον σκηνοθετήσουμε στην πιο τέλεια μορφή του στα social media ώστε να βρούμε το νόημα που μας επιβεβαιώνει και καταξιώνει. Εδώ δεν είναι μόνο οι αλγόριθμοι που περιορίζουν και καταργούν την αυτονομία μας, αλλά είναι αυτό το ίδιο το νόημα των τρόπων με τους οποίους αναγνωρίζουμε και καταξιώνουμε την ύπαρξή μας.
 
Αυτό εντέλει είναι το σύγχρονο άγχος του ανθρώπου, το οποίο, όπως υποστηρίζεις στο βιβλίο σου, αντικαθιστά το άγχος του θανάτου;
 
Θεωρώ ότι ολόκληρη η σκέψη της νεωτερικότητας έχει ταλαιπωρηθεί και εγκλωβιστεί από δύο μεγάλους μύθους. Ο πρώτος είναι ο μύθος για το δήθεν άγχος του θανάτου και ο άλλος είναι ο μύθος για το διαβόητο φροϋδικό ασυνείδητο. Στο βιβλίο μου αναλύω ότι το άγχος του θανάτου δεν κυριαρχεί στην καθημερινότητα ενός απλού ανθρώπου, αντίθετα κυριαρχεί το άγχος μας για νόημα, κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση. Για ό,τι αφορά το φροϋδικό ασυνείδητο, η σύγχρονη Νευροεπιστήμη αμφισβητεί σοβαρά την ύπαρξή του.
 
Το νόημα πώς το εννοείς;
 
Συνήθως λέμε να βρούμε νόημα στον βίο μας, ενώ το σωστό είναι να επινοήσουμε και να δημιουργήσουμε νόημα. Το νόημα δεν είναι κάτι έτοιμο που περιμένει να το ανακαλύψουμε. Επινοείται και κατασκευάζεται από μας τους ίδιους μέσα από κάθε σχέση μας με τα εκάστοτε σημαντικά για τον βίο και την κοινωνία μας. Στο βιβλίο, λοιπόν, όταν αναφέρομαι στο νόημα, δεν εννοώ το νόημα των λέξεων, όπως έλεγε ο Βιτγκενστάιν, αλλά το υπαρξιακό νόημα που μας καταξιώνει και αποτελεί το κορυφαίο κίνητρο του βίου μας.
 
Ενα από τα θέματα που θίγεις στο βιβλίο είναι το πώς επηρεάζουν όλα αυτά τη νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου. Πού συναντιούνται, λοιπόν, οι αλγόριθμοι με τις σύγχρονες Νευροεπιστήμες;
 
Η κορυφαία διαφορά με τα ζώα είναι ότι ο άνθρωπος είναι το κατεξοχήν κοινωνικό ον, όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης. Αυτό σημαίνει ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης στα ζώα, στον άνθρωπο γίνεται το ένστικτο της καταξίωσης. Δεν έχουμε ανάγκη μόνο να τρώμε και να διαιωνίζουμε το είδος μας, αλλά πρωτίστως έχουμε ανάγκη, επειδή ακριβώς είμαστε κοινωνικά όντα, να θρέφουμε την ύπαρξή μας κοινωνικά. Όταν όμως την ταΐζουμε με τα σκουπίδια της αγοράς, τότε η χειραγώγησή μας αποτυπώνεται και στους νευρώνες του εγκεφάλου μας. Ξέρουμε από τις Νευροεπιστήμες ότι κάθε βίωμά μας και κάθε σκέψη μας καταγράφεται με ένα νέο νευρωνικό ίχνος ακόμα και στα βαθιά γεράματά μας πριν πεθάνουμε. Είναι επόμενο η ρηχότητα, η απουσία σκέψης αλλά και ο φανατισμός να περιορίζουν τη νευρογένεση.
 
Αυτή η συνθήκη που περιγράφεις αποτυπώνεται στις κοινωνίες μας, αναδεικνύοντας τους μεγάλους κινδύνους της Ακροδεξιάς. Οι κοινωνίες μας συντηρητικοποιούνται και εκφασίζονται. Σε ανησυχεί;
 
Η Χάνα Άρεντ έλεγε ότι η ρηχότητα κάνει πιο εύκολη τη διάπραξη του κακού. Είναι πιο ανησυχητικό και τρομακτικό αυτό που συμβαίνει σήμερα. Άνθρωποι γίνονται αυτόκλητοι σερίφηδες και συλλαμβάνουν «κομμάτια», όχι ανθρώπους. Άλλοι πετούν ανθρώπους στη θάλασσα, άλλοι μέσα στην τραγωδία της Θεσσαλίας χρεώνουν το νερό 5 ευρώ. Για πρώτη φορά στη Βουλή υπάρχουν τρία ακροδεξιά έως και φασιστικά κόμματα. Είναι προφανές ότι μαζί με τις φωτιές και τις πλημμύρες επεκτείνεται και ένας κοινωνικός εκφασισμός. Τι είναι ο κοινωνικός εκφασισμός, ρωτούν πολλοί. Ας μην ψάχνουμε να βρούμε χιτλερικά και μουσολινικά σύμβολα. Αυτή η ίδια η ανοχή στο κακό είναι ο εκφασισμός της κοινωνίας. Η ρηχότητα κάνει πιο εύκολη τη διάπραξη του κακού γιατί, όπως καταλαβαίνουμε, δεν χρειάζονται και μεγάλες εγκεφαλικές λειτουργίες των νευρώνων και των συνάψεών μας. Επίσης, ο φανατισμός, είτε είναι πολιτικός είτε είναι θρησκευτικός είτε ποδοσφαιρικός, επειδή τη βάση του την αποτελεί η μία και μοναδική αλήθεια, ξέρουμε ότι οι φανατικοί νιώθουν κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας. Αυτό όσο κι αν φαίνεται υπερβολικό δημιουργεί μια εγκεφαλική ανεπάρκεια, όπως λέω και στο βιβλίο, γιατί περιορίζει τη δυνατότητα σκέψης και επομένως περιορίζει την αυτονομία μας. Σαφώς μας χειραγωγεί γιατί αν κάτι μας χειραγωγεί περισσότερο απ’ όλα, είναι ο φανατισμός και η ιδεοληψία. Για παράδειγμα, ακόμα και η νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία μπορεί να φτάσει έως και σε μια ακραία κοινωνική αναλγησία, όπως παρατηρούμε στη χώρα μας να δρουν ο Κ. Μητσοτάκης και το επιτελικό του κράτος.
 
Πόλυ Κρημνιώτη