Στη δεύτερη παράγραφο ενός από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του, της «18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» (1852 – δεύτερη έκδοση: 1869), βρίσκουμε ένα από τα πιο σημαντικά αποφθέγματα του Μαρξ. Στην πρώτη παράγραφο είχε πει το περίφημο για την Ιστορία που επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Αμέσως πιο κάτω λοιπόν λέει: «Οι άνθρωποι φτιάχνουν τη δική τους Ιστορία, αλλά όχι με τη δική τους ελεύθερη βούληση – όχι υπό συνθήκες που έχουν επιλέξει οι ίδιοι αλλά υπό τις δεδομένες και κληρονομημένες συνθήκες που έχουν να αντιμετωπίσουν. Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών επικάθεται σαν εφιάλτης στα μυαλά των ζωντανών».
Ο Μαρξ βέβαια αναφερόταν στην ιστορία των κοινωνικών σχηματισμών εν γένει και σε σχετικά μεγάλες διάρκειες – εξ ου και η φράση «η παράδοση όλων των νεκρών γενεών». Οπως όμως ισχύει για πολλές από τις θεωρητικές προτάσεις του ιστορικού υλισμού, τούτη η θέση θα μπορούσε να ισχύει και σε μικρότερη κλίμακα – με αναφορά στην ιστορική διαδρομή ενός κόμματος της Αριστεράς, για παράδειγμα. «Νεκρές γενεές» στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως τομές και ορόσημα που σηματοδοτούν ως τέτοιες τις διαφορετικές φάσεις της περιπετειώδους πορείας του μέσα στον ιστορικό χρόνο.
Θα ξεχώριζα δύο γεγονότα-ορόσημα ως τα πιο σημαντικά στην ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ μετά την ίδρυσή του. Πιο σημαντικά υπό την έννοια ότι είναι οι τομές εκείνες που έχουν προσδιορίσει πιο αποφασιστικά την ταυτότητά του, όχι μόνον από ιδεολογικής αλλά και από οργανωτικής/πρακτικής πλευράς. Το πρώτο είναι η εκλογική εκτίναξή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2012. Και το δεύτερο ορόσημο είναι η περίοδος 2015-16, όταν άρχισε να εφαρμόζει ως κυβέρνηση το τρίτο Μνημόνιο.
Εκ πρώτης όψεως, το πρώτο ορόσημο είναι πασίδηλα θετικό. Και όντως σηματοδοτεί την έναρξη μιας αισιόδοξης και ελπιδοφόρας περιόδου του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την οποία οι περισσότεροι/ες θυμόμαστε με νοσταλγία. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της τόσο απότομης εκλογικής ανόδου. Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ ξαφνικά κατέστη αριστερό κόμμα εξουσίας, χωρίς να είναι δομικά έτοιμος για κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο θέμα του παρόντος άρθρου. Εδώ με απασχολεί πιο πολύ το δεύτερο ορόσημο. Δεν θα μείνω στο γνωστό δεδομένο που έχει ήδη επισημανθεί – όχι μόνο από εμένα βέβαια. Οτι από τους πρώτους μήνες του 2016, όταν είχε αρχίσει να εφαρμόζει το τρίτο Μνημόνιο, όπως δείχνουν οι σχετικές δημοσκοπήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαθε μια καθίζηση στη δημοτικότητά του από την οποία ποτέ δεν κατάφερε να συνέλθει. Πέραν αυτού, το ζήτημα είναι πως έκτοτε έχει σφραγιστεί αναλόγως η ιδεολογική και οργανωτική του φυσιογνωμία. Σε παλαιότερο άρθρο μου («Η παντοδυναμία της ηγεσίας» – «Εφ.Συν.», 19.4.2022) είχα υποστηρίξει πως μέχρι και ο αρχηγισμός του ΣΥΡΙΖΑ εξηγείται από το γεγονός ότι η ηγεσία του, από την πρώτη περίοδο της κυβερνητικής του θητείας αλλά και αργότερα, είχε να αντιπαλέψει και να διαπραγματευτεί με «θεούς και δαίμονες» και γι’ αυτό είχε σε τεράστιο βαθμό αυτονομηθεί από το υπόλοιπο κόμμα όσον αφορά τις κρίσιμες αποφάσεις που έπρεπε να παίρνει.
Το «φάντασμα» του τρίτου Μνημονίου, που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να «στοιχειώνει» το κόμμα, είχε συνολικότερες επιπτώσεις. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποθέσουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ, στη συνείδηση του πολλού κόσμου, έχει καθιερωθεί ως «μονοθεματικό κόμμα». Ως μια πολιτική δύναμη που αναδείχτηκε έξαφνα ως κόμμα εξουσίας σε μια πολύ ειδική ιστορική συγκυρία, εκείνη των μνημονίων και της κρίσης της συναφούς με αυτά. Με μια ηγεσία και κάποια στελέχη που αρχικά αντιστάθηκαν στη λαίλαπα των μνημονίων και κατόπιν αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να συμβιβαστούν εφαρμόζοντάς τα.
Φαίνεται άδικο -και είναι- αλλά η Ιστορία συχνά είναι άδικη απέναντι στους αδύναμους. Ακριβώς επειδή τα μνημόνια δεν συνάδουν με την ιδεολογία του, όπως ίσχυε με τα κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίστηκε απλώς ως ο -κατ’ όνομα «αριστερός»- εγχώριος διαχειριστής του Μνημονίου το οποίο εφάρμοζε. Πρόκειται για μια εικόνα που έχει εισχωρήσει και στο συλλογικό ασυνείδητο του κόμματος, συγκροτώντας την ίδια την αυτο-αντίληψή του. Με επιπτώσεις τόσο την αδυναμία άσκησης αποτελεσματικής αντιπολίτευσης στη Δεξιά, όσο και την αδυναμία ουσιαστικής επίλυσης του ζητήματος ηγεσίας που προέκυψε πρόσφατα. Αντί να επανέλθει η αρμοδιότητα εκλογής προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής στο συνέδριο, συζητιούνται υποψηφιότητες για εκλογή προέδρου «από τη βάση», που συμβολικά (όχι πραγματικά, ας μην παρερμηνευτώ) εκπροσωπούν τον αρχηγισμό, την πασοκοποίηση και τη διαπραγμάτευση του τρίτου Μνημονίου.
*Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών