Η επαγγελία «εγώ μπορώ να νικήσω τον Μητσοτάκη», που έκρινε μάλλον την εκλογή προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρεται συνειρμικά στην εκλογική νίκη του 2014. Ανακαλώντας τη στη συλλογική μνήμη των ψηφοφόρων, υπόσχεται την επανάληψή της.
Αποφεύγει, ωστόσο, να αναφερθεί σε ένα ερώτημα που αβίαστα προκύπτει: πώς κέρδισε εκείνη την αναμέτρηση ένα κόμμα που εμφανίστηκε, υποτίθεται, από το πουθενά, ίσια και όμοια με το σημερινό «εγώ» που μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη; Γενικά, αυτή η αντίληψη για την πολιτική –μια διαρκής φυγή προς τα εμπρός, μην τυχόν και αναστοχαστούμε ποτέ– εχθρεύεται τους απολογισμούς. Δεν αποφεύγει να σκεφτεί μόνο τις ήττες, του 2019 και τη χειρότερη του 2023, ούτε τη νίκη δεν θέλει να σκέφτεται.
Από αουτσάιντερ ινσάιντερ
Και να γιατί. Η μόνη νίκη που σημειώθηκε, πιστώνεται σε ένα κόμμα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, ένα κόμμα αουτσάιντερ, που ήρθε και κάλυψε το κενό που άφηνε η κατάρρευση του παλιού κομματικού συστήματος και του τέκνου του, του συναινετικού δικομματισμού με την ανώδυνη εναλλαγή, αναπτερώνοντας τις ελπίδες μιας κοινωνίας εγκαταλειμμένης στην τύχη της. Ενώ, αντίθετα, στη σύλληψη του «εγώ μπορώ» περιλαμβάνεται η ρητή μετατροπή του αουτσάιντερ σε κόμμα ινσάιντερ, που φιλοδοξεί όχι να άρει, αλλά να αποκαταστήσει την «ομαλότητα» του συναινετικού δικομματισμού. Με τη ρητή υπόσχεση, ομολογημένα και ξεκάθαρα πράγματα, να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ο ένας πόλος του στο πρότυπο του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Οποιοσδήποτε συνειρμός, λοιπόν, και σύγκριση με το 2014 κινδυνεύει να κηρυχθεί άκυρος.
Η παραγγελία «άλλαξέ τα όλα» ακούγεται πιο πολύ σαν προαναγγελία για το στήσιμο του παλιού σκηνικού. Με τη διαφορά ότι η ιστορία ενδέχεται να επαναληφθεί σαν φάρσα:
με τον υποδυόμενο το αουτσάιντερ να μην έχει ρόλο προβλεπόμενο από το σενάριο, αφού ρόλος έχει γραφτεί μόνο για ινσάιντερ
με δεύτερο διεκδικητή του ίδιου ρόλου στην ίδια παράσταση, το ΠΑΣΟΚ
με ανασύσταση του δικομματισμού, πλην όμως μόνο κατ’ όνομα λόγω της ηγεμονικής θέσης της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και της πολιτικής κυριαρχίας της συμμαχίας Δεξιάς και ακραίου Κέντρου χωρίς στρατηγικό αντίπαλο απέναντί τους.
Διάβρωση του ιδρυτικού ιστού
Όσοι, λοιπόν, αρχίζουν να κλίνουν σε όλες τις πτώσεις τη λέξη διάσπαση, ακόμα και με καλές προθέσεις, ας δοκιμάσουν να βάλουν στη θέση της τη λέξη διάβρωση του ιδρυτικού ιστού, του ιδρυτικού συμβολαίου του ΣΥΡΙΖΑ, που μόνο στενότητα δεν είχε. Μπορούσε να περιλαμβάνει από ρεφορμιστές και σοσιαλδημοκράτες, μέχρι ακροαριστερούς σε έναν κοινό προγραμματικό τόπο. Δεν είναι το εύρος του που αλλάζει, λοιπόν, είναι ο σκοπός της ύπαρξής του και τα μέσα που διέρχεται για να τον πετύχει. Πόση διεύρυνση συνιστά η αντικατάσταση των εκ διευρύνσεως προερχομένων Καλπάκη και Θεοχαρόπουλου, από την όχι και τόσο πλατυτέρα Αυγέρη και τον εκ του βαθέος μηχανισμού Τσίπρα;
Αυτή η διάβρωση εκτός από την ανησυχία για τα διαφημιζόμενα, αλλά αμφίβολα αποτελέσματά της, μετά τις αποτυχημένες δοκιμές που προηγήθηκαν, προκαλεί και απογοητεύσεις, και παραιτήσεις, και αποχωρήσεις. Προκαλεί ανθρώπινες αντιδράσεις εξαιρετικά αρνητικές. Μπορεί να μην τους απασχολεί όλους εκεί πάνω αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο. Τουλάχιστον όσους βλέπουν τους ανθρώπους σαν ψηφοφόρους και επαίρονται μάλιστα που τους καλούν συχνά να ψηφίσουν, πλην όμως δεν θέλουν και να μπλέκουν στα πόδια τους μετά την απομάκρυνση από την κάλπη.
Όσοι, όμως, είμαστε από την ίδια τη ζωή μας πεισμένοι ότι οι άνθρωποι, τα πρόσωπα, όχι τα προφίλ, είναι η ψυχή της πολιτικής, η ψυχή της Αριστεράς, το σώμα και το πνεύμα της, η ίδια η υπόστασή της, και έχουμε νιώσει στο ίδιο το πετσί μας τι σημαίνει απογοήτευση, κίνδυνος αποστράτευσης, αποχώρησης, παραίτησης, οφείλουμε να αντιδράσουμε. Γιατί ξέρουμε πόσο δύσκολα κερδίζονται οι άνθρωποι και πόσο δυσκολότερα ξαναπείθονται μετά από πολλαπλές διαψεύσεις.
Νέες συνθήκες, νέα καθήκοντα
Από τις σελίδες της «Ε» και με την προσφορά και τη δράση των φίλων της και των υποστηρικτών της, έχουν δοθεί καρποφόρες μάχες για την ενίσχυση της Αριστεράς, της ευρύτερης δυνατής ενότητας μέσα από την ανασύνθεσή της, της μεγαλύτερης δυνατής αποτελεσματικότητας της δράσης της, της πιο στενής και οργανικής σχέσης με τα κοινωνικά κινήματα. Και στην τωρινή κρίσιμη για την Αριστερά και την κοινωνία συγκυρία, χρειάζεται να δοθεί μια τέτοια μάχη. Χρειαζόμαστε έναν δημόσιο χώρο συνάντησης, διαλόγου και συντονισμού της δράσης όσων κατανοούν αυτή την ανάγκη, όσων πιστεύουν ότι έτσι μπορεί να αντισταθούν στη «φυσική» ροπή των πραγμάτων. Όσων την αντιλαμβάνονται ήδη, αλλά και όσων μάλλον θα τη νιώσουν σύντομα.
Ένα στέρεο πεδίο αυτού του χώρου προσφέρεται να είναι η «Ε». Οι σελίδες της, οι πρωτοβουλίες της, οι εκδηλώσεις της, οι δεσμοί της με τους ανθρώπους μιας ευρύτατης Αριστεράς που ξέρει να συνομιλεί και να δρα από κοινού, ακόμα κι όταν δεν συμφωνεί σε όλα, είναι στη διάθεση όσων έχουν τις ίδιες ανησυχίες και ανάλογους στόχους. Όσοι εκτιμούν ότι βρισκόμαστε σε νέες συνθήκες, έχουν νέα καθήκοντα που επείγουν. Η ύπαρξη, η υπεράσπιση και η ενίσχυση μιας σύγχρονης ανανεωτικής και οικολογικής Αριστεράς με ριζοσπαστική σκέψη και δράση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την καταπολέμηση της ιδεολογίας των μειωμένων προσδοκιών, για τη διεκδίκηση και εξασφάλιση μιας ανώτερης ποιότητας ζωής για όλους, για τη μετατροπή του επισήμως ανέφικτου σε εφικτό τελικά.
Χαράλαμπος Γεωργούλας