Το ότι το προχθεσινό debate ήταν μια προδικασμένη σούπα, δεν αποτελεί σύμπτωμα αισθητικής του ή ανεπάρκειας των συντελεστών του. Είναι ζήτημα ποιότητας δημοκρατίας.
Αυτό αφορά το επίπεδο του διαλόγου που αντέχουν τα κόμματα και το αντίστοιχο που ανέχονται οι δημοσιογράφοι. Κι αν τα πρώτα, τα κόμματα δηλαδή, αυτός ο διάλογος τα χαρακτηρίζει, τους δημοσιογράφους τους ακυρώνει. Διότι, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προβεβλημένος δημοσιογράφος ώστε να διαβάζει μια προκάτ ερώτηση σε έναν πολιτικό αρχηγό. Από το σημείο αυτό και πέρα, θα φανεί αν είναι (καλός) δημοσιογράφος.
Στη πλαδαρή βαρεμάρα των παράλληλων μονολόγων υπήρξαν ωστόσο εξαιρέσεις. Μια τέτοια, παραδείγματος χάρη, ήταν όταν ο Αλ. Τσίπρας «εκτός κειμένου», καταναλώνοντας δηλαδή τον χρόνο από την ερώτηση που είχε δεχθεί, είπε: «Αισθάνομαι λίγο αμήχανα να κάθομαι ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του μεγαλύτερου σκανδάλου της μεταπολίτευσης, στον κύριο Μητσοτάκη που παρακολουθούσε τον κύριο Ανδρουλάκη. Και ερωτάται ο πρωθυπουργός σήμερα και λέει ότι “οι εξηγήσεις που έδωσα δεν ήταν επαρκείς”. Ας δώσει σήμερα κάποιες εξηγήσεις. Υπήρξε εθνικός λόγος που παρακολουθούνταν ο κύριος Ανδρουλάκης; Ποιος ήταν αυτός; Πώς εγώ θα συνεργαστώ μαζί του αύριο αν είναι πράγματι κατάσκοπος, εθνικά επικίνδυνος; Για ποιο λόγο παρακολουθούνταν ο αρχηγός του στρατεύματος; Αδιανόητα πράγματα τη στιγμή που το Ευρωκοινοβούλιο λέει ότι ενορχηστρωτής ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός».
Φυσικά, αντί να απαντηθεί το ερώτημα, οι άσχετες ερωταπαντήσεις συνεχίστηκαν σαν να μην έτρεχε τίποτε. Αυτό ήταν βέβαια άμεση απόρροια του πλαισίου του debate, ωστόσο δεν περιποιεί τιμή στους δημοσιογράφους που το αποδέχθηκαν. Είναι σαν να πιάνεις κάποιον με τη γίδα στην πλάτη, να το αναγνωρίζει – τι άλλο να κάνει; –και μετά να τον ρωτάς «πώς θα τη μαγειρέψεις;» ή στην καλύτερη περίπτωση «πάμε παρακάτω».
Αυτό έλεγχος της εξουσίας δεν είναι. Είναι «η χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας», όπως εύγλωττα είχε τιτλοφορήσει το βιβλίο του ο Γιάννης Παντελάκης. Χαμένη δημοσιογραφική τιμή, και, συνεπώς, ελλιπής δημοκρατία.
Από τις λίγες καλές ερωτήσεις, υποδειγματική ήταν αυτή της Ράνιας Τζίμα: “Για την τραγωδία των Τεμπών με τους 57 νεκρούς ο κ. Καραμανλής υπέβαλε την παραίτησή του αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη. Την κάνατε αποδεκτή αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει πολιτική ευθύνη. Για το σκάνδαλο των υποκλοπών, ως αμέσως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, σκεφτήκατε ποτέ να παραιτηθείτε; Ο κ. Δημητριάδης που παραιτήθηκε δεν ήταν πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, δεν ήταν καν πολιτικό πρόσωπο. Σκεφτήκατε να κάνετε ό,τι έκανε ο Τζόνσον στη Μεγάλη Βρετανία, ό,τι έκανε ο Κουρτς στην Αυστρία, ο Νίξον στις ΗΠΑ, ο Βίλλυ Μπραντ στη Γερμανία ή μήπως η δική μας δημοκρατία είναι υποδεέστερη;”
Ο κ. Μητσοτάκης είπε απλώς ότι δεν σκέφτηκε να παραιτηθεί -γιατί άλλωστε;- αναγνώρισε όμως για πρώτη φορά ότι πρόκειται περί σκανδάλου και συνέχισε απρόσκοπτα τον μονόλογο του. Οι δημοσιογράφοι αντί να επιμείνουν, στο να πάρουν μια άλλη απάντηση ή μια απάντηση στο ερώτημα του Τσίπρα, απλώς συνέχισαν. Αυτούς τους όρους είχαν δεχθεί. Αναπόφευκτα, σε αυτούς υπέκυψαν. Να μην μπορούν δηλαδή να κάνουν τη δουλειά τους. Επιπλέον ούτε μια αναφορά για μεγάλα, θηριώδη ζητήματα της κοινωνίας μας: δικαιοσύνη, δημογραφικό, σωφρονιστικό, ασφάλεια, πολιτισμός, περιβάλλον…
Από όλα αυτά προκύπτουν αβίαστα, δύο πράγματα:
Πρώτον, το χειρότερο, by far, φάουλ της κυβέρνησης Μητσοτάκη, από τα πολλά στα οποία υπέπεσε στην θητεία της, ήταν οι υποκλοπές. Μόνο γι’ αυτό τέθηκε εξάλλου θέμα παραίτησής του πρωθυπουργού, ως προσώπου, κατά τη διάρκεια της θητείας του. Λίγοι το πίστευαν στην αρχή. Για να ακριβολογούμε, ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση το πίστευε. Η αρχική πεποίθηση ήταν ότι «οι υποκλοπές δεν αφορούν τον κόσμο». Κακώς όμως. Μόνο οι τρελοί δεν έχουν επίγνωση της σημασίας της ιδιωτικότητας. Έστω και την τελευταία στιγμή, οι υποκλοπές επανέρχονται στην καμπάνια και αυτό όχι προς τέρψη της Νέας Δημοκρατίας φυσικά… Αυτό ήταν το νόημα της έκτακτης δημόσιας παρέμβασης Τσίπρα την επόμενη του debate.
Δεύτερον, από το επίπεδο του debate και από το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δεν παραιτήθηκε εξαιτίας των υποκλοπών, όπως οι προαναφερθέντες ηγέτες, προκύπτει πως δυστυχώς, όντως η Ελλάδα είναι μια υποδεέστερη δημοκρατία σε σχέση με αυτές που ανέφερε στην ερώτησή της η Ράνια Τζίμα. Μισό αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση έχουμε μια ελλιπή δημοκρατία. Μια «υποδεέστερη δημοκρατία». Όχι «καχεκτική», όπως ονόμασε ο Ηλίας Νικολακόπουλος τη μετεμφυλιακή δημοκρατία, όχι όμως και σοβαρή δημοκρατία. Έχουμε μια προβληματική δημοκρατία, που συστηματικά πλέον εκφυλίζεται αντί να εδραιώνεται. Μια στέρεα δημοκρατία θα είχε άλλα αντανακλαστικά σε ένα γενικευμένο σκάνδαλο υποκλοπών, αντί να κάνει τέτοια ανούσια debate 10 μέρες πριν τις εκλογές.
Στην έκθεση που παρουσιάστηκε προ λίγων ημερών, η αρμόδια επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καταλήγει για τη χώρα μας με μια παράγραφο που πονάει όποιον άνθρωπο νοιάζεται το πολίτευμα που φτιάξαμε και αφήνουμε στα παιδιά μας:
«Οι αποκαλύψεις σχετικά με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού και την παρακολούθηση δημοσιογράφων από την ΕΥΠ σκιαγραφούν μια πολύ ανησυχητική ιστορία ενός περίπλοκου και αδιαφανούς δικτύου σχέσεων, πολιτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων, ευνοιών και νεποτισμού, καθώς και πολιτικής επιρροής» (…) «Η κατασκοπεία για πολιτικούς λόγους δεν είναι καινούργια για την Ελλάδα, αλλά οι νέες τεχνολογίες spyware διευκολύνουν πολύ την παράνομη παρακολούθηση, ιδίως σε ένα πλαίσιο σοβαρά εξασθενημένων διασφαλίσεων. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, όπως η Πολωνία, η κατάχρηση του spyware δεν φαίνεται να αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης αυταρχικής στρατηγικής, αλλά μάλλον ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται σε ad hoc βάση για πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Ωστόσο, διαβρώνει εξίσου τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και δίνει άφθονο χώρο στη διαφθορά, ενώ αυτές οι ταραγμένες εποχές απαιτούν αξιόπιστη και υπεύθυνη ηγεσία.»
Ναι λοιπόν, η Ελληνική Δημοκρατία είναι προφανώς υποδεέστερη αυτών για τις οποίες η καλή δημοσιογράφος ρώτησε τον πρωθυπουργό μας. Το debate των πολιτικών αρχηγών ήταν ως τέτοιο ένα δείγμα μια «υποδεέστερης δημοκρατίας».
Ανώτερης όμως της Πολωνίας…
Δημήτρης Χριστόπουλος