Τι άλλο είναι η πολιτική, αν όχι μάχη ιδεών; Τι άλλο είναι, αν όχι η πάλη να τις καταστήσεις ηγεμονικές και βάσει αυτών να αλλάξεις την κοινωνία; Για τη δε Αριστερά, τι άλλο είναι παρά η προσπάθεια να πείσεις τους από κάτω πως τα ιδεολογήματα της κυριαρχίας είναι παρελκυστικά και αποπροσανατολιστικά από τα όντως λαϊκά συμφέροντα; Και επειδή τα πολιτικά κόμματα, προτού γίνουν σύνολα πολλών ανθρώπων, κοινωνικά σύνολα, προϋπήρξαν ως σύνολα ιδεών, καθίσταται προφανές πως και όσα τα εκπροσωπούν είναι οι ανθρωπολογικοί φορείς των ιδεών.
Να μην συμμερίζεσαι κάθε ανθυπολεπτομέρεια των αρχών του κόμματός σου, να μην προσυπογράφεις με χαρά κάθε παράγραφο, κάθε λέξη ή κάθε απόχρωση των λέξεων είναι από τα ανθρώπινα. Πολύ ανθρώπινο, κατά το νιτσεϊκό ρηθέν. Προς τούτο τα κόμματα της Αριστεράς, με δημοκρατία και ελευθερία, επιτρέπουν τη συγκρότηση τάσεων ή ρευμάτων ιδεών εκείνων που κατά περίπτωση διαφωνούν. Έτσι, οι μειοψηφίες συντεταγμένα μπορούν να συνομιλούν, τρόπον τινά, με την κυρίαρχη γραμμή και να τη συνδιαμορφώνουν.
Υπάρχουν, όμως, οι ταυτοτικές ιδέες. Οι αντιλήψεις που αποτελούν φυσικά όρια. Διαχωριστικές γραμμές. Τις οποίες αν τις διασκελίσεις, κινδυνεύεις να ομοιάσεις στο τέρας – αφού τέρας θεωρείται το εκμεταλλευτικό, καπιταλιστικό ιδεολόγημα. Ουδεμία/είς, ας πούμε, αριστερή/ός δύναται να αυτοορίζεται ως τέτοια/ος αν δεν αποδέχεται -για να πάμε στα προπατορικά- τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας, αν δεν μάχεται ενάντια στις ανισότητες, αν δεν στέκει απέναντι στην ιδιωτικότητα σε κάθε της μορφή. Αν, εντέλει, δεν πολεμά υπέρ του δημόσιου-λαϊκού χαρακτήρα του κράτους, ενάντια στην εκμεταλλεύτρια αστική τάξη που το άλωσε και εξακολουθεί να το αλώνει.
Αλλά επειδή τα παραπάνω θεωρούνται, συχνάκις, ντεμοντέ, ανήκοντα στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας, και επειδή η δεξιά ηγεμονία σαρώνει τις διάνοιες των φτωχών, όλα εκείνα τα απλοϊκά, τα αλλοτριωτικά, τα αυταρχικά πέρασαν, ασυνείδητα, στο αυτονόητο πολλών αριστερών. Μία ας πούμε απλή ερώτηση περί «αξιολόγησης» θα δείξει ότι θύματα του κοινωνικού αυτοματισμού είναι κυρίως οι πληβειακές τάξεις. Το ίδιο και στην αντίληψη περί δημόσιου και ιδιωτικού, το αυτό και στα περί του κοινωνικού κράτους.
Οταν, όμως, χάνεται η μάχη της ηγεμονίας των ιδεών, φαίνεται πως, σχεδόν αναπόφευκτα, χάνεται και η πολιτική-εκλογική μάχη. Διότι οι υποχωρήσεις της Αριστεράς από τα προτάγματά της το μόνο που κατορθώνουν είναι να νομιμοποιούν, ξεπλένοντάς το, το ίδιο το αντίπαλο καπιταλιστικό σύστημα και τους προστάτες του. Και να το παραδίδουν πεντακάθαρο στη λαϊκή κρίση. Που πια το επιβραβεύει διά της ψήφου της.
Ετσι, το να βγαίνουν εκλεγμένες/οι με κόμματα της Αριστεράς και να καταφέρονται ευθέως εναντίον ζητημάτων που αποτελούν την καρδιά της δεν μπορεί να εξηγηθεί με κανέναν τρόπο.
Η υπόθεση με την αναθεώρηση του άρθρου 16, η επί της ουσίας εκχώρηση του δικαιώματος της Παιδείας και της γνώσης στη χυδαιότητα της αγοράς, είναι από εκείνα στα οποία δεν χωρούν διαφωνίες. Αφορά την πεμπτουσία της διαφοράς ημών και υμών, αφορά το διαχεόμενο ψεύδος πως η αόρατη χειρ ισορροπεί τα πάντα. Από τα ολωσδιόλου ταξικά και περιώνυμα Χάρβαρντ κ.λπ., στα οποία η παρουσία των υπότροφων πληβείων δεν είναι παρά το άλλοθί τους, έως τα αδιαβάθμητα εγχώρια και εξωχώρια «κόλετζ», ο νόμος είναι κοινός: ο/η έχων/ουσα πληρώνει, παίρνει. Να ανακτηθεί, λοιπόν, η ηγεμονία για τη χρησιμότητα των δωρεάν δημόσιων αγαθών είναι ύψιστο.
Οπότε το να βγαίνουν πρώτα η βουλεύτρια Αθηνά Λινού και κατόπιν ο βουλευτής Πέτρος Παππάς και να ρίχνουν νερό στον μύλο της δεξιάς ηγεμονίας, πριμοδοτώντας τη δεξιά αντίληψη για τα ΑΕΙ, είναι γκάφα ολκής. Τέτοιες ιδέες οφείλουν να τις κρατούν για τον εαυτό τους ή να ιδρύσουν ρεύμα ιδεών που να τους χωρεί. Προς το παρόν, δεσμεύονται από την υποχρέωση να μην ρίχνουν δημόσια τον σπόρο της αμφισβήτησης για την ίδια την ψυχή της παράταξης που εκπροσωπούν.
* Η Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος, μέλος της Ο.Μ. Νεάπολης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.