Ο ορισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι το σημαντικότερο θέμα συζήτησης των επόμενων μηνών αν όχι των επόμενων ετών. Από που προκύπτει αυτή η ανάγκη; Η αναφορά στην Αριστερά σήμερα μπερδεύεται με ένα είδος νοσταλγίας για την ιστορική περίοδο κατά την οποία οι εμφανιζόμενοι ως σοσιαλδημοκράτες, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, εξασφάλισαν την πορεία προς την κρίση του όλου ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος, αλλά και τη θεαματική έναρξη της μνημονιακής περιόδου. Το κομμάτι της Αριστεράς που δεν επιθυμεί να ενταχθεί σε αυτή τη νοσταλγία, αναφέρεται σε μια «Ριζοσπαστική Αριστερά», αν και χαρακτηρίζεται από μια άλλη νοσταλγία, της εποχής των ετών 2012-2015, κατά την οποία η μαζική λαϊκή κινητοποίηση κατά της ολιγαρχίας και των μνημονίων, βρήκε την πολιτική της έκφραση στον ΣΥΡΙΖΑ, που όμως δεν οδήγησε όλον αυτό τον κόσμο σε μια «ριζοσπαστική» κατεύθυνση και δεν πήγε πιο πέρα από την έντιμη διοίκηση του υπάρχοντος καθεστώτος και την προσθήκη λίγων, αν και πολύ αναγκαίων, στοιχείων κοινωνικού κράτους.
Γιατί όμως είναι αναγκαία μια Ριζοσπαστική Αριστερά; Η ιστορική περίοδος στην οποία ζούμε χαρακτηρίζεται από συνδυασμένες βαθιές κρίσεις, λόγω της κλιματικής αλλαγής, της αναδίπλωσης και συντήρησης, εν μέσω κατάρρευσης, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της πανδημίας ως πραγματικότητας και ως απειλής, και τέλος λόγω ενός εκ του μηδενός γενόμενου πολέμου. Η οικοδόμηση μιας Ριζοσπαστικής Αριστεράς απαιτεί την επιδίωξη της δημιουργίας ενός νέου καθεστώτος, το οποίο να εγκαθιστά θεσμικές λειτουργίες μιας πραγματικής δημοκρατίας, με τις οποίες οι λαϊκές τάξεις των διαφόρων κοινωνιών θα ορίζουν τις ανάγκες τους και τις μεθόδους για την ικανοποίησή τους.
Η συζήτηση με τον Δημήτρη Τσέκερη, μηχανολόγο μηχανικό, με εξειδίκευση στον τομέα της ενέργειας, της αειφορείας και της εξοικονόμησης ενέργειας, διερευνά τις καθεστωτικές αλλαγές που απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση, η βασική παρέμβαση για τη συγκράτηση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά παρουσιάζει και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει ήδη η επιλογή των κυρίαρχων τάξεων σε ό,τι αφορά τη διατήρηση του ρόλου των ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας.
Πώς βλέπεις να εξελίσσεται η πορεία της ενεργειακής μετάβασης και σε ποιο βαθμό εξυπηρετούνται οι στόχοι της απανθρακοποίησης για το 2050;
Το πρώτο που αξίζει να επισημάνουμε, με βάση τα στοιχεία για το κλίμα που διαθέτουμε, είναι ότι είναι ήδη πάρα πολύ αργά! Δηλαδή, αυτό που προβλέπουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα εθνικά σχέδια για το κλίμα (ΕΣΕΚ), είναι ότι υπερθέρμανσή του πλανήτη θα πλησιάσει τους 30Κ, δηλαδή το διπλάσιο σε σχέση με τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού (από 1,50Κ έως μέγιστο 20Κ). Η πορεία της ενεργειακής μετάβασης είναι λιγότερο γρήγορη από αυτό που θα έπρεπε να είναι.
Σχετικά με την κλιματική ουδετερότητα το 2050, δηλαδή αρνητικού ισοζύγιού άνθρακα το 2030, πρέπει να μειώσουμε, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 65% σε σχέση με το 1990. Σήμερα είμαστε μακριά από αυτό τον στόχο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προτείνει μείωση μόνο 55% και αυτό σημαίνει ότι δεν θα πετύχουμε τους αρχικούς στόχους. Γιατί όμως έχουν σημασία αυτοί οι στόχοι; Γιατί οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης πλήττουν ανισομερώς, επιβαρύνοντας κυρίως τους πιο ευάλωτους και οικονομικά ασθενέστερους. Άρα αυτό σημαίνει ότι πρέπει να φέρουμε τους στόχους πολύ κοντύτερα, δηλαδή την κλιματική ουδετερότητα, και στη χώρα μας, για το 2040 ή 2045, σταματώντας κάθε συζήτηση περί ορυκτών καυσίμων, διασφαλίζοντάς τη βιοποικιλότητα και απανθρακοποιώντας το συντομότερο ενεργοβόρους τομείς της οικονομίας: μεταφορές, βιομηχανία, ενεργειακό τομέα και μειώνοντας ταυτόχρονα την κατανάλωση π.χ. στα κτίρια.
Σε σχέση με τη υπερθέρμανση του πλανήτη που βρισκόμαστε;
Βρισκόμαστε ήδη πάνω από τους 1,20Κ και η προοπτική είναι πολύ αρνητική. Και υπάρχει ένα αφήγημα, και σε ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται στον προοδευτικό χώρο, ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα και η συμβολή της είναι ανούσια, άρα δεν πρέπει να μας απασχολεί το θέμα. Εγώ θα το πω ανάποδα. Πρέπει να προχωρήσουμε προς την πλήρη απανθρακοποίηση της οικονομίας και, με βάση ένα σχέδιο, να εξηγήσουμε πώς θα γίνει θα γίνει με κοινωνικά δίκαιους όρους και πώς αυτή η μετάβαση δεν θα είναι εις βάρος των κοινωνικά ευάλωτων και οικονομικά ασθενέστερων.
Ο σημερινός σχεδιασμός προβλέπει την αντιμετώπιση των ανισοτήτων που η μετάβαση δημιουργεί;
Είναι σαφές ότι ένα μοντέλο που συνολικά αυξάνει τις ανισότητες, αποτελεί εγγύηση για τη διεύρυνσή τους σε όλα τα πεδία. Η ενέργεια δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ανοίγουν επομένως διάφορα ζητήματα ως προς τον ρόλο του κράτους, τον ρόλο των πολιτών και τον ρόλο των πολιτικών οργανισμών και των κομμάτων, που πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στις επόμενες αλλά και τις σημερινές γενεές. Δεν είναι κάτι που θα αντιμετωπίσουμε σε πολλές δεκαετίες από σήμερα, είναι κάτι που ήδη το βιώνουμε, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει τελείως, και είναι μάλλον το νούμερο ένα πρόβλημα για την ανθρωπότητα. Η ενεργειακή μετάβαση είναι και μια ευκαιρία να ξεκινήσουν διεργασίες σε τομείς που αφορούν την κοινωνία, όπως το έμφυλο, το εργασιακό, κάτι που έχει γίνει σε έναν βαθμό, από το αριστερό κομμάτι του Δημοκρατικού Κόμματος στις ΗΠΑ (νέο πράσινο και κοινωνικό συμβόλαιο).
Ποια είναι τα εμπόδια σε αυτή την πορεία που περιγράφεις;
Καταρχάς δεν είναι η έλλειψη χρηματοδότησης. Στην ενέργεια έχουν πέσει πολλά χρήματα. Θα πρέπει να μιλήσουμε για τον ρόλο του κράτους ως φορέα που τοποθετεί τους πόρους με βάση ένα στρατηγικό σχεδιασμό, τον οποίο έχει επιλέξει, που θα εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και προτεραιοποιεί τις στρατηγικές και τις δράσεις που θέλει να εφαρμόσει. Πρώτο βήμα στο υπουργείο Ενέργειας είναι η αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα. Η πρώτη διατύπωση θα έπρεπε να είχε τεθεί σε διαβούλευση και σταλεί στις Βρυξέλλες ως τις 30 Ιουνίου. Η διαβούλευση είναι σημαντική για να είναι οι διαδικασίες ανοιχτές και διαφανείς. Το δεύτερο θέμα αφορά τους φορείς του Δημοσίου που θα κληθούν να σηκώσουν αυτό το βάρος.
Η αναθεώρηση έχει προκύψει επειδή αναπροσαρμόσθηκαν οι στόχοι λόγω του RepowerEU. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία έγινε προσπάθεια η Ευρώπη να μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, βάζοντας ως προτεραιότητα την ενεργειακή εξοικονόμηση, τις ανανεώσιμες πηγές και το ζήτημα του LNG.
Η χρήση των ορυκτών καυσίμων πώς εξελίσσεται, ιδιαίτερα μετά το πόλεμο: το ρωσικό αέριο δεν είναι καλό, το LNG είναι;
Δεν είναι καλό ούτε το ένα ούτε το άλλο! Τα ορυκτά καύσιμα είναι η βασική πηγή της κλιματικής κρίσης. Το θέμα αυτό έχει λυθεί οριστικά σε όλα τα επιστημονικά φόρα. Η Ελλάδα από παλιά βασίστηκε στα ορυκτά καύσιμα, τον λιγνίτη. Από το 2010 περίπου ξεκίνησε ένα πρώτο κύμα ανανεώσιμων, φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, με άναρχο τρόπο. Ακόμα περιμένουμε την οριστικοποίηση του χωροταξικού πλαισίου για το πώς θα τοποθετούμε τις ΑΠΕ. Η Ελλάδα λοιπόν αξιοποίησε τον λιγνίτη μέχρι πρόσφατα. Πάρθηκαν κάποιες αποφάσεις κεντρικά οι οποίες δεν θα έπρεπε να έχουν ληφθεί με αυτό τον τρόπο, αν κοιτάμε μπροστά. Καταρχάς η συνέχιση της λιγνιτικής παραγωγής, που μέχρι το 2030 πρέπει να έχει λήξει. Και φθάνουμε στο αέριο. Το αέριο σπρώχτηκε από πολλά λόμπι ως ένα μεταβατικό καύσιμο. Με την υφιστάμενη τεχνολογία δεν το χρειαζόμαστε. Είμαστε όμως από τις λίγες χώρες που συνεχίζουν να επενδύουν σε φυσικό αέριο. Είναι οικονομικότερο να αναπτύσσουμε συστήματα αποκεντρωμένων ΑΠΕ.
Μπορούν μικρά κράτη να έχουν συμβολή σε βιομηχανικό επίπεδο στην πορεία της ενεργειακής μετάβασης;
Πολλά περιφερειακά εξαρτήματα μπορούμε να τα παράγουμε στη χώρα μας. Οι offshore ανεμογεννήτριες είναι ένα παράδειγμα. Το 40% αυτών των ανεμογεννητριών μπορεί να κατασκευαστεί στα δικά μας ναυπηγεία. Επειδή έχουμε μεγάλα βάθη στις θάλασσές μας οι ανεμογεννήτριες αυτές μπορεί να είναι πλωτές. Τα ναυπηγεία μας μπορούν να τις κατασκευάσουν και θα έπρεπε να το επιδιώξουμε. Μετά, οι βιομηχανίες που δυσκολεύονται να «πρασινίσουν», επειδή το κόστος των ορυκτών καυσίμων θα αυξάνεται συνεχώς, θα βρεθούν σε δύσκολη θέση κατά την επόμενη δεκαετία. Είναι προς το συμφέρον των επιχειρήσεων και των εργαζομένων να επιλεγούν νέοι τομείς για να αναζωογονηθεί η βιομηχανία. Συνολικά πρέπει να εξηλεκτρίσουμε όλους τους τομείς της οικονομίας. Αλλά υπάρχουν τομείς που δεν θα εξηλεκτριστούν, π.χ. οι κατεργασίες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, εκεί μπορεί να αξιοποιηθεί το υδρογόνο.
Ποια σχέση μπορεί να έχει η ενεργειακή μετάβαση με την απασχόληση;
Ένα καλό case study είναι οι λιγνιτικές περιοχές. Μπορεί να δει κανείς ποιες πολιτικές εφαρμόζονται και τι αποτύπωμα έχουν. Μια παλαιότερη μελέτη συμπέραινε ότι για κάθε εύρω που αφαιρείται από τη λιγνιτική παραγωγή η συνολική αρνητική επίπτωση είναι 3 ευρώ. Αυτό σημαίνει πως όταν σταματάει η μονοκαλλιέργεια (λιγνίτης – ΔΕΗ) πρέπει να αναπτυχθούν άλλες παραγωγές με νέα απασχόληση. Να δημιουργηθεί αρχικά ένα δίχτυ προστασίας, για να μη μείνουν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς εισόδημα και στη συνέχεια να δημιουργηθεί η δυνατότητα για τους εργαζόμενους να απασχοληθούν σε άλλους τομείς, να επανεκπαιδευτούν κ.λπ. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μονόπλευρα από το κράτος ή έναν οργανισμό, χωρίς να αποτελέσει θέμα συζήτησης –όχι μόνο να πάρει υπόψη συγκρουόμενα μικροσυμφέροντα σε μια περιοχή– και να δει η Περιφέρεια, οι Δήμοι, οι κοινωνικές εκπροσωπήσεις, πώς βλέπουν την εξέλιξη της περιοχής τα επόμενα χρόνια. Το αναπτυξιακό σκέλος, σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, χρειάζεται και το ανθρώπινο δυναμικό που θα αναλάβει τις διάφορες δράσεις και φυσικά τους αναγκαίους πόρους για την κινητοποίηση των δημόσιων, αλλά και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Το Ταμείο Ανάκαμψης προέβλεπε το 40% των πόρων να πάει σε πράσινες δράσεις. Έτσι όπως προχωράει, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί αυτό τον στόχο, αλλά μάλλον τη συσσώρευση πλούτου σε λίγους.
Πώς κρίνεις την πορεία των Ενεργειακών Κοινοτήτων;
Το 2018 το πλαίσιο για τη δημιουργία των Ενεργειακών Κοινοτήτων ήταν πρωτοποριακό για την Ευρώπη. Τον Απρίλιο του 2023 είχαμε επι της ουσίας την κατάργηση του θεσμού. Υπάρχει πλέον η διάθεση να προχωρήσουμε σε ένα μοντέλο αγοράς και να ενσωματωθούν εκεί οι Ενεργειακές Κοινότητες.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν, Ιωσήφ Σινιγάλιας