Η προοπτική να μπει φρένο στις αυξήσεις αποτελεί καλό νέο για τους καταναλωτές. Είναι απίθανο όμως να δουν τις τιμές να κατηφορίζουν
«Και τώρα τα καλά νέα – οι ανατιμήσεις τελείωσαν». Με αυτά τα λόγια ο Μιγκέλ Πατρίσιο, διευθύνων σύμβουλος της Kraft Heinz, προσπάθησε να καθησυχάσει τους ταλαιπωρημένους καταναλωτές δίνοντας ελπίδες ότι οι τιμές των τροφίμων θα σταματήσουν κάποια στιγμή να αυξάνονται.
Η αμερικανική εταιρεία δεν είναι η μοναδική. Από τη στιγμή που μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων μετακύλισαν στους καταναλωτές τις αυξήσεις των τιμών στις πρώτες ύλες, στην ενέργεια και στην εργασία, είναι η πρώτη φορά που οι εταιρείες αυτές εμφανίζουν σημάδια χαλάρωσης.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Nestle Μαρκ Σνάιντερ υποστηρίζει ότι οι αυξήσεις θα επιβαρυνθούν το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Ο διευθυντής της γαλλικής Danone Αντουάν Σεν Αφρίκ συμμερίζεται την άποψη τονίζοντας ότι θα «υπάρξει αποκλιμάκωση, αλλά ο πληθωρισμός θα παραμείνει». Ο επικεφαλής της Unilever Γκρέιαμ Πιτκελτί υποστηρίζει ότι έχουμε ξεπεράσει την «κορύφωση» και παρά το γεγονός ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν, ο ρυθμός αύξησης θα «μετριαστεί».
Σύμφωνα με ανάλυση της Jefferies, οι εταιρείες που παράγουν τρόφιμα αύξησαν τις τιμές τους κατά μέσο όρο 11% σε τρία διαδοχικά τρίμηνα έως το τέλος Ιουλίου, όταν η μέση αύξηση κυμάνθηκε στο επίπεδο του 9,7%.
Η προοπτική να μπει φρένο στις αυξήσεις αποτελεί καλό νέο για τους καταναλωτές. Είναι απίθανο, όμως, να δουν τις τιμές να κατηφορίζουν. Ο Τζέιμς Έντουαρντ Τζόουνς, αναλυτής της RBC, δηλώνει ότι οι εταιρείες που παράγουν βασικά είδη διατροφής «δεν μειώνουν σχεδόν ποτέ τις τιμές». Είναι πολύ πιθανότερο να αυξήσουν τις διαφημιστικές καμπάνιες τους παρά να κάνουν κάτι τέτοιο.
Ο Σεν Αφρίκ ανέφερε σε αναλυτές ότι η Danone εγκαταλείπει τις «γενικές συζητήσεις για μειώσεις τιμών» σε ορισμένα προϊόντα και προσανατολίζεται «στην αποτελεσματικότερη προώθησή τους».
Ο Χιου Πιλ, οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας, προειδοποιεί ότι οι τιμές των σούπερ μάρκετ θα συνεχίσουν να αυξάνονται μέχρι το τέλος του χρόνου με επίπεδο που θα ξεπερνά εκείνο του πληθωρισμού εν μέρει επειδή πολλές εταιρείες προμηθεύτηκαν στοκ τη στιγμή που οι διεθνείς τιμές βρίσκονταν στο απόγειό τους.
Οι καταναλωτές αποδείχθηκαν περισσότερο ανθεκτικοί στις αυξήσεις από όσο θα περίμενε κανείς. Συνέχισαν να αγοράζουν δημοφιλείς μάρκες, βοηθώντας έτσι τις εταιρείες να αποφύγουν τη μείωση των πωλήσεών τους. Καθώς όμως η κρίση του κόστους ζωής παρατείνεται, υπάρχει έντονη ανησυχία για τη μείωση του όγκου πωλήσεων.
Η Heineken ανακοίνωσε ότι ο όγκος των πωλήσεών της βυθίστηκε κατά 5,4% στο πρώτο εξάμηνο του έτους, ενώ και η Nestle ανέφερε μείωση. Ο Μάικ Γουάτκινς, επικεφαλής της NIQ, υποστηρίζει ότι ο όγκος πωλήσεων στην Ευρώπη «είναι σήμερα ο χαμηλότερος που θυμάται», ιδίως σε ό,τι αφορά τα επώνυμα προϊόντα και τα φρέσκα τρόφιμα.
Για να αντιμετωπίσουν το υψηλότερο κόστος, οι καταναλωτές εφοδιάζονται από διαφορετικές πηγές, αγοράζουν λιγότερα και ψωνίζουν πιο συχνά. «Στην Ευρώπη εκδήλωση αυτού του φαινόμενου αποτελεί η διόγκωση των προσφορών, ενώ στις ΗΠΑ η ανάπτυξη των καταστημάτων με φθηνά είδη».
«Οι Αμερικανοί καταναλωτές είναι ακόμη διατεθειμένοι να ξοδέψουν αλλά ανησυχούν όλο και περισσότερο, ενώ γίνονται όλο και πιο επιλεκτικοί» σημειώνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της E.Y. Γκρέγκορι Ντέικο.
Τη στροφή σε φθηνότερες μάρκες επιβεβαιώνουν αρκετά στοιχεία. Η Unilever ανακοίνωσε πως το μερίδιό της στην αγορά υποχώρησε από το 48% κατά το πρώτο εξάμηνο στο 41% το δεύτερο εξάμηνο, το χαμηλότερο, δηλαδή, επίπεδο που έχει φτάσει από το 2018.
Αλλά και η Kraft Heinz ανακοίνωσε ότι η θέση της στην αγορά υποχώρησε κατά το δεύτερο τρίμηνο, ως επακόλουθο της τιμολόγησης προϊόντων πάνω από το μέσο επίπεδο. «Χάνουμε σημαντικό μερίδιο από μάρκες που προωθούν τα προϊόντα τους περισσότερο από εμάς» δήλωσε ο Πατρίσιο.
Κάποιες κατηγορίες αποδεικνύονται, ωστόσο, περισσότερο ανθεκτικές. Οι καταναλωτές μπορεί να στρέφονται σε φθηνότερες μάρκες τροφίμων, δεν κάνουν όμως το ίδιο και σε ό,τι αφορά τα φάρμακα και τα είδη προσωπικής υγιεινής όπως η οδοντόπαστα.
Οι εταιρείες τροφίμων αρνούνται την κατηγορία ότι αισχροκερδούν. Υποστηρίζουν πως οι αυξήσεις τους αντανακλούν εκείνες των τιμών των πρώτων υλών προκειμένου να προστατευτούν τα περιθώρια κέρδους τους.
Οι τιμές στην ενέργεια, στη ναυτιλία και στα περισσότερα αγαθά έχουν υποχωρήσει από το απόγειό τους μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ανάλυση, όμως, της Barclays δείχνει ότι το μεικτό περιθώριο των δέκα μεγαλύτερων εταιρειών καταναλωτικών προϊόντων ήταν χαμηλότερα το 2022 από ότι το 2019.
Ωστόσο, ορισμένες εταιρείες, όπως εκείνες που παράγουν αναψυκτικά ή γλυκίσματα, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον όγκο πωλήσεών τους αυξάνοντας παράλληλα τις τιμές. Κάποιοι, μάλιστα, άφησαν να εννοηθεί ότι οι τιμές τους θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο στο μέλλον.
Η Coca-Cola υιοθέτησε αυξήσεις 10% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, κάτι που δεν είχε αρνητικό αντίκτυπο στις πωλήσεις της. Ο εκπρόσωπος της εταιρείας Τζον Μέρφι δήλωσε στους Financial Times ότι οι αυξήσεις θα συνεχιστούν και στο δεύτερο τρίμηνο του έτους.
Η σοκολατοβιομηχανία Lindt προειδοποίησε επίσης για νέες αυξήσεις. Ακόμα και ο Σνάιντερ της Nestle τόνισε ότι θα χρειαστούν περαιτέρω αυξήσεις ιδίως σε προϊόντα που συνδέονται με το κακάο και τη ζάχαρη, οι τιμές των οποίων έχουν εκτιναχθεί εξαιτίας ελλείψεων που έχει προκαλέσει η κλιματική κρίση. «Χρειαζόμαστε ακόμα τις ανατιμήσεις όταν είναι απαραίτητο» σχολίασε.
Madeleine Speed
Η ΑΥΓΗ από Financial Times