Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την κατάρρευση του πληροφοριακού συστήματος της τράπεζας θεμάτων, είναι καλό να ανοίξει η συζήτηση για την ψηφιακή μετάβαση στη χώρα μας.
Παρά την πολύ προβεβλημένη πλατφόρμα gov.gr, η οποία προφανώς καλώς υπάρχει, ο ψηφιακός μετασχηματισμός στη χώρα μας δεν έχει προχωρήσει στον βαθμό που θα έπρεπε, ενώ τα βήματα που ακολουθούνται σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης δείχνουν επανάληψη των παθογενειών του παρελθόντος.
Τι έχει γίνει έως τώρα τα τελευταία 20 χρόνια; Ενώ τεράστια ποσά έχουν επενδυθεί, ιδιαίτερα μέσω των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, το αποτέλεσμα του ψηφιακού μετασχηματισμού δεν είναι ικανοποιητικό, και αυτό αντανακλάται και στην πολύ χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στον τομέα ψηφιακής διακυβέρνησης, 29η στις 33 χώρες, στη σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ του 2022. Τα φτωχά αποτελέσματα μεγάλων ψηφιακών έργων δεν αυξάνουν σημαντικά την παραγωγικότητα των δημοσίων φορέων και αποτελούν τροχοπέδη και για την ανάπτυξη αφού σημαντικά έργα όπως π.χ. το κτηματολόγιο δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί.
Στον ιδιαίτερο χώρο της εκπαίδευσης ο ψηφιακός μετασχηματισμός βρίσκει εμπόδια που έβαλε το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας τα τελευταία χρόνια. Ας ξεκινήσουμε από το επίκαιρο θέμα της κατάρρευσης της εφαρμογής της τράπεζας θεμάτων. Η κατάρρευσή της δεν οφείλεται σε πρωτοφανή κυβερνο-επίθεση όπως αφηγούνται τα συνωμοσιολογικά σενάρια που αναπαράγονται από μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και τον κ. Σκέρτσο. Η αλήθεια ειπώθηκε από τον κ. Αντωνίου, Πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), ο οποίος ομολόγησε ότι ουδέποτε είχε ασχοληθεί σοβαρά το ΙΕΠ ώστε να παρέχει τυποποιημένες λύσεις ασφάλειας στο εν λόγω σύστημα. Εξάλλου καθημερινά δέκτες επιθέσεων είναι πιο σημαντικά πληροφοριακά συστήματα όπως αυτά των τραπεζών, της ΑΑΔΕ, ακόμα και του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου την περίοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης λόγω πανδημίας, το οποίο γνωρίζω ότι δεχόταν εκατομμύρια επιθέσεις που αποκρούονταν επιτυχώς. Συνεπώς, όταν σε κάτι δεν έχουμε κάνει σωστά τη δουλειά μας, καλό είναι να το παραδεχόμαστε παρά να εφευρίσκουμε τρομοκρατικά σενάρια που παραπληροφορούν και διαμορφώνουν εικόνα εθνικού κινδύνου.
Σε ό,τι αφορά τη γενικότερη πολιτική του Υπουργείου Παιδείας για τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τα πράγματα δείχνουν ότι προετοιμάζεται το έδαφος για πλήρη απόσπαση των υπηρεσιών από δημόσιους φορείς με αδιαμφισβήτητη τεχνογνωσία και εκχώρηση των συστημάτων σε μεγάλες επιχειρήσεις με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό από πλευράς ψηφιακής κυριαρχίας και κόστους συντήρησης. Για να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, το Υπουργείο Παιδείας εδώ και δεκαετίες έχει σωστά επενδύσει στη διαμόρφωση ψηφιακών συστημάτων έχοντας στο πλευρό του φορείς που έχουν εμπειρία και βαθιά γνώση σε ψηφιακά συστήματα εκπαίδευσης όπως το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων (ΙΤΥΕ) «Διόφαντος»[1], το οποίο σε συνεργασία με όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας έχει συμβάλει στην ανάπτυξη πολύ χρήσιμων πληροφοριακών συστημάτων και εφαρμογών όπως το e-class και στη συντήρηση και ανάπτυξη του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου (ΠΣΔ)[2]. Το τελευταίο αποτελεί και την πιο κρίσιμη υποδομή για τη δικτυακή διασύνδεση των σχολείων, τη συντήρηση και αναβάθμιση υπολογιστικών υποδομών που φιλοξενούν τις ιστοσελίδες και τα e-mails των εκπαιδευτικών αλλά και για τη μετάδοση των θεμάτων κατά την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων. Αν και υπήρξαν πολλαπλές υποσχέσεις από την κυβέρνηση της ΝΔ και την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας για αναβάθμιση των υποδομών του ΠΣΔ, το οποίο κράτησε όρθια την εκπαίδευση την περίοδο της πανδημίας, αυτή τη στιγμή οι υποδομές του είναι στο όριο με αποτέλεσμα να διακόπτεται συχνά η λειτουργία λόγω έλλειψης αποθηκευτικού χώρου. Η υποχρηματοδότηση της νευραλγικής αυτής υποδομής, παρά τις μικροενέσεις με διαγωνισμούς αγοράς αποθηκευτικού χώρου, έχει ως αποτέλεσμα να καλύπτονται οριακά οι ανάγκες με μείωση της αποθηκευτικής ικανότητας δεδομένων των χρηστών ακόμα και στις βασικές πλέον εφαρμογές επικοινωνίας των σχολείων, όπως η ηλεκτρονική αλληλογραφία (email) και οι ιστότοποι των σχολικών μονάδων. Επίσης το έργο που αφορά τη συντήρηση του ΠΣΔ για τα έτη 2023-2025 δεν έχει ακόμα ενταχθεί στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με αποτέλεσμα οι μηχανικοί του ΠΣΔ που είναι σε επιφυλακή για να παραμείνει το δίκτυο λειτουργικό τις κρίσιμες ημέρες των πανελλαδικών εξετάσεων να εργάζονται χωρίς σύμβαση.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, παρά το ότι υποσχέθηκε γενναία χρηματοδότηση για το ΠΣΔ και την αναβάθμιση των πληροφοριακών του συστημάτων, παράλληλα ενέταξε διαγωνισμούς στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ύψους 60 εκ. ευρώ που απέκλεισαν το ΙΤΥΕ Διόφαντος[3] και τους φορείς του ΠΣΔ, ενώ πρόκειται για πληροφοριακά συστήματα πανομοιότυπα με αυτά που εδώ και χρόνια αναπτύσσουν οι φορείς και μάλιστα με ανοικτό λογισμικό. Σχηματικά, είναι σαν να αποφασίζει το κράτος δίπλα στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου να επενδύσει χρήματα για την κατασκευή μιας νέας γέφυρας ίδιου τύπου, για την οποία επιπλέον θα πληρώνει ετησίως ένα πολύ μεγάλο ποσό για συντήρηση, που μέχρι τώρα γινόταν με ελάχιστο κόστος από την «εσωτερική» εργασία των δημόσιων φορέων, οι οποίοι αξιοποιούν αποκλειστικά ανοικτό λογισμικό που δεν επιβάλλει κόστη συντήρησης αδειών.
Συνεπώς ποια είναι η μεγάλη εικόνα σήμερα; Η κυβέρνηση της ΝΔ με όχημα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συνεχίζει την πεπατημένη των μεγάλων φαραωνικών έργων που κοστίζουν πάρα πολύ και παράλληλα έως τώρα αποδείχθηκαν μία αποτυχημένη συνταγή, την ίδια ώρα που κρίσιμες υποδομές δεν αναβαθμίζονται και φορείς με τεχνογνωσία όπως το ΙΤΥΕ Διόφαντος, τα Πανεπιστήμια της χώρας κ.α. μένουν έξω από το παιχνίδι της ψηφιακής μετάβασης. Όσα πληροφοριακά συστήματα λειτουργούν επιτυχώς στη χώρα, είναι γιατί από πίσω βρίσκονται έμπειροι μηχανικοί πληροφορικής του ευρύτερου δημοσίου τομέα (βλ. ΙΤΥΕ Διόφαντος, τα Πανεπιστήμια της χώρας, το ΕΔΥΤΕ, η ΓΓΠΣ κ.α.) συμβάλλοντας είτε στον σχεδιασμό και ανάπτυξη, είτε στη διαμόρφωση των προδιαγραφών. Κάθε βήμα προς την επίτευξη ακόμα καλύτερων επιδόσεων στην ψηφιακή διακυβέρνηση επιβάλλει τη συνέργεια με φορείς τεχνογνωσίας και όχι την απομάκρυνσή τους, αλλά και την ισχυροποίηση των δημόσιων ψηφιακών υποδομών (δικτύων και υπολογιστικών κέντρων) ώστε κάθε ψηφιακό βήμα να γίνεται με όρους εθνικής αυτονομίας και ανθεκτικότητας για να θυμηθούμε και τον σκοπό του περιβόητου Ταμείου.
[1] https://publications.cti.gr/
[2] https://www.sch.gr/
[3] https://www.alfavita.gr/ekpaideysi/393768_ergazomenoi-itye-diofantos-ypaith-ekhorei-armodiotites-toy-itye-se-idiotika
Ο Αντώνης Μπόγρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφορικής και Υπολογιστών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής