Δύσκολο και επικίνδυνο πράγμα να θέτεις όρια στη δημοκρατία. Δύσκολο και επικίνδυνο να ορίζεις τι μπορεί να ανεχτεί η δημοκρατία και τι όχι. Γι’ αυτό και όσοι είναι επιφορτισμένοι με το δύσκολο και επικίνδυνο αυτό έργο, δηλαδή οι νομοθέτες, οφείλουν να εκλέγονται από το σύνολο του λαού.
Συνεπώς, ακόμα πιο δύσκολο και επικίνδυνο είναι να θεσπίζονται όρια στο ποιοι μπορούν να εκλέγονται ως νομοθέτες. Οι συνταγματολόγοι μπορούν να κρίνουν τι αντιβαίνει στο Σύνταγμα και τι όχι, αλλά τούτο δεν αρκεί. Η «απλή» λύση να αποκλείονται όσοι έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση μπορεί να είναι συνταγματικά ορθή, στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν είναι πρακτικά επαρκής. Ο καταδικασμένος εγκληματίας ναζιστής Κασιδιάρης θα μπορούσε να ιδρύσει κόμμα δι’ αντιπροσώπων του, που δεν έχουν καταδικαστεί για κάτι τέτοιο.
Σε τούτο το κείμενο θα με απασχολήσει μια πιο άμεσα πολιτική πλευρά του ζητήματος. Ητοι, ο ζήλος που επέδειξε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να αποκλείσει με νομοθετική ρύθμιση το κόμμα του Κασιδιάρη από τις εκλογές. Δεδομένου του ποιος είναι υπουργός Εσωτερικών, θα μπορούσαμε ευθύς εξ αρχής να πούμε ότι πρόκειται για κωμωδία του παραλόγου. Ο διάδοχος του Μιχαλολιάκου στην ηγεσία της νεολαίας του Παπαδόπουλου νομοθετεί (αδέξια) τον αποκλεισμό από τις εκλογές του κόμματος του υπαρχηγού του Μιχαλολιάκου.
Είναι δύσκολο να θέτει κανείς όρια στη δημοκρατία, η Νέα Δημοκρατία όμως γνωρίζει καλά τα δικά της όρια. Στα δεξιά της δεν έχει ούτε θέλει να έχει όρια, και αισθανόταν αμήχανα με τη Χρυσή Αυγή που καθόταν στα πιο δεξιά έδρανα της Βουλής – αν μπορούσε θα εξαφάνιζε και την Ελληνική Λύση. Ιστορικά, τα όρια του κόμματος της ελληνικής Δεξιάς είναι οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες.
Σε αυτούς και στο δικό τους παρακράτος στηρίχτηκε το μετεμφυλιακό καθεστώς με τα κυρίαρχα τότε κόμματα της Δεξιάς: με τον Ελληνικό Συναγερμό του Αλέξανδρου Παπάγου και κατόπιν με την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και είναι γνωστό ότι οι συνταγματάρχες τον Απρίλιο του 1967 απλώς πρόλαβαν το πραξικόπημα που σχεδίαζε τμήμα της ηγεσίας της Δεξιάς σε συνεργασία με το Παλάτι και τους στρατηγούς.
Από πλευράς ταξικής, το ελληνικό αστικό καθεστώς ποτέ δεν υπήρξε αληθινά δημοκρατικό. Μετά την επταετία της δικτατορίας, είχε μεσολαβήσει η εποχή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «μετριοπαθή παρένθεση»: η επταετία των κυβερνήσεων Καραμανλή και Ράλλη 1974-1981. Τούτη όμως ήταν αναπόφευκτη, δεδομένου ότι, ακόμη και με τα «εθνικόφρονα» κριτήρια της (Ακρο-)Δεξιάς, η χούντα είχε αποτύχει παταγωδώς – είχε ταυτιστεί με την εθνική προδοσία που είχε οδηγήσει στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Ακόμη και με τη μετριοπαθή παρένθεση, όμως, το αστικό καθεστώς φαίνεται πως δυσανασχετούσε. Μετά την ήττα από το ΠΑΣΟΚ το 1981, η ελληνική Δεξιά επανήλθε στην ακροδεξιά κανονικότητά της: αρχικά με τον «γεφυροποιό» Ευάγγελο Αβέρωφ και κατόπιν με τον ηγέτη της αποστασίας του 1965 Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Μέχρι την κρίση και τα μνημόνια, δεν χρειαζόταν να πολυφαίνεται η ακροδεξιά ιδεολογία της Δεξιάς. Αλλωστε υπήρχε και το ζητούμενο του «εξευρωπαϊσμού» που επέβαλλε μια κατ’ επίφασιν έστω μετριοπάθεια. Ακόμη και η φασίζουσα ακραία εθνικιστική στάση στο ζήτημα των «Σκοπίων» το 1992, επί υπουργίας (αρχικά) Αντώνη Σαμαρά, καλύφθηκε ως τέτοια από το γεγονός ότι υπήρχε εθνικιστική συναίνεση.
Στην απροκάλυπτη επανεμφάνιση της ακροδεξιάς διάστασης της ελληνικής Δεξιάς κομβικό ρόλο έπαιξε το ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Ο οποίος εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή επί ηγεσίας Κώστα Καραμανλή, όταν η Ν.Δ. βρισκόταν «επικίνδυνα κοντά» στο να ξεκόψει τους δεσμούς της με την Ακροδεξιά, και εφάρμοσε στην πράξη το σχέδιο που ο ίδιος ονόμασε «δεξιά πολυκατοικία».
Εννοώντας ότι στον «ακροδεξιό προθάλαμο» της «δεξιάς πολυκατοικίας» (που ήταν το ΛΑΟΣ) ενσωματώθηκαν στην κοινοβουλευτική Δεξιά άτομα που επρόκειτο κατόπιν να αποτελέσουν την εξέχουσα ακροδεξιά υπουργική τριανδρία της Ν.Δ.: Μάκης Βορίδης (απευθείας απόγονος του Γεώργιου Παπαδόπουλου), Αδωνις Γεωργιάδης (απευθείας απόγονος του Στυλιανού Παττακού), Θάνος Πλεύρης (απευθείας απόγονος του πατέρα του, Κωνσταντίνου Πλεύρη).
Το γεγονός ότι επί ηγεσίας Αντώνη Σαμαρά και κατόπιν Κυριάκου Μητσοτάκη όλα αυτά έγιναν «χωρίς να ανοίξει ρουθούνι» από πλευράς εσωκομματικών διαφωνιών αποτελεί ένδειξη ότι με τη στελέχωση κορυφαίων υπουργικών θώκων από ακραιφνώς ακροδεξιά πρόσωπα η ελληνική Δεξιά απλώς ξαναβρήκε τον παλιό καλό ακροδεξιό της εαυτό. Ο αποκλεισμός του κόμματος Κασιδιάρη δεν είναι παρά η εξασφάλιση ότι ο επίσημος φορέας της ελληνικής Ακροδεξιάς δεν θα απειλείται από απώλεια ψήφων προς τα «λούμπεν» στοιχεία της.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών