Η είδηση είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και σοκάρει. Πολύς –μα πάρα πολύς– κόσμος, έχει αναπροσαρμόσει το διατροφικό του πλάνο, κι αυτό όχι από άποψη, αλλά για λόγους ακρίβειας. Το κρέας και τα ψάρια τείνουν να εκλείψουν από το τραπέζι, γαλακτοκομικά, φρούτα και λαχανικά όσο πάνε και περιορίζονται, το λάδι έχει πάρει για καλά την ανηφόρα, ενώ οι κλειδωμένες παιδικές τροφές στα ράφια των σούπερ μάρκετ προκαλούν ανατριχίλα.
Η επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ εξελίσσεται σε μια επιχείρηση για γερά νεύρα και …γερά πορτοφόλια –56% αύξηση στο λάδι, 32% στο γάλα, 21% στα αυγά, 6,6% στο ψωμί– οι δυσθεώρητοι λογαριασμοί ενέργειας προκαλούν …ηλεκτροπληξία, ενώ το μείζον πρόβλημα της στέγασης –με απότοκο τις τιμές των ενοικίων– έρχεται να συμπληρώσει το τρομακτικό, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, παζλ της καθημερινής επιβίωσης. Ο μέσος μισθός, όταν αυτός υπάρχει, φτάνει, σύμφωνα με τις έρευνες, για τις 18 πρώτες μέρες του μήνα, ενώ και η μέση σύνταξη δεν αρκεί παρά για τα στοιχειώδη.
Η ακρίβεια καλπάζει, η κυβέρνηση παρακολουθεί
Και η κυβέρνηση της ΝΔ; Θέλει, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι; Όχι, δα!
Απολύτως συνειδητά επιλέγει να παρακολουθεί αντί να παρέμβει.
Γιατί οι αποσπασματικοί και αναποτελεσματικοί της έλεγχοι, ειδικά σε ό,τι αφορά την αισχροκέρδεια των τροφίμων, οι καθημερινοί μύθοι περί «εισαγόμενης» ακρίβειας, αλλά και τα ψέματα περί επιβολής προστίμων –αφού κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο δεν επιβλήθηκε ούτε ένα πρόστιμο σε σούπερ μάρκετ– καταδεικνύουν, αν μη τι άλλο, πως αυτό που την απασχολεί είναι το πώς θα ευνοήσει την απληστία των κερδών των λίγων και ισχυρών. Για ποια αποτελεσματικά μέτρα μιλούν οι κυβερνώντες όταν –παρά το «καλάθι του νοικοκυριού»– ο πληθωρισμός στα τρόφιμα ανέβηκε, όταν τον Σεπτέμβρη η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη, σε μηνιαία βάση, αύξηση του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στην ευρωζώνη, με τις αυξήσεις σε φρούτα και λαχανικά να αγγίζουν το 25% σε ένα μήνα και με νέες αυξήσεις σε βασικά είδη διατροφής να βρίσκονται ήδη προ των πυλών;
Τι είδους σύγκριση με τα επίπεδα τιμών άλλων χωρών επιχειρεί η κυβέρνηση, όταν η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα είναι 32 μονάδες πιο κάτω σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο;
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μόνο έκπληξη δεν προκαλούν τα ευρήματα σχετικής έρευνας σύμφωνα με τα οποία, η ανασφάλεια, ο φόβος και η απογοήτευση είναι το τρίπτυχο των συναισθημάτων που εκφράζουν οι περισσότεροι κάτοικοι της χώρας. Με την ακρίβεια να αποτελεί τον βασικό παράγοντα αυτού του κλίματος, καθώς το 60% των καταναλωτών την αναφέρουν ως το κορυφαίο πρόβλημα στη χώρα και το 84% την κατατάσσει μέσα στα τρία βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Συλλογική, συντεταγμένη δράση –και αντίδραση
Κι ενώ αυτό ακριβώς το δυστοπικό κλίμα θα έπρεπε, λογικά, να πυροδοτήσει ένα ευρύ κίνημα διαμαρτυρίας, εντούτοις –παρά κάποιες επιμέρους κινήσεις– τίποτα, προς το παρόν, δεν προϊδεάζει για κάτι συλλογικό και συντεταγμένο.
Με δεδομένο ότι τα κινήματα δεν είναι παρά παρατεταμένες συλλογικές δράσεις που αποσκοπούν στην ενδυνάμωση των υποτελών, δηλαδή στον εκδημοκρατισμό, οφείλει η αντιπολίτευση να αφουγκραστεί την ανάγκη και να ανταποκριθεί στο ρόλο της. Γιατί στην αντιπολίτευση, και δη στην αξιωματική αντιπολίτευση, αντιστοιχεί να πάρει σχετικές πρωτοβουλίες, να ξαναθυμηθεί την αξία της συλλογικότητας, να αφήσει κατά μέρος τις θεωρίες περί «αδιαμεσολάβητης» σχέσης με τον λαό, και να δουλέψει προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας συγκροτημένης αντίδρασης απέναντι σε αυτό το κύμα ακρίβειας που αποτελεί πραγματική βόμβα στα θεμέλια κάθε σπιτιού.
Ιστορικά μιλώντας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, ως πολιτικό φαινόμενο, η Αριστερά ήρθε στο προσκήνιο της Ιστορίας ως το μόρφωμα εκείνο που επαγγέλθηκε τη δυνατότητα να αποτυπώσει πολιτικά τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος. Και παρά το ότι στο διάβα του χρόνου έγιναν πολλαπλές απόπειρες να το συσκοτίσουν, είναι αδιαμφισβήτητος ο ρόλος της Αριστεράς στην πολιτικοποίηση της κοινωνικής διαιρετικής τομής κεφαλαίου και εργασίας, με βασικό αίτημα την προώθηση των συμφερόντων και των οραμάτων της δεύτερης. Στη σημερινή, λοιπόν, συνθήκη, με την καθημερινότητα να φαντάζει αβίωτη για εκατομμύρια ανθρώπους στη χώρα, οφείλει η Αριστερά να ξαναθυμηθεί και να επαναπροσδιορίσει –στον βαθμό που της αναλογεί– τη σχέση ανάμεσα στους δύο πόλους, τον κινηματικό και τον πολιτικό. Οφείλει να κατανοήσει το πόσο κρίσιμη, πόσο αναγκαία καθίσταται η συμπόρευση, και να βρει εκείνους τους τρόπους που θα εμπνεύσουν και θα συνεγείρουν, συμβάλλοντας –από την πλευρά της– είτε στην αναζωογόνηση, είτε στη δημιουργία νέων κινηματικών μορφών.
Η εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας –γιατί ασφάλεια είναι το γεμάτο ψυγείο, το πληρωμένο ρεύμα, η στέγη, η εργασία, η πρόσβαση σε δομές υγείας, το καθολικό δικαίωμα των παιδιών στη μόρφωση– είναι το βασικό επίδικο σήμερα. Κι αυτό πρέπει να διεκδικηθεί, να απαιτηθεί, να αποτελέσει την κοινή βάση μιας πλατιάς και μαζικής πρωτοβουλίας.
Γιατί, για άλλη μια φορά, είναι η Αριστερά που οφείλει να οργανώσει την κοινωνική αντίσταση. Και το ανεξέλεγκτο κύμα ακρίβειας, η προστασία του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωνικών αγαθών, η ανάγκη για τον συντονισμό αλληλέγγυων δράσεων, δείχνουν τον δρόμο. Αυτό που απαιτείται είναι η μέγιστη δυνατή συσπείρωση και η από κοινού οργάνωση, έτσι ώστε η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η οποία δοκιμάζεται και θα δοκιμαστεί ακόμη πιο σκληρά το επόμενο διάστημα, να μη νιώθει αφημένη στη μοίρα της.
Αννέτα Καββαδία