Η αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τον παραιτηθέντα αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Τζανερίκο, θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως κωμωδία αν το θέμα δεν ήταν τόσο σοβαρό, θεσμικά και πολιτικά. Η σοβαρότητα της υπόθεσης έχει να κάνει αφενός με τη θεσμική πλευρά της υπόθεσης (σχέση κυβέρνησης με τη Δικαιοσύνη) και, αφετέρου, με τη διαχείριση της καθόδου του κόμματος του νεοναζιστή, Ηλία Κασιδιάρη, στις επικείμενες εκλογές.
Τα γεγονότα πλέον είναι λίγο πολύ γνωστά: Μία μέρα πριν την ψήφιση της περιβόητης, τρίτης κατά σειρά, τροπολογίας που τέθηκε από τον υπουργό Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, για τον αποκλεισμό του κόμματος του Κασιδιάρη, ο Χρ. Τζανερίκος παραιτήθηκε καταγγέλλοντας ευθείες παρεμβάσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη λειτουργία του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, έκανε λόγο για συναντήσεις με τον υπουργό Επικρατείας, Γιώργο Γεραπετρίτη, αλλά και με έναν ακόμα “ανώτατο κυβερνητικό παράγοντα”, τον οποίο δεν κατονόμασε. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό το πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τη λειτουργία των θεσμών αλλά και το πώς οι δικαστικοί αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με την πολιτική εξουσία.
Η κυβέρνηση δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, φροντίζοντας μέσω της γνωστής μεθόδου των διαρροών να υπονομεύσει τις αποκαλύψεις του ανώτατου δικαστικού όσο και τον ίδιο. Κι εδώ αρχίζει η κωμωδία. Σύμφωνα λοιπόν με τις διαρροές του περιβάλλοντος Μητσοτάκη, ο Χρ. Τζανερίκος εξέφραζε σε διάφορες επαφές του την επιθυμία του να γίνει εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υποστηρίζοντας ότι έχει “πλάτες” σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η πρώτη σκηνή της κωμωδίας έχει να κάνει με το ότι η κυβέρνηση, και μάλιστα το κέντρο της, κάνει λόγο για δικαστικούς που διαπλέκονται. Αλήθεια, τι έκανε ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Επικρατείας και ο υπουργός Δικαιοσύνης τόσο καιρό που γνώριζαν πως ο αντιπρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας διαπλέκεται με “επιχειρηματικά συμφέροντα”;
Η δεύτερη σκηνή της κωμωδίας έχει να κάνει με τη σχέση της κυβέρνησης της ΝΔ με τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Και δεν αναφέρομαι στις υποθέσεις διαπλοκής που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αλλά στην άνευ προηγουμένου αναδιανομή πλούτου που συμβαίνει στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό κατά την τετραετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μια ματιά μόνο στα (υπέρ)κέρδη των διυλιστηρίων και των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας αρκεί.
Η τρίτη σκηνή της κωμωδίας έχει να κάνει με μια ακόμα πτυχή της σχέσης της ΝΔ και του ίδιου του Μητσοτάκη με την ίδια την έννοια του συμφέροντος. Αμέσως μετά την τραγωδία των Τεμπών, ο ίδιος ο Μητσοτάκης έκανε λόγο για το “βαθύ κράτος” και τα “οργανωμένα συμφέροντα”, επιχειρώντας να επιρρίψει ευθύνες στο συνδικαλιστικό κίνημα που δραστηριοποιείται στον κλάδο του σιδηρόδρομου. Η ρητορική αυτή δεν είναι βέβαια καινοφανής. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που ο Κώστας Σημίτης έλεγε ακριβώς τα ίδια: ότι δηλαδή στην Ελλάδα τα οργανωμένα συμφέροντα που αποτελούν “τροχοπέδη” στην ανάπτυξη της χώρας είναι οι συνδικαλιστές, ιδίως του Δημοσίου τομέα. Με βάση αυτή την οπτική, στην Ελλάδα λοιπόν δεν υπάρχει ΣΕΒ, δεν υπάρχει Ένωση Τραπεζών, δεν υπάρχει Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών. «Η κι αν υπάρχουν, η δράση τους ανήκει σε αυτό που ονομάζουμε “φυσική δραστηριότητα», σαν τον ήλιο που ανατέλλει από την ανατολή, ένα πράμα. Υπάρχουν μόνο οι συνδικαλιστές που έχουν μοναδική έγνοια τα “προνόμια” τους.
Ακόμη κι αν είναι έτσι, τότε τι πρόβλημα έχει το Μέγαρο Μαξίμου με τη σχέση που διατηρεί, σύμφωνα με τις διαρροές του, ο Τζανερικός με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα; Μήπως τα συμφέροντα αυτά είναι ενοχλητικά όταν δεν συμφωνούν με το αφήγημα του Μαξίμου; Ή μήπως το Μαξίμου θέλει να έχει αποκλειστική σχέση με αυτά τα συμφέροντα;
Η κωμωδία κλείνει με την τρίτη σκηνή, που δεν είναι άλλη από τον υπουργό Δικαιοσύνης, Κώστα Τσιάρα, η φωνή και η παρουσία του οποίου αγνοείται εδώ και μέρες. Μάλλον θα προτίμησε να την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του επιτελικού κράτους του Μαξίμου.
Χρήστος Σίμος