Μύθος πρώτος: «Ο Τσίπρας πήρε ένα κόμμα του 3% (ή του 4% ή του 5%) και το πήγε στο 36%». Στις εκλογές του 2009, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 4,6%. Ο Τσίπρας ήταν ΗΔΗ αρχηγός. Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκαν στις εκλογές του 2012, μετά το πρώτο Μνημόνιο.
Μύθος δεύτερος: «Ο Τσίπρας είναι το αδιαμφισβήτητο ισχυρό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ». Σε ΟΛΕΣ τις δημοσκοπήσεις που παρουσίαζαν μαζί δημοτικότητα πολιτικών αρχηγών και πρόθεση ψήφου, η διαφορά μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα ήταν σαφώς μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ. Αν ισχύει κάτι σχετικό επομένως, τούτο είναι το αντίθετο του «ισχυρού χαρτιού».
Αν, λοιπόν, απαλλαγούμε από αυτούς τους δύο βασικούς μύθους που στηρίζουν τον αρχηγισμό στον ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον από την πρώτη εκλογική ήττα του 2019, ίσως μπορέσουμε να σκεφτούμε λίγο για την ουσία του ζητήματος. Ας αποσαφηνίσουμε εξαρχής ότι το πρόβλημα είναι ο αρχηγισμός – όχι ο ίδιος ο αρχηγός. Δηλαδή η εσωκομματική εκείνη ιδεολογία που αποδέχεται την παντοδυναμία του αρχηγού. Μια ιδεολογία που με τη σειρά της στηρίζεται σε μια ιδεαλιστική σύλληψη της πολιτικής: η πολιτική ως έργο «χαρισματικών προσωπικοτήτων» και των μαζών που τις ακολουθούν.
Η κριτική του αρχηγισμού, επομένως, δεν θα έπρεπε να στηρίζεται σε παρόμοια με εκείνον ιδεαλιστική πλάνη: στην πεποίθηση ότι για όλα φταίει το συγκεκριμένο άτομο που κατέχει τη θέση του αρχηγού. Ακόμη και όσοι φωνασκούν εναντίον του αρχηγού, ενδέχεται να είναι αρχηγικοί.
Ως ιδεολογία, ο αρχηγισμός επενεργεί ασυνείδητα. Οπως είχα επισημάνει σε ένα –παμπάλαιο, πλέον– άρθρο μου, όταν ο Αλέξης Τσίπρας στο συνέδριο του 2016 είχε ζητήσει επανάληψη της ψηφοφορίας, η ευθύνη δεν ήταν τόσο δική του όσο των συνέδρων που δέχτηκαν την πρότασή του και άλλαξαν την ψήφο τους κατά την επαναληπτική ψηφοφορία.
Πιο συγκεκριμένα τώρα. Ο αρχηγισμός στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τα τελευταία έτη ακολούθησε μια σταδιακή στρατηγική που αργά αλλά σταθερά υπονόμευσε την ουσιαστική δημοκρατική λειτουργία των κομματικών μηχανισμών. Αρχικά με τη «διεύρυνση» σε επίπεδο κορυφής και την υποκατάσταση εκλεγμένων οργάνων από τα «διευρυμένα» και, τελικά, με την αυτοκατάργηση του συνεδρίου ως αποφασιστικού θεσμού του κόμματος διά μέσου της καθιέρωσης της εκλογής της Κεντρικής Επιτροπής και του προέδρου «από τη βάση».
Ο τρόπος με τον οποίο μεθοδεύτηκε ιδίως το δεύτερο (εκλογή προέδρου), όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, για να μην πω και επιδιωκόμενο, οδήγησε στην πλήρη μετατροπή του κόμματος σε –οικτρά αποτυχημένο, κιόλας, όπως φάνηκε– εκλογικό μηχανισμό. Η «βάση», τα «μέλη», που μπήκαν πέρσι τον Απρίλιο-Μάιο, στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν είχαν καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ πέρα από το να ψηφίσουν τον Τσίπρα για αρχηγό. Πολλοί τώρα δεν ψήφισαν καν ΣΥΡΙΖΑ και δεν συμμετείχαν σε καμία Οργάνωση Μελών όλον αυτόν τον χρόνο.
Το πολιτικό περιεχόμενο του αρχηγισμού ήταν βέβαια η απόπειρα επανασύστασης του κατ’ εξοχήν αρχηγικού κόμματος, ήτοι του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Αρχηγισμός και πασοκοποίηση ήταν οι δύο όψεις μιας ενιαίας διαδικασίας που κατέληξε στην αξιολύπητη κατάσταση ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. να ανταγωνίζεται το απομεινάρι του παλιού ΠΑΣΟΚ για το ποιος είναι ο γνήσιος κληρονόμος του Ανδρέα Παπανδρέου. Ταυτόχρονα, η απώλεια του ριζοσπαστικού-αριστερού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ θα έλεγα πως είναι συνυπεύθυνη για το τρομακτικό φαινόμενο της επανεισόδου των ναζιστών στη Βουλή, καθώς και δύο (αν όχι τριών) ακόμα ακροδεξιών μορφωμάτων.
Τούτη η διαδικασία αρχηγισμού/πασοκοποίησης ήταν τόσο μακροπρόθεσμη και πολύπλευρη, με τόσο βαθιές ιδεολογικές και οργανωτικές συνέπειες, που δεν μπορεί βέβαια να αντιστραφεί «με έναν νόμο κι ένα άρθρο». Το αυτονόητο επόμενο βήμα, κατά τη δική μου (αλλά ελπίζω όχι μόνο) άποψη, είναι η σύγκληση συνεδρίου, το οποίο θα αναλάβει τις ευθύνες του.
Δηλαδή θα αποφασίσει την επιστροφή σε αυτό το ίδιο των αρμοδιοτήτων της εκλογής προέδρου και Κεντρικής Επιτροπής, ούτως ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναγίνει κόμμα (της Αριστεράς). Που σημαίνει πολιτικός φορέας ο οποίος θα μπορεί θεσμικά να ελέγχει τα ανώτατα όργανα που εκλέγει για να εκφράζουν την πολιτική του και να υλοποιούν τις αποφάσεις του.
Και πάντως αυτό που πρέπει ΠΑΣΗ ΘΥΣΙΑ να αποφευχθεί είναι να «κριθεί» ο Αλέξης Τσίπρας με τη διαδικασία του μεταλλαγμένου καταστατικού που μετέτρεψε το κόμμα σε εκλογικό μηχανισμό. Δηλαδή με εκλογή «από τη βάση». Αν συμβεί κάτι τέτοιο, το ότι (πιθανότατα) θα επανεκλεγεί ο Αλέξης Τσίπρας θα είναι το δευτερεύον ζήτημα. Το πιο σοβαρό είναι ότι θα οριστικοποιηθεί η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτική ασημαντότητα.