Απέχουμε από την εποχή που η Δημοκρατία -ως αυτοκυριαρχία του δήμου/λαού- ήταν μια λέξη που αποδιδόταν, με τη μορφή στίγματος, σε «επικίνδυνες» τάξεις και χειραφετησιακά εγχειρήματα. Ήταν η έκφραση της αντι-δημοκρατικής δυσφορίας των κυρίαρχων απέναντι σε υπεξούσιες ομάδες. Ακριβώς λόγω αυτής της επαναστατικής «κληρονομιάς», που εκτείνεται από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα, πολλά εξαρτώνται από το πώς η έννοια της Δημοκρατίας χρησιμοποιείται, ορίζεται και διεκδικείται ξανά στο «εδώ και τώρα»: από ποια υποκείμενα, σε τίνος όνομα, στη βάση ποιου ορισμού του «λαού», με ποιον πολιτικό ορίζοντα.
Η Δημοκρατία είναι κάτι πιο σύνθετο από τυπικές δικαιικές κατηγορίες και την απλή κυριαρχία της πλειοψηφίας μέσω αντιπροσωπευτικών θεσμών. Είναι ο αγωνιστικός τρόπος και στόχος όσων ενσαρκώνουν την ανεκπλήρωτη υπόσχεσή της και όσων αντιστέκονται στις «υπαρκτές» καταχρήσεις της. Σε συμφραζόμενα αντιδημοκρατικού στιγματισμού της λαϊκής κυριαρχίας (τόσο εκ μέρους της νεοφιλελεύθερης ετερονομίας του πολιτικού όσο και εκ μέρους του νεοφασιστικού σφετερισμού του «λαού»), η Δημοκρατία είναι το διαρκές ερώτημα, η επαγρύπνηση και η κριτική για το ποιοι/ποιες μετέχουν ή αποκλείονται και με ποιους τρόπους.
Το ερώτημα της Δημοκρατίας ως διαρκούς αγωνιστικής αξίωσης ενεργοποιεί έναν ορίζοντα μετασχηματιστικών δυνατοτήτων μέσα και ενάντια στην επείγουσα μετα-δημοκρατική και αντι-δημοκρατική επικαιρότητα που συνίσταται στην ιδεολογική και εκλογική μετακίνηση προς τα (ακρο)δεξιά, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων όσον αφορά την κατανομή πόρων και ισχύος, την απαλλοτρίωση δημόσιων αγαθών, την εξάρτηση της πολιτικής από επιχειρηματικά συμφέροντα και την οικονομία της αγοράς, τη διάβρωση του Κράτους Δικαίου, την περιστολή δικαιωμάτων, την επιβολή αυταρχικών καθεστώτων «ασφάλειας».
Το να ξανασκεφτούμε και να ενεργοποιήσουμε εκ νέου τη χειραφετησιακή και ανατρεπτική δυνατότητα της Δημοκρατίας πέρα από τις συστημικές και «εξωσυστημικές» καταχρήσεις της ενέχει τη μετασχηματιστική κριτική στις δεδομένες μετα-δημοκρατικές και αντι-δημοκρατικές μορφές «Δημοκρατίας». Είναι ένα αίτημα που ανανεώνει την επιτακτική επικαιρότητά του κάθε φορά που αναμετριόμαστε με τη ρατσιστική βία, την ιδεολογία του κοινού αίματος, τον αντιμεταναστευτικό εθνικισμό, την έμφυλη βία και ομοφοβία, την αναπηροφοβία, τις «αυθόρμητες» εκδηλώσεις ξενοφοβίας, φυλετισμού και αντισημιτισμού. Ο φασισμός δεν αφορά ένα οριστικά συντελεσμένο ιστορικό ατύχημα του παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί, αλλά ένα ιστορικό παρόν, διαρκές, τραυματικό και ακόμη επίμαχο.
Τι είδους κριτικές δυνατότητες του παρόντος μπορούν να ανακτηθούν από τους σύγχρονους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατικές ελευθερίες πέρα από τις ιδεολογικές παραδοχές του «τέλους της Ιστορίας»; Πώς η τρωτή ισχύς της Δημοκρατίας μπορεί να εμποδίσει την άνοδο της Ακροδεξιάς που καλλιεργείται στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης; Δεδομένου ότι η Δημοκρατία έχει γίνει αντικείμενο σφετερισμού από τους εχθρούς της, μπορεί άραγε ακόμη να κινητοποιηθεί ως συλλογική μετασχηματιστική δυναμική αυτοθέσμισης;
Και πώς μπορούμε να ξανασκεφτούμε τη Δημοκρατία πέρα από τις ιστορικές αποσιωπήσεις που την ταυτίζουν με την ιστορία της αποικιοκρατικής και εθνικής νεωτερικότητας; Ο Μισέλ-Ρολφ Τρουιγιό έχει δείξει πώς τα αφηγήματα περί «κοιτίδας» της Δημοκρατίας έχουν χρησιμοποιηθεί για να αποκλείσουν «άλλους» από την Ιστορία, εξορίζοντας τις επαναστάσεις των σκλάβων και τις συνυφασμένες με αυτές επιτελέσεις της ισότητας και της ελευθερίας, όπως η Αϊτινή Επανάσταση, στο ημίφως του «αδιανόητου συμβάντος».
Ολα τα παραπάνω κριτικά ερωτήματα συντείνουν σε μια εννοιολόγηση της Δημοκρατίας που προϋποθέτει κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις και κινητοποιεί συλλογικές αντιστάσεις. Υπαινίσσονται, δηλαδή, την ανάγκη συλλογικής επινόησης τρόπων εκδημοκρατισμού της Δημοκρατίας μέσω της προωθητικής αναζωογόνησης της πολιτικής ισότητας, της ισοελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας.
Η ιδρυτική επιτελεστικότητα του «εμείς ο λαός» δεν συνιστά διακήρυξη μιας αδιαίρετης και ουσιοκρατικής ενότητας, αλλά πράξη και πεδίο αντιδικίας, όπως αποτυπώνεται στις διαφορετικές και αντίρροπες επικλήσεις της, από ιδιοκτήτες σκλάβων, από εκπροσώπους εθνικών αστικών τάξεων για να αποκλείσουν τους παρίες και τους ξένους, αλλά και από επαναστατημένα υποκείμενα στο πλαίσιο αντιαποικιακών αγώνων.
Εχοντας αναδυθεί από τους επαναστατικούς αγώνες του ύστερου 18ου αιώνα, η πολιτική έννοια του δήμου/λαού είναι δυναμικά αμφιλεγόμενη. Από τη Γαλλία έως την Αϊτή, από τη μητροπολιτική Ευρώπη έως την αποικιακή Καραϊβική, από την αντικαπιταλιστική σύγκρουση του 1917 έως την ουγγρική εξέγερση του 1956 και από τις αντι-αποικιακές νίκες της δεκαετίας του 1950 έως το αφροαμερικανικό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα τη δεκαετία του 1960 και τα φεμινιστικά κινήματα των μετέπειτα δεκαετιών, η έννοια αυτή έχει κινητοποιήσει διαφορετικές πολιτικές θεωρήσεις της Δημοκρατίας σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα.
Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, με τη θέση του για την ισοελευθερία (egaliberte/equaliberty), έναν όρο που προέρχεται από το σύνθημα των αγγλικών επαναστάσεων του 17ου αιώνα, επιχειρεί να άρει την ουσιοκρατική σχάση ανάμεσα σε άνθρωπο και πολίτη και την αντιδιαστολή ελευθερίας και ισότητας που σημάδευαν τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Αυτή η προσέγγιση σκιαγραφεί μια θεωρητική και πολιτική κατανόηση της Δημοκρατίας σε διαρκή αναφορά με το επαναστατικό γεγονός. Ας θυμηθούμε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, που αντιστεκόταν στον διαχωρισμό των εννοιών της Δημοκρατίας και της επανάστασης και στην υποβάθμιση της Δημοκρατίας σε ασήμαντη λεπτομέρεια στην πορεία προς τον σοσιαλισμό.
Η αναζωογόνηση της ριζοσπαστικής δυναμικής της Δημοκρατίας απαιτεί κριτικό αναστοχασμό για όσους/όσες εξαιρούνται από την πολιτειότητα. Η Χάνα Άρεντ εξηγούσε τι σημαίνει οι πρόσφυγες να στερούνται το «δικαίωμα να έχουν δικαιώματα». Η Ολίμπ ντε Γκουζ έγραφε ότι, αφού οι γυναίκες μπορούσαν ισότιμα να οδηγηθούν στην γκιλοτίνα, θα έπρεπε να έχουν και ισότιμη πρόσβαση στην πολιτική συμμετοχή. Και ο Φραντς Φανόν αναρωτιόταν αν μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη ιδιότητα πέρα από τη λογική της απο-ανθρωποποίησης των μη Δυτικών «άλλων». Όλες αυτές οι επαναστατικές αναγνώσεις της Δημοκρατίας την αρθρώνουν ως όχημα κριτικής στα προνόμια που εμφιλοχωρούν στο δικαιοπολιτικό πλαίσιο της τυπικής πολιτειότητας.
Η Δημοκρατία δεν είναι μια περαιωμένη πραγματικότητα, αλλά είναι πάντα υπό πραγματοποίηση. Δεν είναι άτρωτη, αλλά αναπνέει με την κριτική, όσο κι αν δοκιμάζονται τα όριά της. Οφείλει, ωστόσο, να παίρνει μέτρα ενάντια στους εχθρούς της. Εξού και η διεκδίκηση να είναι εκτός νόμου ο ναζισμός.
Η ενδεχομενικότητα της Δημοκρατίας που μένει ακόμη να πραγματοποιηθεί συνδέεται με τη μετατόπιση των ορίων του δυνατού στο «εδώ και τώρα». Με αυτή την έννοια, η Δημοκρατία πάντα προδίδει την υπόσχεσή της οδηγώντας σε επαγρύπνηση για την ευθραυστότητά της.
Το ερώτημα είναι πώς εμπνέεται και ασκείται πολιτικά η συλλογική επιθυμία γι’ αυτό το αγωνιστικό -αν και αστάθμητο- ουτοπικό πλεόνασμα της Δημοκρατίας μέσα σε συνθήκες που υπονομεύουν τη δυνατότητα να φανταζόμαστε και να επιθυμούμε διαφορετικά.
* Η Αθηνά Αθανασίου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, κοσμητόρισσα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και διευθύντρια του Εργαστηρίου Ανθρωπολογικής Έρευνας