Macro

Ορέστης Διδυμιώτης: Δυσφορία για τη Δημοκρατία

Ενα μεγάλο μέρος των πολιτών, κυρίως των νεότερων σε ηλικία, είναι δυσαρεστημένο με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Δημοκρατία. Η τάση αυτή παρατηρείται σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου και αποτυπώνεται σε δύο βασικούς δείκτες, όπως προκύπτει από πληθώρα σχετικών μελετών: (α) στη μειωμένη προσέλευση των ψηφοφόρων στις εκλογές και (β) στον χαμηλό βαθμό ικανοποίησης από τους πολιτικούς θεσμούς. Η δυσαρέσκεια για τη Δημοκρατία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Σήμερα, ωστόσο, δείχνει να βρίσκεται σε παρόξυνση. Το Κέντρο για το Μέλλον της Δημοκρατίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ υπογραμμίζει τη γενεακή διάσταση του ζητήματος: Η σημερινή νέα γενιά είναι η πρώτη στη ζωντανή μνήμη που εκφράζει τέτοιου μεγέθους απογοήτευση.
 
Στην Ελλάδα, ύστερα από το 2004, παρατηρείται μια προοδευτική μείωση των ψηφοφόρων που προσέρχονται στις κάλπες. Στις δύο προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2015 και του Ιουλίου του 2019, η αποχή σημείωσε τα δύο υψηλότερα ποσοστά της εδώ και δεκαετίες. Η αποχή αυτή θα πρέπει να νοηθεί σε μεγάλο βαθμό ως πολιτική στάση, αφού δεν εξηγείται μόνο από τη μετανάστευση των τελευταίων ετών ούτε από τον χρόνο διεξαγωγής των εν λόγω εκλογικών αναμετρήσεων, όταν ένα μεγάλο μέρος των εποχιακών εργαζομένων βρισκόταν μακριά από τον τόπο των εκλογικών του δικαιωμάτων. Επιπρόσθετα, αρκετές είναι οι έρευνες που καταγράφουν τη συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Τα κόμματα, οι πολιτικοί, το Κοινοβούλιο, η ίδια η σχέση αντιπροσώπευσης βρίσκονται στο στόχαστρο της κριτικής της κοινωνικής πλειονότητας. Μπορούμε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το γιατί. Οι επάλληλες κρίσεις έχουν επιφέρει μια γενικευμένη κόπωση και έχουν οδηγήσει ένα μέρος της κοινωνίας σε περιθωριοποίηση. Η κυβερνητική αναποτελεσματικότητα σε σχέση με κρίσιμα ζητήματα της καθημερινότητας προκαλεί δυσπιστία και οργή· η εμπέδωση της μεταδημοκρατικής συνθήκης (μεταφορά της λήψης ενός σημαντικού τμήματος των αποφάσεων σε υπερεθνικούς θεσμούς και όργανα μιας πολιτικοοικονομικής ελίτ που δεν λογοδοτεί πουθενά κ.ά.) παράγει αποθάρρυνση, ενώ ό,τι στη βιβλιογραφία περιγράφεται ως «καρτελοποίηση» των κομμάτων (αποκλιμάκωση του ιδεολογικού φορτίου της αντιπαράθεσης, υιοθέτηση τεχνοκρατικού λόγου κ.ά.) δημιουργεί ένα κλίμα σύγχυσης, που διευκολύνει τη σύγκλιση με την προπαγανδιστική θέση «όλοι το ίδιο είναι». Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι αρκετοί πολίτες δυσανασχετούν ή, ακόμα, δείχνουν απρόθυμοι να συμμετάσχουν σε ένα «παιχνίδι» το οποίο βρίσκουν χωρίς νόημα.
 
Η δυσφορία για τη Δημοκρατία είναι το σύμπτωμα μιας έλλειψης, της αποδυναμωμένης παρουσίας του λαού, δηλαδή καθενός και καθεμίας, ως πολιτικού υποκειμένου. Με απλά λόγια, η Δημοκρατία βιώνεται από πολλές και από πολλούς ως ανεπαρκής. Η «κανονικοποίηση» αυτής της ανεπάρκειας τροφοδοτεί την απογοήτευση αλλά και τον συμβιβασμό, καταστέλλοντας εν τη γενέσει της τη δυνατότητα των πολιτών να φαντάζονται τα πράγματα αλλιώς. Από την ίδια ανεπάρκεια τρέφονται και οι αντιδημοκρατικές δυνάμεις. Η Ακροδεξιά μιλάει τη γλώσσα του «λαού», εκφράζει την απέχθειά της για την «ολιγαρχική, διεφθαρμένη» πολιτική τάξη, για την ανικανότητα των πολιτικών να προσφέρουν λύσεις, υπόσχεται κάθαρση, ότι θα επανορθώσει την πληγωμένη εθνική κυριαρχία κ.λπ.
 
Η ανάκτηση του ενθουσιασμού συνδέεται με την επαναπροσέγγιση της ιδέας ότι η Δημοκρατία μπορεί και πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είναι. Χρειάζεται να αναρωτηθούμε πώς οι πολίτες θα μπορέσουν να αποκτήσουν τον έλεγχο πάνω σε όλα όσα έχουν σημασία για τους ίδιους. Κεντρικό ζητούμενο είναι η επανεπινόηση και η αξιοποίηση θεσμικών δυνατοτήτων και διαδικασιών που θα ενισχύουν τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πειραματισμού με γνώμονα τη δημιουργία νέων μορφών κοινωνικοπολιτικής ζωής. Η διεθνής εμπειρία, και σε μικρότερο ίσως βαθμό η εγχώρια, προσφέρουν ήδη μια ευρεία γκάμα εργαλείων και προτάσεων – από τον δημοτικό συμμετοχικό προϋπολογισμό και τον συμμετοχικό πολεοδομικό σχεδιασμό μέχρι τη συγκρότηση διαβουλευτικών συμβουλίων, αποτελούμενων από τυχαία επιλεγμένους πολίτες βάσει κοινωνικών αντιπροσωπευτικών κριτηρίων. Θα πρέπει, επίσης, να σκεφτούμε τι σημαίνει η επέκταση της δημοκρατικής αρχής στην εργασία και να αναδείξουμε τις προοπτικές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
 
Η ριζοσπαστικοποίηση της Δημοκρατίας περιλαμβάνει αναπόφευκτα τον αγώνα ενάντια στους ενδοιασμούς και στις προκαταλήψεις που την αντιστρατεύονται. Οι προκαταλήψεις αυτές μας ενημερώνουν ότι ο λαός είναι απερίσκεπτος, ότι δεν έχουν όλοι και όλες τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες ή το ενδιαφέρον για να αποφασίζουν για σημαντικά ζητήματα. Η Δημοκρατία, όμως, μας υπενθυμίζει ο Ρανσιέρ, δεν είναι η κυβέρνηση των σπουδαγμένων, αυτών που έχουν μεγαλύτερη εμπειρία κ.ο.κ. Τότε δεν θα μιλάγαμε για πολιτική, θα μιλάγαμε για τεχνοκρατία ή αριστοκρατία. Αντιθέτως, η Δημοκρατία είναι η εξουσία εκείνων που δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο «προσόν» να κυβερνήσουν. Το επιχείρημα υπέρ της Δημοκρατίας, ωστόσο, δεν σταματάει εδώ. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη Δημοκρατία εννοιολογικά και επιδιώκουμε να τη θεσμοθετήσουμε παράγει αποτελέσματα στο επίπεδο της πολιτικής υποκειμενοποίησης. Ο «λαός» δεν είναι μια δεδομένη και προγενέστερη πραγματικότητα, την οποία τα κόμματα και οι θεσμοί αντιπροσωπεύουν. Είναι μια πολιτική πραγματικότητα που δημιουργούν. Τι θέλουμε, λοιπόν; Θέλουμε έναν λαό που θα ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια και του οποίου η μορφή θα είναι μόνο εκλογική; Ή έναν «λαό» που θα συμμετέχει στη διαβούλευση, στον έλεγχο, στις αποφάσεις και θα πολιτικοποιείται, αλλά και θα αυτοδιαπαιδαγωγείται μέσω συλλογικών διαδικασιών;
 
ΥΓ: Το κείμενο γράφτηκε πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου.
 
* Ο Ορέστης Διδυμιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ