Για όσους θυμούνται (και για όσους θα έπρεπε να θυμούνται), η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και η επακόλουθη -πολλαπλώς καταστροφική- περίοδος των μνημονίων συνοδεύτηκε και θεμελιώθηκε πάνω (και) σε μια ηθικολογική βάση.
Σύμφωνα με αυτήν, όλα όσα συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία μετά το μοιραίο έτος 2010 ήταν η δίκαιη τιμωρία για τις αμαρτίες του παρελθόντος της, ένα αναγκαίο πέρασμα από το καθαρτήριο πυρ που θα την καθιστούσε άξια να εισέλθει εκ νέου στις τάξεις των «κανονικών ευρωπαϊκών κρατών», εξαγνισμένη μέσω των «επώδυνων, πλην όμως αναγκαίων μεταρρυθμίσεων».
Το προφανές γεγονός ότι η εν λόγω ηθικολογική προσέγγιση της ελληνικής κρίσης ήταν παντελώς αβάσιμη, ανιστόρητη και βαθιά προσβλητική δεν εμπόδισε, εν τούτοις, την πολιτική παλινόρθωση το 2019 εκείνων ακριβώς των πολιτικών προσωπικοτήτων που την είχαν εγκολπωθεί και εφαρμόσει με τον φανατισμό ενός προσήλυτου παραθρησκευτικής σέκτας.
Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που δεν ήθελαν να τους πάρει η τρόικα τη δόξα. Και που, με μια καθυστέρηση τεσσεράμισι ετών, την οποία μάλιστα ονόμασαν σκωπτικά «αριστερή παρένθεση», δικαιώθηκαν. Διότι, σε τελική ανάλυση, η ως άνω παλινόρθωση δεν ήταν Θεία Δίκη, αλλά πεντακάθαρο εκλογικό αποτέλεσμα.
Αυτό που επακολούθησε ήταν το ακριβώς αναμενόμενο από ανθρώπους παρόμοιου πολιτικού και προσωπικού ήθους όταν τους δίνεται η ευκαιρία να πάρουν τη ρεβάνς. Παρέλκει μια απαρίθμηση των πεπραγμένων της διακυβέρνησης 2019-2023, η οποία, άλλωστε, θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που καταλαμβάνει ένα άρθρο γνώμης.
Αρκεί μια υπενθύμιση: η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της ευρωπαϊκής κατάταξης σε όλους τους δείκτες που περιγράφουν μια λειτουργική, ανεπτυγμένη, σύγχρονη κοινωνία. Κράτος δικαίου, ελευθερία του Τύπου, βιοτικό επίπεδο, πραγματικό εισόδημα, υπερβάλλουσα θνησιμότητα λόγω κατάρρευσης των δημόσιων δομών υγείας, νεανική ανεργία, και αυτά ενδεικτικά. Παντού όπου μετριέται η ικανότητα ενός κράτους να παρέχει αξιοπρεπή διαβίωση, ασφάλεια και δημοκρατία στους πολίτες του, η Ελλάδα της δήθεν αριστείας είτε κατέχει ήδη τα αρνητικά πρωτεία είτε διεκδικεί επάξια μια θέση στο βάθρο των χειρότερων επιδόσεων.
Αυτή η οικτρή εικόνα, η οποία περιγράφει την καθημερινή πραγματικότητα εκατομμυρίων Ελλήνων -ιδίως, και αυτό είναι το χειρότερο, νέων- είναι απλά απαράδεκτη και αδικαιολόγητη. Μετά την τυπική έξοδο της χώρας από τον μνημονιακό βρόχο τον Αύγουστο του 2018, δεν έχει συμβεί κάποιο τραυματικό γεγονός ειδικά στην Ελλάδα (ένας πόλεμος, λόγου χάρη, ή μια απότομη πολιτική και οικονομική κατάρρευση ανάλογη της πτώσης της ΕΣΣΔ) που να εξηγεί αυτόν τον κατήφορο.
Προφανώς οι διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας, της ενέργειας και του ουκρανικού πολέμου είχαν επιπτώσεις, αυτές όμως δεν έπληξαν μόνο τη χώρα μας, ενώ από την άλλη πλευρά υπήρξε μια κάποια κοινή αντιμετώπισή τους σε επίπεδο Ε.Ε., η οποία θα ήταν αδιανόητη την περίοδο 2010-2015. Αυτή επέτρεψε στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών μια άνευ προηγουμένου -μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ- δημοσιονομική χαλάρωση, ώστε να απαλύνουν το πλήγμα στους πληθυσμούς τους, ιδίως τους περισσότερο ευάλωτους.
Επομένως, οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν αλλού και, συγκεκριμένα, στις πολιτικές που υλοποίησε η απερχόμενη κυβέρνηση και στην ακραία μορφή του -ούτως ή άλλως αντικοινωνικού- νεοφιλελεύθερου δογματισμού της.
Για την οποία κυβέρνηση, πάντως, έχει φτάσει επιτέλους η ώρα της κρίσης, από το ίδιο εκλογικό σώμα που -απαραίτητη η υπενθύμιση χάριν έμφασης- την επέλεξε πριν από τέσσερα χρόνια, και μάλιστα με άνετη αυτοδυναμία. Εφόσον, λοιπόν, και στο μέτρο που ο τίτλος αυτού του άρθρου διατυπώνεται ως ερώτημα, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Η εναλλακτική θα συνιστούσε ένα λογικό αδιέξοδο, αφού θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε συζήτηση για τη βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης θα ήταν άτοπη και άσκοπη. Δεν είναι, όμως, έτσι.
Ασφαλώς, κανείς δεν τρέφει πλέον αυταπάτες ότι η Ελλάδα θα γίνει η Δανία του Νότου, πλην όμως η απόσταση από αυτόν τον ουτοπικό στόχο μέχρι τη σημερινή κατάπτωση είναι τεράστια. Ρεαλιστικά μιλώντας, η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα μεσαίου μεγέθους που έχει κάθε δυνατότητα να πετύχει μεσοπρόθεσμα τον μέσο όρο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. στους προαναφερόμενους δείκτες. Σίγουρα, κάτι τέτοιο δεν ακούγεται σαν τη νέα Μεγάλη Ιδέα του Εθνους, αλλά η βελτίωση σε σχέση με το σήμερα θα ήταν πολύ σημαντική.
Ωστόσο, αυτό δεν θα συμβεί ως εκ θαύματος. Προϋπόθεση είναι να πειστεί η ίδια η ελληνική κοινωνία -ή μάλλον η κοινωνική πλειοψηφία, αφού η κοινωνία ή ο λαός δεν είναι κάτι ενιαίο και αδιαίρετο- ότι δεν της αξίζει αυτό που της συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, ότι μπορεί να πετύχει κάτι καλύτερο. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε ιππότες με αστραφτερή πανοπλία που θα σώσουν τη μέρα. Υπάρχουν, όμως, επιλογές, η καθεμιά με τις συνέπειές της. Και στις επικείμενες εκλογές, αυτές είναι αρκετά ξεκάθαρες.
Ο Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος, διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών